Πιστεύω πως δεν θα θυμόμουν ποτέ ξανά τον κύριο Κώστα, αν ο πατέρας μου δεν μου τον θύμιζε την περασμένη Κυριακή, όταν είχα πάει να τον πάρω για την συνηθισμένη μας κυριακάτικη απογευματινή βόλτα στο καφενείο. Είναι ένα ραντεβού που το κρατάμε και οι δύο πιστά και το οποίο πάντα βρίσκω τρόπο να βολεύω στο πρόγραμμά μου, όσο πολυάσχολος κι αν είμαι, όσες δουλειές κι αν έχω. Κι ο πατέρας μου το περιμένει με αγωνία. Το ξέρω από την μεγαλύτερη αδελφή μου την Βαρβάρα, που λέει ότι από τις τρεις το απόγευμα είναι έτοιμος και με περιμένει, ντυμένος με το παλιό καλό του κοστούμι και το κασμιρένιο καμηλό παλτό, το μπαστούνι με την φιλντισένια άκρη και τα παπούτσια του καλογυαλισμένα. Η κοκεταρία του παλιού ράφτη. Την περασμένη Κυριακή ωστόσο, όταν χτύπησα την πόρτα στις 4 παρά, κάθε άλλο παρά ήταν έτοιμος, αλλά διάβαζε την εφημερίδα και κουνούσε τα χέρια του αναστατωμένος.
Στην αρχή σκέφτηκα πως θα είχε να κάνει μάλλον με την εποχή. Τα Χριστούγεννα είναι για μας μια περίοδος δύσκολη, επειδή τέτοιες μέρες πριν τόσα χρόνια χάσαμε τη μητέρα. Θα έχουν περάσει τώρα πόσο, 35 χρόνια, αν υπολογίσεις ότι εγώ ήμουν στην πρώτη τάξη του δημοτικού. Ωστόσο, ακόμα θυμάμαι, αν όχι την ίδια, τον πόνο που μου είχε προκαλέσει ο χαμός της, την αίσθηση πως έπεσα στο πάτωμα και κόπηκα σε χιλιάδες μικρά κομματάκια. Δεν ήταν άρρωστη καιρό και κανένας δεν μου είχε πει τότε πόσο άρρωστη ήταν, ή ότι θα μπορούσε να πεθάνει. Ωστόσο πέθανε και μάλιστα στις 14 Δεκεμβρίου, την περίοδο την πιο εορταστική, όταν όλοι άρχιζαν να στολίζουν τα δέντρα τους, να βάζουν λαμπιόνια, να αγοράζουν δώρα και να ετοιμάζουν το σπίτι τους για τις γιορτές. Είναι τόσο κακό να πεθαίνεις, αλλά δυο φορές χειρότερο κακό να πεθαίνεις Χριστούγεννα, σκέφτηκα τότε και θυμάμαι πως όλοι γιόρταζαν και εμείς με τον πατέρα και την Βαρβάρα ήμασταν σπίτι μόνοι μας, λυπημένοι και απαρηγόρητοι.
«Μα όχι, Νίκο», με διέκοψε ο πατέρας. «Κοίτα»! Και μου έδειξε στην εφημερίδα μια αγγελία θανάτου. Του Κώστα Μιχαηλίδη, του παλιού του φίλου. Του Δασκάλου. «Πέθανε μόνος του στον οίκο ευγηρίας. Θύμα κι αυτός του κορόνα. Χωρίς έναν άνθρωπο να του κρατά το χέρι. Θυμάσαι τότε, πόσο μας στάθηκε, εκείνα τα Χριστούγεννα που χάσαμε την μαμά;».
Εκείνα τα Χριστούγεννα που χάσαμε την μαμά, περάσαμε όλες τις σχολικές διακοπές των Χριστουγέννων στο ραφτάδικο του πατέρα με την Βαρβάρα. Ο χαμός της μητέρας, εκτός από το ότι μας έσπασε σε χιλιάδες εκατομμύρια κομματάκια, είχε προκαλέσει και πρακτικά ζητήματα για μας τα παιδιά, που δεν είχαμε κανένα κοντινό συγγενή να μας προσέχει και αναγκαστικά περνούσαμε την μέρα μας στο κρύο και σκονισμένο ραφτάδικο του πατέρα, το γεμάτο κλωστές και χαμένα κουμπιά και τους κυρίους που έρχονταν ανυπόμονα να κάνουν πρόβα τις φορεσιές τους. Παρά το πένθος του, ο πατέρας έπρεπε να δουλέψει για να βγάλει λεφτά, η αρρώστια της μητέρας του είχε στοιχίσει πολλά και άλλωστε είχε παραγγελίες που έπρεπε να ετοιμάσει για τους πελάτες του πριν τα Χριστούγεννα. Έτσι κι εμείς, χωρίς γιαγιάδες ή άλλους συγγενείς διατεθειμένους να μας προσέχουν, βρισκόμασταν συνεχώς δίπλα του και τον ακούγαμε να γκρινιάζει και να μας λέει συνέχεια να τον αφήσουμε ήσυχο, να βρούμε κάτι να κάνουμε μόνοι μας να απασχοληθούμε. Εκείνο το κρύο ραφτάδικο, εκείνες οι σκόνες, τα χωμένα στις κόχες κουμπιά και οι βλοσυροί πελάτες του πατέρα, ήταν λες και είχαν έρθει να υπογραμμίσουν ακόμη περισσότερο το πένθος μας και να τονίσουν την αντίθεση ανάμεσα στην χαμογελαστή μας μητέρα και το σπίτι μας που τέτοια εποχή μύριζε πάντα πορτοκάλι και κουλουράκια. Η θλίψη των τριών μας, έτσι όπως περνούσαμε τις μέρες μας σε εκείνο το ραφτάδικο, ήταν μεγάλη και απέραντη αλλά κυρίως σιωπηλή, επειδή δεν την μοιραζόμασταν. Δεν ξέραμε πώς να το κάνουμε. Χρόνια αργότερα κατάλαβα πόσο συνδετικός κρίκος ήταν στη ζωή μας η μητέρα μας και πόσο στοίχισε στη ζωή μας ο θάνατός της. «Εκείνες τις μέρες, θυμάσαι που ερχόταν στο ραφείο ο κύριος Κώστας και σας απασχολούσε μέχρι να ράψω εγώ τα παλτά; Θυμάσαι που ρωτούσε αν μπορούσε να σας πάρει από τα πόδια μου και να πάτε καμιά βόλτα;».
