Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Με ένα πρόχειρο και κακογραμμένο νομοσχέδιο επιχειρείται η ανατροπή κατακτήσεων του φεμινιστικού κινήματος, στα πρότυπα των πλέον αντιδραστικών κομμάτων της Ευρώπης, όπως το Λαϊκό Κόμμα της Ισπανίας και το νεοφασιστικό Vox και η ακροδεξιά Lega της Ιταλίας.
Βιαστικά και χωρίς να έχει προηγηθεί καμία ουσιαστική συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων, εν μέσω πανδημίας, προκαλώντας δικαίως την μήνιν των φεμινιστικών οργανώσεων, η κυβέρνηση σκοπεύει να περάσει νόμο για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια που υποτίθεται ότι προάγει την ισότητα των φύλων, ενώ στην κοινωνία προωθείται μια άποψη που εμφανίζει τις αλλαγές ως δίκαιη αντιμετώπιση των πατέρων, που οι «κακές» μητέρες αποξενώνουν από τα παιδιά τους.
Σε λάθος βάση
Σε αυτό το πλαίσιο, άλλωστε, και λόγω της επικείμενης δημόσιας διαβούλευσης για το θέμα, εντατικοποιήθηκε η προπαγάνδα από μεριάς των «ενεργών μπαμπάδων» και των υποστηρικτών τους. Σε δημόσιους χώρους αναρτώνται πανό υπέρ της συνεπιμέλειας, ενώ τηλεοπτικά ή της σόουμπιζ πρόσωπα, με σποτάκια, υποστηρίζουν με σθένος ότι μετά από 37 χρόνια επιτέλους εκσυγχρονίζεται το Οικογενειακό δίκαιο, και ότι αποτελεί δικαίωμα και καθήκον των δύο γονιών να συμμετέχουν ισότιμα στη ζωή του παιδιού τους, με τους ίδιους όρους, ότι το παιδί έχει ανάγκη και τους δυο γονείς στη ζωή του και οι έρευνες δείχνουν ότι ένα παιδί μεγαλώνει καλύτερα και πιο ισορροπημένα με τους δυο γονείς στο πλευρό του.
Ποιος αμφισβητεί τα παραπάνω; Και τι σχέση έχουν με το νόμο που προωθείται τώρα από την κυβέρνηση; Η αναφορά στις αποδεκτές από όλους γενικότητες σχετικά με το μεγάλωμα των παιδιών μάλλον προδίδει ότι, τουλάχιστον, κάποιες/οι από τους δημόσιους υπερασπιστές του νόμου της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας πιθανότατα δεν τον έχουν διαβάσει, ούτε έχουν παρακολουθήσει την πολύμηνη συζήτηση και την πολεμική γύρω από αυτόν. Κάτι όχι ιδιαίτερα δύσκολο δεδομένου ότι η χρήση των νομικών περίπλοκων όρων, τα παραδείγματα από άλλες χώρες και η μεταγραφή τους στα ελληνικά, χωρίς να εκλαϊκεύονται, έχουν τουλάχιστον μπερδέψει και τις/τους καλοπροαίρετες/ους.
Με ποια κριτήρια;
Η συζήτηση πάνω σ’ αυτό είναι ηθελημένα σε λάθος βάση. Ασφαλώς και είναι αναγκαία μια αναμόρφωση του Οικογενειακού Δικαίου, διότι, όσο και αν ήταν πρωτοπόρα και προοδευτική για την εποχή της η ψήφιση του νόμου του 1983, στο μεταξύ πολύ νερό έχει τρέξει στο αυλάκι, μετά από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες και πολλά έχουν αλλάξει στην ελληνική κοινωνία και νομοθεσία. Ωστόσο, εξαρχής, η ανάγκη ύπαρξης των Κοινωνικών Υπηρεσιών με ουσιαστικό ρόλο, και όχι με μια υποτυπώδη γραφειοκρατική λειτουργία, είχε υποτιμηθεί. Και παραμένει υποτιμημένη η κομβικής σημασίας συμβολή τους τόσο στην προετοιμασία γονιών και παιδιού, όσο και στη συστηματική διαμόρφωση συναινετικής κουλτούρας που θα στηρίζει τα μέλη της οικογένειας και δεν θα διαλύει το παιδί, το οποίο σε όλες τις προτάσεις αναφέρεται ως μία μονοδιάστατη, εξαρτημένη πάντα, οντότητα, ακόμα και από το γεγονός ότι αναφέρεται πάντα ως παιδί και όχι ως ανήλικος/η. Αλλά τι ηλικία έχει; Άρα τι προτείνεται για την ηλικία του; Έχει δικαιώματα; Ποια είναι; Πώς ενημερώνεται ότι έχει δικαιώματα; Οι γονείς σε ποια ηλικία του παιδιού παύουν να έχουν δικαιώματα, αντίθετα έχουν μόνο υποχρεώσεις; Η εναλλασσόμενη κατοικία πώς επηρεάζει τη συγκρότηση του παιδιού ανά περίπτωση; Με το προτεινόμενο, όμως, νομοσχέδιο αντί να προάγεται αυτή η συναινετική κουλτούρα προς όφελος του παιδιού, άρα οι καλύτερες λύσεις προς το συμφέρον του, δηλαδή να οδηγηθεί σταδιακά στην υπεύθυνη ανάπτυξη και αυτονόμησή του, επιχειρείται η ακόμη μεγαλύτερη δημιουργία προστριβών μεταξύ των γονέων. Το Οικογενειακό Δίκαιο έχει πρωτίστως την υποχρέωση να προστατεύει το πιο αδύναμο μέρος της διαμάχης, όταν περί διαμάχης πρόκειται, δηλαδή το παιδί, όπως ορίζεται παραπάνω, το οποίο, με τη νέα τροποποίηση που προωθείται, μετατρέπεται σε αντικείμενο που διεκδικούν οι δύο γονείς. Στα, συχνά, αντικρουόμενα συμφέροντα τους, ο/η ανήλικος/η παγιδεύεται και εμποδίζεται η υγιής ανάπτυξή του/της. Τη διευθέτηση της υπόθεσης καλείται να επιλύσει ένας μη εξειδικευμένος δικαστής χωρίς να μελετάται η καλύτερη λύση για το συγκεκριμένο παιδί και τους συγκεκριμένους γονείς.
