Ακόμα κι αν το μέγεθος των επιπτώσεων της επιδημίας του SARS-CoV-2 στην ψυχική υγεία δεν έχει υπολογιστεί επίσημα σε παγκόσμιο επίπεδο, μιας και η δράση του νέου κορονοϊού είναι ακόμα ενεργή, η επιστημονική κοινότητα, έχοντας την εμπειρία ανάλογων λοιμώξεων που έπληξαν την ανθρωπότητα στο παρελθόν, μπορεί να προβεί σε κάποιο βαθμό ασφαλών εκτιμήσεων.
Όπως καταγράφηκε σε προηγούμενες εμπειρίες καραντίνας η παροχή υποστήριξης ψυχικής υγείας θεωρείται επιβεβλημένη, ακόμη και έξι μήνες μετά τη λήξη της καραντίνας και της απομόνωσης, ειδικότερα σε άτομα ευάλωτης ψυχικής υγείας.
Παρατηρείται στους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης, όπως είναι οι γιατροί κάθε ειδικότητας, νοσηλευτές και επισκέπτες υγείας, ν’ αναπτύσσουν ψυχικές διαταραχές μετά την αντιμετώπιση αγχωτικών γεγονότων στην κοινότητά τους. Για παράδειγμα το 2003, κατά τη διάρκεια της επιδημίας SARS-CoV-1 στη Σιγκαπούρη, το 27% των εργαζομένων στον τομέα της υγείας ανέφεραν συμπτώματα ψυχικών διαταραχών. Παρόμοια δείγματα παρουσιάστηκαν, το 2014, κατά το ξέσπασμα επιδημίας του ιού Έμπολα στη Σιέρα Λεόνε κι αργότερα, το 2018, σε επιδημία του ίδιου ιού στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Κατά τη διάρκεια της επιδημίας SARS-CoV του 2003, στην Ταϊβάν, καταγράφηκε σε μεγάλο μέρος του προσωπικού στις ΜΕΘ και τις ψυχιατρικές πτέρυγες ανάπτυξη Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες.
Το 2020 η κατάσταση στην Κίνα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, έγινε η αιτία να παρουσιαστούν προβλήματα ψυχικής υγείας, όπως άγχος, καταθλιπτικά συμπτώματα, αϋπνία, άρνηση, θυμός και φόβος. Αυτά τα προβλήματα ψυχικής υγείας, όχι μόνο επηρέασαν την προσοχή, την κατανόηση και την ικανότητα των ιατρών στη λήψη αποφάσεων στον αγώνα τους κατά του Covid-19, αλλά επέδρασαν ανασταλτικά, και για μεγάλη χρονική διάρκεια, στη συνολική οικογενειακή, ατομική, ψυχική ευημερία των ιατρών.
Η ψυχολογία του φόβου
Σοβαρό αρνητικό ρόλο παίζουν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης στη λεγόμενη «κοινωνική ανθεκτικότητα» και «κοινωνική υποστήριξη». Όταν οι πληροφορίες από επίσημα κανάλια είναι ελλιπείς ή προέρχονται από δίκτυα ανεπίσημα, χωρίς διασταυρωμένη πηγή προέλευσης, οι άνθρωποι μπορούν να εκτίθενται σε παραπλανητικές πληροφορίες, οι οποίες με τη σειρά τους μπορεί να εντείνουν το αίσθημα του φόβου και του άγχους. Μπορεί να παρατηρηθεί πως ο φόβος του άγνωστου οδηγεί σε υψηλότερο επίπεδο άγχους τόσο σε μη ψυχοπιεστικές καταστάσεις όσο και άτομα που δεν έχουν εμφανίσει στο παρελθόν συμπτώματα διαταραχών ή άτομα με προϋπάρχοντα προβλήματα υγείας.
