Αγαπημένη μου Φράνση,
Σ’ έφερε ο Άγιος Βασίλης. Όχι, μη γελάς, δεν είμαι τριών, ξέρω ότι ο Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει, παρ’ όλ’ αυτά σ’ έφερε. Ήσουν κάτω απ’ το δέντρο σήμερα το πρωί που ξύπνησα. Θυμάμαι όταν ήμουν τριών κι ακόμα υπήρχε ο Άγιος Βασίλης ήθελα να μένω ξύπνια για να τον ακούσω νά ’ρχεται αλλά τότε ήταν ακόμα εδώ η μαμά και με μάλωνε. Θα στα πω. Σήμερα ξύπνησα κι όπως ήμουν απ’ τα όνειρα δεν θυμήθηκα ότι δεν υπάρχει ο Αη Βασίλης κι έτρεξα αμέσως στο σαλόνι και να! Σε είδα κάτω απ’ το δέντρο. Ήσουνα ένα χρυσό πακέτο με ροζ αγγελάκια πάνω. Μοναχούλι σου ήσουνα κάτω απ’ το δέντρο. Το δέντρο όπως θα είδες είναι ψωριάρικο. Ψωραλέο, όπως λέει η γιαγιά. Η γιαγιά δεν είναι εδώ Φράνση, είναι στο νοσοκομείο από πριν τα Χριστούγεννα και δεν μπορούμε να πάμε να την δούμε επειδή απαγορεύεται. Θα στα πω. Ο παππούς δεν σκαμπάζει καθόλου να στολίσει δέντρο κι εγώ δεν ήθελα να τον βοηθήσω, έπαθα αυτό που παθαίνω που η γιαγιά το λέει μουλάρωμα. Μουλάρωσα. Δεν ξέρω γιατί το παθαίνω. Μια φορά, όταν ήμουν τριών, είχα μείνει κάτω απ’ το κρεβάτι μου μια μέρα ολόκληρη και δεν έβγαινα, ούτε έφαγα. Εγώ δεν το θυμάμαι, η μαμά το θυμάται που ήταν ακόμα εδώ. Θα στα πω. Όλα θα σου τα πω Φράνση, κάνε υπομονή, μόλις γνωριστήκαμε. Δηλαδή εσύ μόλις με γνώρισες γιατί εγώ σε ξέρω από πάντα, δηλαδή απ’ όταν ήμουν τριών και μου διάβαζε η μαμά το βιβλίο σου για να κοιμηθώ. Μετά μου το διάβαζε η γιαγιά για να φάω. Όλα τα ξέρω για σένα Φράνση, είσαι η καλύτερή μου φίλη, γι’ αυτό πρέπει να ξέρεις κι εσύ όλα τα δικά μου.
Ο παππούς, λοιπόν, δεν σκαμπάζει από στόλισμα και τά ’χε χάσει ο καημενούλης κι εγώ τον λυπόμουνα βέβαια, αλλά είχα πάθει το μουλάρωμα και δεν μπορούσα να τον βοηθήσω. Έβγαζε τις μπάλες απ’ το κουτί και τις κρέμαγε όπου να ’ναι, δηλαδή τις μεγάλες ψηλά και τις μικρές χαμηλά κι επειδή είναι πολύ ψηλός τα κρέμαγε όλα τα στολίδια πάνω πάνω και το δέντρο έχει γίνει σαν τετράγωνο. Χάλια είναι το καημένο. Δεν του το είπα. Αλλά νομίζω πως το ξέρει επειδή στεκόταν και το κοίταζε και φαινόταν λυπημένος.
Ο παππούς θα σ’ έβαλε κάτω απ’ το δέντρο, ποιος άλλος; Δεν υπάρχει και κανένας άλλος. Θα στα πω.