Μάλιστα, σύμφωνα με το νέο νόμο, εάν ο γονιός, που κακοποιεί το παιδί και τον άλλο γονιό, δεν χάνει το δικαίωμα στην επιμέλεια, παρά μόνο μετά από τελεσίδικη απόφαση, είναι αυτονόητο ότι, στο μεταξύ και για χρόνια, μπορεί να συνεχίζει την κακοποιητική του δράση, με ολέθρια αποτελέσματα, που πιθανό να οδηγήσουν τα θύματά του ακόμη και στο θάνατο. Επιχειρείται επίσης από διαφόρους συλλόγους πατέρων, αλλά και από τον Συνήγορο του Πολίτη, να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση μας επιβάλει αυτού του είδους τις αλλαγές ενώ, ουσιαστικά, κανείς δεν τις επιβάλει. Μάλιστα, προβάλλεται ότι τα παιδιά που έχουν μεγαλώσει υπό καθεστώς συνεπιμέλειας και εναλλασσόμενης κατοικίας, σε άλλες χώρες, είναι υγιέστερα ψυχικά, αποσιωπώντας το γεγονός ότι πρόκειται για περιπτώσεις παιδιών που οι γονείς τους έχουν επιλέξει τη συναινετική συνεπιμέλεια. Αποσιωπάται, επίσης, εκτός των άλλων, το γεγονός ότι σε αυτές τις χώρες υπάρχουν δομές που βοηθούν τους γονείς να επιλέξουν την καλύτερη λύση για το παιδί τους, όπως τα Οικογενειακά Δικαστήρια, οι εξειδικευμένοι ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί, που, όπως αναφέραμε, δεν υπάρχουν στη χώρα μας.
Παραβλέψεις ή/και παραλείψεις
Η θέσπιση Οικογενειακών Δικαστηρίων και δομών διαμεσολάβησης δεν είναι δυνατό να είναι εκτός της συζήτησης για την αναμόρφωση του Οικογενειακού Δικαίου, όπως δεν είναι δυνατό να μη λαμβάνονται υπόψη οι νέες μορφές οικογενειακών πυρήνων, όπως τα ομόφυλα ζευγάρια και το ζήτημα της τεκνοθεσίας που τα αφορά.
Παράλληλα, έχει θεσμοθετηθεί η ταυτότητα φύλου καθώς και το σύμφωνο συμβίωσης και για τα ομόφυλα ζευγάρια, επίσης, έχει κυρωθεί η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, ενώ και το φεμινιστικό και ΛΟΑΤΚΙ κίνημα έχει προχωρήσει σε νέες αναλύσεις και νέες διεκδικήσεις. Συνεπώς, εδώ δεν πρόκειται για μια αντιπαράθεση ανδρών και γυναικών και, κατ’ επέκταση, πατέρων και μητέρων, αλλά για ένα ζήτημα πολύ ευρύτερο, το οποίο περιορίζεται όταν αναφέρεται μόνο στους παραδοσιακούς ρόλους της οικογένειας.
Δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας και η ύπαρξη μέτρων από πλευράς κράτους, όπως επιδοτήσεις, γονικές άδειες, παιδικοί σταθμοί, που βοηθά τα νέα ζευγάρια και τις μονογονεϊκές οικογένειες, έτσι ώστε να μεγαλώσουν υγιή και αυτόνομα παιδιά. Στις χώρες που συνεχώς αναφέρονται ως παραδείγματα όλα αυτά υπάρχουν, παρά την τάση παγκοσμίως συνεχώς να μειώνονται, μαζί με τις υπόλοιπες Κοινωνικές Υπηρεσίες. Στη δική μας χώρα παρόμοια μέτρα είναι σχεδόν ανύπαρκτα, και αυτό αποσιωπάται επίσης.
Τέλος, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι παρόμοιες πρωτοβουλίες εντάσσονται σε μια γενικότερη καμπάνια συντηρητικοποίησης της κοινωνίας, μαζί με τις πρωτοβουλίες για το «αγέννητο παιδί» και την ομοφοβική προπαγάνδα.