Τα κυρίαρχα ΜΜΕ κατά τη διάρκεια της πανδημίας δημοσίευαν και συνεχίζουν να δημοσιεύουν εκατοντάδες άρθρα και εκατοντάδες ειδήσεις που αφορούν ιστορίες ασθενών που μολύνθηκαν από το Covid-19 ή που είχαν χάσει τη ζωή τους από τον ιό. Οι περισσότερες ειδήσεις των ΜΜΕ προκαλούσαν την εμφάνιση των τραυματικών συναισθημάτων του φόβου, της ανησυχίας και της αγωνίας. Είναι δε ενδιαφέρον ότι οι ειδήσεις που προήγαγαν τα έντονα συλλογικά συναισθήματα, όπως αυτό της αλληλεγγύης, της συλλογικής ευθύνης και οικονομικών αιτιών αποδυνάμωσης του ΕΣΥ, ουσιαστικά αποκρύφθηκαν.
Οι αντιλήψεις, οι οποίες αναπτύχθηκαν, σχετικά με τη μετάδοση του Covid-19 οδήγησαν τους πολίτες να γίνουν ακόμα πιο επιφυλακτικοί και πολύ πιο επιθετικοί στο «διαφορετικό» (είτε αφορά απόψεις πολιτών ή ερευνητικά δεδομένα επιστημόνων). Το «διαφορετικό» όμως έχει ενταχθεί, από τα ΜΜΕ, στη μεγάλη γενίκευση της «άρνησης του ιού».
Η δυσκολία απλοποίησης και μετάδοσης της επιστημονικής σκέψης, η απόκρυψη στοιχείων για την πρόοδο όλων των κοινωνικών επιστημών και επιστημών Υγείας, γιατί οι πολυεθνικές της Υγείας φοβούνται τον ανταγωνισμό και τα «ενδεχόμενα διαφυγόντα κέρδη, οδηγούν τους πολίτες σε μια ατέλειωτη αναζήτηση στο διαδίκτυο, που οδηγεί με τη σειρά της σε αύξηση, για ακόμα μια φορά, των συναισθημάτων της ματαίωσης και του φόβου.
Άρνηση σε θετικές ειδήσεις
Ελάχιστη βαρύτητα δίνεται σε θετικές ειδήσεις, όπως είναι οι έρευνες για τα υπάρχοντα, πιο προσιτά, φάρμακα που εμποδίζουν την προσκόλληση και την είσοδο του ιού στα ανθρώπινα κύτταρα. Οι έρευνες αυτές έδειξαν πως οι ασθενείς που το πήραν εμφάνισαν σημαντική μείωση συμπτωμάτων και ελάχιστη ανάγκη για νοσηλεία.
Ελάχιστη βαρύτητα δίνεται στην Κούβα, στην Πολιτική και Επιστημονική Μεθοδολογία, που αυτή ακολούθησε, για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Τρανταχτό παράδειγμα τέτοιας πολιτικής είναι η πρόληψη. Λήψη μέτρων με αρχή, τέλος και μοναδικό σκοπό του το κοινωνικό κέρδος (και όχι στο ιδιωτικό). Μια χώρα, η οποία προχώρησε στη δημιουργία επιστημονικών και ερευνητικών δομών με τη συνεργασία του υπουργείου Δημόσιας Υγείας, των Κέντρων Ιατρικής και Βιοτεχνολογίας και του υπουργείου Επιστημών, Τεχνολογίας και Περιβάλλοντος για τη λήψη επιστημονικών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση του Covid-19 χωρίς την παρέμβαση των φαρμακευτικών εταιρειών και των πολυεθνικών εταιρειών Υγείας.
Ελάχιστη βαρύτητα δίνεται στην αναγκαιότητα βελτίωσης της δημόσιας Υγείας, της ποιότητας της ζωής του πληθυσμού, στην πρόληψη και στη θεραπεία όχι μόνο του Covid-19 αλλά και των νόσων ψυχικών υγεία που προκαλεί, καθώς και, πολύ περισσότερο, στη μείωση των πιθανοτήτων ύπαρξης μελλοντικών πανδημιών. Στην αναγκαιότητα σοβαρής βελτίωσης της οργανωτικής και λειτουργικής ενίσχυσης της πρωτοβάθμιας περίθαλψης στην Ελλάδα, με ενίσχυση της λειτουργίας των Τοπικών Μονάδων Υγείας (ΤΟΜΥ), των Κέντρων Υγείας και των Περιφερειακών Νοσοκομείων, ενίσχυση των θεραπευτικών δομών ψυχικής υγείας, αύξηση των προγραμμάτων πρόληψης και προαγωγής της υγείας του πληθυσμού και ορθολογικότερη κατανομή των οικονομικών πόρων, που αφορούν την Υγεία.