Λοιπόν, όταν σε πρωτοείδα μέσα στο χρυσό χαρτί, μου ήρθε να κλάψω, δεν ξέρω γιατί. Σε ξετύλιξα και σε είδα. Θα σου πω πώς είσαι. Είσαι «χάρμα οφθαλμών», όπως λέει η γιαγιά. Σε κάθε σελίδα σου είναι γραμμένη πάνω πάνω μια ημερομηνία με χρυσά γράμματα και κάτω κάτω με μικρούλικα έχει κάτι σαν ποιηματάκια που ο παππούς είπε ότι είναι αποσπάσματα από βιβλία. Αποσπάσματα σημαίνει ότι παίρνεις ένα κομμάτι από κάτι που έχεις σπάσει. Σπας ένα πράγμα και τα κομμάτια του τα λες αποσπάσματα γιατί είναι σπάσματα από το κάτι. Βαρέθηκες τώρα Φράνση; Κι εγώ βαρέθηκα αλλά κάνω υπομονή, τι άλλο να κάνω; Έτσι λέει ο παππούς, θα κάνουμε υπομονή, κι όλα θα περάσουν. Αν δεν γυρίσει η γιαγιά δεν θα περάσει τίποτα, το ξέρουμε κι οι δυο, αλλά δεν του το θυμίζω για να μην τον στενοχωρήσω παραπάνω. Απ’ όταν έφυγε η γιαγιά για το νοσοκομείο και μείναμε οι δυο μας, έχει αλλάξει. Δεν γκρινιάζει πια όλη την ώρα, ούτε λέει «να πάρει η ευχή να πάρει», όλη την ώρα. «Να πάρει η ευχή να πάρει, πάλι τα παράβρασες τα παντζάρια, Μαργαρίτα.». Την γιαγιά κανείς δεν την λέει Μαργαρίτα, Ρίτα την λέμε, κι ο παππούς την λέει Ριτάκι του, αλλά όταν παραβράζει τα παντζάρια την λέει Μαργαρίτα. Τώρα σε ποιον να γκρινιάξει εδώ που τα λέμε, στον κύριο Νίκο που έχει το Τέξας; Το Τέξας είναι το εστιατόριο που μας φέρνει το φαγητό απ’ όταν έφυγε η γιαγιά. Μεσημέρι - βράδυ. Παίρνει ο παππούς τηλέφωνο τον κύριο Νίκο και του λέει, τι καλό έχει σήμερα, Νίκο, για το παιδί; Μετά καθόμαστε στο τραπέζι της κουζίνας και πρέπει να φάω όλα μου τα παντζάρια, να πάρει η ευχή να πάρει. Όταν με πίεζε η γιαγιά να φάω με το ζόρι τα παντζάρια μουλάρωνα και την γλύτωνα, αλλά τώρα προσπαθώ να μη μουλαρώνω επειδή τώρα κάνουμε υπομονή. Ο παππούς δεν γκρινιάζει, εγώ δεν μουλαρώνω, πώς γίναμε έτσι Φράνση;
Χθες βράδυ που ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς ο παππούς έβαλε την καλή του γραβάτα και καθίσαμε να φάμε στην τραπεζαρία το πρωτοχρονιάτικο φαγητό μας απ’ το Τέξας. Μετά καθίσαμε στο σαλόνι μπροστά στο δέντρο μας το ψωραλέο και βλέπαμε τηλεόραση. Εγώ δεν έβλεπα, έπαιζα με το τάμπλετ. Μετά πήγαμε για ύπνο κι ο παππούς ήρθε στο δωμάτιο όπως κάθε βράδυ και στάθηκε στην πόρτα όπως κάθε βράδυ, έτσι ψηλός - ψηλός καλόγερος που είναι, και μου είπε καληνύχτα και μου ξαναείπε καλή χρονιά. Κι εγώ τον ρώτησα αν θα πάμε το πρωί στη φυλακή να δούμε τη μαμά. Κι αυτός ήρθε πιο κοντά, στην άκρη του κρεβατιού, και με είπε Μαργαρίτα. Κανείς δεν με λέει Μαργαρίτα, Ρίτα με λένε, όπως την γιαγιά, αλλά ξαφνικά με είπε Μαργαρίτα. «Όχι, Μαργαρίτα, δεν θα πάμε ούτε αύριο στη μαμά. Δεν επιτρέπεται ακόμα το επισκεπτήριο. Αλλά θα κάνουμε υπομονή κι όλα θα περάσουν και θα πάμε στην μαμά σύντομα.»