Δεν θυμάμαι αλήθεια πώς άρχισαν οι βόλτες με τον κύριο Δάσκαλο, αν τον παρακάλεσε ο πατέρας ή επειδή μας λυπήθηκε άρχισε να μας βγάζει βόλτες στην πλατεία όση ώρα έραβε εκείνος σκυφτός τα βαριά του παλτά. Θυμάμαι ωστόσο να γυρνάμε στις πλατείες και να κρατά γερά τα ιδρωμένα μας χέρια, εμένα από τη μια και τη Βαρβάρα από την άλλη. Θυμάμαι να περπατάμε στους δρόμους χωρίς να μιλάμε, να κοιτάζουμε τα φώτα και τους περαστικούς και κάποτε να τρώμε κάστανα ή καραμελωμένα μήλα σε κάποιες ολιγόλεπτες στάσεις στην πλατεία. Αλλά περισσότερο θυμάμαι το περπάτημα, που διασχίζαμε τους δρόμους με γερά βήματα, που προχωρούσαμε ανάμεσα στους δρόμους και τα στολισμένα καταστήματα και το γερό χέρι του κύριου Κώστα που κάποτε έσφιγγε δυνατά το δικό μου. Και ότι μετά πηγαίναμε πίσω στο ραφτάδικο κουρασμένοι, πηγαίναμε στο σπίτι και κοιμόμασταν εξαντλημένοι από το περπάτημα, ζαλισμένοι από τα φώτα και τους ήχους των δρόμων. Και πως κάπως έτσι πέρασαν εκείνα τα Χριστούγεννα.
Τα επόμενα Χριστούγεννα πέρασαν πιο εύκολα, και τα επόμενα ακόμα λίγο πιο εύκολα. Όλα τα Χριστούγεννα περνούν από τότε πιο εύκολα, με μια εντύπωση στην αρχή δυσάρεστη, που την διαπερνά σε λίγο ο θόρυβος της γιορτής, όπως την διαπέρασε και η πατίνα του χρόνου. Τον κύριο Κώστα δεν τον είδα από τότε πολλές φορές, σε κάποιες τυχαίες συναντήσεις ίσως στον δρόμο, στα φοιτητικά μου χρόνια στην βιβλιοθήκη στο πανεπιστήμιο και πέρσι, κρατώντας στα χέρια τα δώρα μου Χριστούγεννα, σε κάποια αντανάκλαση στις βιτρίνες της γιορτής. Ποτέ μου δεν του έγνεψα, δεν του μίλησα. Είχα μάθει πως έμενε σε έναν οίκο ευγηρίας αλλά ποτέ δεν τον σκέφτηκα ούτε τον επισκέφτηκα. Ίσως δεν ήθελα να θυμηθώ εκείνο το αίσθημα της απόλυτης θλίψης που ένιωθα στα έξι, έλεγα στον εαυτό μου για να δικαιολογηθώ. Αλλά κοίτα τώρα που τον θυμήθηκα σήμερα. «Πέθανε μόνος του στον οίκο ευγηρίας. Χωρίς έναν άνθρωπο να του κρατά του χέρι», είπε ξανά ο πατέρας μου και σηκώθηκε να πάρει το μπαστούνι του, να πάμε στην βόλτα της Κυριακής. «Θυμάσαι πόσο μας στάθηκε εκείνα τα Χριστούγεννα», επανέλαβε κι εγώ του έγνεψα, πολύ θλιμμένος πια για να μιλήσω κι αντί για το μπράτσο του, πήρα το χέρι του στο χέρι μου και το κράτησα δυνατά, σφίγγοντας το λιγάκι στο δικό μου.