Κοινωνική απομόνωση και κοινωνικός στιγματισμός
Η κοινωνική απομόνωση αποτελεί μια πολιτική που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ατομική ευθύνη των πολιτών για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Η ατομική ευθύνη, ως πολιτική προσέγγιση, επιβαρύνεται με την ανάπτυξη του φαινομένου που είναι γνωστό ως «κοινωνικός στιγματισμός» των νοσούντων. Για να γίνει αντιληπτό το φαινόμενο αυτό ας λάβουμε ως δεδομένη «κοινωνική συμπεριφορά» την απομόνωση, τη χρήση μάσκας, την τήρηση αποστάσεων και την αποφυγή του συνωστισμού.
Ο στιγματισμός (ή στίγμα) είναι ένα ψυχοκοινωνικό φαινόμενο, το οποίο εμπεριέχει διαστάσεις κοινωνικής κατηγοριοποίησης και ιεράρχησης ατόμων και κοινωνικών συνόλων, μέσα από τη διαδικασία κοινωνικής σύγκρισης με σκοπό την ετικετοποίηση και τη νοητή κατασκευή δύο αντίπαλων στρατοπέδων. Το « κανονικό» και το «παθολογικό». Ο κοινωνικός στιγματισμός είναι μια ψυχοκοινωνική διαδικασία που οδηγεί στην κοινωνική απαξίωση του «παθολογικού». Ο κοινωνικός στιγματισμός είναι εν τέλει μια ιδεολογική στρατηγική της κυρίαρχης αντίληψης, η οποία αποκαλύπτει την κοινωνική και πολιτισμική αντίληψη του αστικού κόσμου απέναντι στο «διαφορετικό».
Το «κανονικό», κατά αυτόν τον τρόπο, οδηγεί το «παθολογικό» στο περιθώριο μέσω του κοινωνικού αποκλεισμού, ώστε να συνεχίσει ανεμπόδιστα την (υπάρχουσα) άνιση κοινωνικοοικονομική κατανομή πόρων και ελευθεριών συνδέοντας την με τη γενικότερη κοινωνικοοικονομική διαστρωμάτωση.
Στο επίπεδο του «παθολογικού» οι συνέπειες του κοινωνικού αποκλεισμού, είναι συνδεδεμένες και με ένα διάχυτο και εντονότατο αίσθημα ανασφάλειας και μείωσης των ατομικών και κοινωνικών προσδοκιών για τις μελλοντικές προοπτικές. Δηλαδή επηρεάζεται και η ψυχική υγεία, λόγω της καταβαράθρωσης του επίσημου ή άτυπου θεσμού της κοινωνικής αλληλεγγύης. Τα κυρίαρχα συναισθήματα, που πλημυρίζουν τους ανθρώπους, είναι αυτά του φόβου, της ματαίωσης και της τάσης για απόσυρση ή άσκηση σωματικής ή ψυχικής βίας στους συνανθρώπους τους. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι απότοκος ενός δια-ατομικού, ενδο-κοινωνικού ανταγωνισμού και συνάμα ταξικού ανταγωνισμού, προκειμένου να διαφυλαχτούν τα κυρίαρχα συμφέροντα.
Στο επίπεδο του «κανονικού», δηλαδή της αστικής τάξης και των συμμάχων της, έχουν την ευκαιρία, εντός της υγειονομικής κρίσης, να εντατικοποιήσουν την κερδοφορία τους. Προκειμένου, λοιπόν, να πιέσουν και κυριολεκτικά να εκβιάσουν τους εργαζομένους, χρησιμοποιούν, κυρίως την προοπτική της ανεργίας, προβάλλοντας το φόβο της απόλυσης και τους ανέργους ως φόβητρο, για να αυξήσουν τις ώρες δουλειάς και να ρίξουν τις αμοιβές. Αυτή η πρακτική γεννάει τα αισθήματα φόβου στους εργαζομένους για την απώλεια της εργασίας και αίσθημα μίσους, με παράλληλη τάση περιθωριοποίησης απέναντι στους ανέργους.