Και τώρα Φράνση, κράτα την αναπνοή σου γιατί θα σου πω κάτι φοβερό. Φράνση, είμαι κακιά. Δηλαδή, είμαι αμαρτωλή. Ναι, ναι, σωστά ακούς, είμαι αμαρτωλή και δεν έχω άλλον να το πω από σένα. Φράνση, δεν με νοιάζει που δεν θα πάμε στην μαμά. Ψέματα, με νοιάζει και με κόφτει, αλλά όχι επειδή δεν θα δω την μαμά. Αυτή είναι η αμαρτία μου. Δεν με νοιάζει καθόλου που δεν θα δω την μαμά. Αυτό που με νοιάζει και με κόφτει είναι που δεν θα δω τον Γιώργο. Και ήρθε η ώρα να σου πω για τον Γιώργο. Ο Γιώργος έχει κι αυτός την μαμά του στην φυλακή. Στην φυλακή έχει μια μεγάλη αυλή και μας βάζουν να περιμένουμε όλους τους επισκέπτες μέχρι ν’ αρχίσει το επισκεπτήριο. Κι εγώ Φράνση παρακαλάω να αργήσουν να μας ανοίξουν για να μείνω πιο πολύ ώρα στην αυλή με τον Γιώργο να παίξουμε τους ιππότες. Έχουμε βρει αυτό το παιχνίδι ότι είμαστε δυο ιππότες που πάνε σε μια αποστολή που τους έχει στείλει ο Βασιλιάς αλλά έχουν χαθεί στο δάσος. Καλπάζουμε λοιπόν γύρω γύρω στην αυλή και τραγουδάμε ένα τραγούδι δικό μας που το γράφουμε κάθε φορά από λίγο. Λέει:
Από μακριά κινήσαμε από την Καμπουρία
τον κόσμο να διασχίσουμε με μαύρη πανοπλία.
Ένας καμπούρης βασιλιάς και μια κουρελαρία
μας έστειλε να φέρουμε καμπουρομαντζουνία.
Είμαστε εσύ κι εγώ, δυο ιππότες γελαστοί,
είμαστε εγώ κι εσύ, δυο ιππότες θαλεροί.
Ως εδώ έχουμε γράψει. Εγώ δεν ξέρω τι θα πει θαλεροί, το βρήκε ο Γιώργος και νομίζω ότι ούτε αυτός ξέρει τι θα πει, πάντως κάνουμε ο ένας στον άλλο ότι ξέρουμε. Όλο λέω να ρωτήσω τον παππού αλλά δεν τον ρωτάω επειδή αισθάνομαι αμαρτωλή, κατάλαβες. Κι επειδή φοβάμαι ότι αν μάθουμε τι σημαίνει μπορεί να μην ταιριάζει και να πρέπει να το αλλάξουμε. Είναι πολύ ωραία λέξη και θά ’ναι κρίμα. Καλπάζουμε που λες γύρω γύρω και τραγουδάμε και ψάχνουμε για την συνέχεια. Και σπάμε πολλή πλάκα γιατί λέμε ό,τι βλακεία μας έρθει και κοροϊδεύουμε ο ένας τον άλλο και γελάμε πολύ. Φράνση μου, είμαι πολύ αμαρτωλή επειδή από τότε που δεν πάμε στο επισκεπτήριο ρωτάω κάθε μέρα τον παππού πότε θα πάμε πάλι κι ο παππούς νομίζει πως θέλω να δω την μαμά και λυπάται. Και τώρα κάθομαι μπροστά στο δέντρο μας το ψωραλέο και σου γράφω κι είμαι πολύ λυπημένη που δεν θα δω τον Γιώργο να παίξουμε την Καμπουρομαντζουρία μας και θέλω να γυρίσει πια η γιαγιά απ’ το νοσοκομείο επειδή όταν γυρίσει η γιαγιά όλα θα περάσουν, όπως λέει ο παππούς. Καλή χρονιά Φράνση μου, ελπίζω εκεί στο Μπρούκλυν τα πράγματα να είναι καλύτερα και να σου έφερε και σένα δώρο ο Άγιος Βασίλης, παρ’ όλο που δεν υπάρχει.
Η αμαρτωλή φίλη σου,
Ρίτα (Μαργαρίτα)
Σ.τ.Σ.: Φράνση (Francie) ονομάζεται η ηρωίδα του μυθιστορήματος Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλυν, της Betty Smith.