Αρχειοτάξιο: Λογοκρισία και δημοκρατία. Μετεμφυλιακό κράτος και Μεταπολίτευση, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, εκδ. Θεμέλιο, Νοέμβριος 2020

 

Η ύπαρξη λογοκρισίας σε μια δικτατορία είναι κάτι αναμενόμενο. Ωστόσο το 22ο τεύχος του Αρχειοτάξιου καταπιάνεται με ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα, αφού θέτει κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με «το φαινόμενο της λογοκρισίας σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας», στρέφοντας «το βλέμμα στην περίοδο που προηγήθηκε της χούντας των συνταγματαρχών –στη μετεμφυλιακή Ελλάδα– και σε αυτήν που ακολούθησε την πτώση της – στη Μεταπολίτευση».

Μάλιστα, όπως γράφουν οι Πηνελόπη Πετσίνη, Μαρία Χάλκου και Στρατής Μπουρνάζος, το αφιέρωμα υιοθετεί μια περιεκτική οπτική για τη λογοκρισία, μια οπτική που πατάει σε πιο ριζικές και ριζοσπαστικές θεωρήσεις περί ισχύος και εξουσίας: «πρόκειται για μια αντίληψη σαφώς ευρύτερη από την παραδοσιακή, καθώς αναδεικνύει, εκτός από τη θεσμοθετημένη, παρεμβατική, “κανονιστική” λογοκρισία, και μια “(ιδιο)συστατική” ή “δομική” λογοκρισία: μορφές κανονιστικής ρύθμισης του Λόγου, που καθορίζουν τι μπορεί να ειπωθεί, από ποιον, σε ποιον, με ποιον τρόπο και σε ποιο πλαίσιο […] «τους “μικρομηχανισμούς” της εξουσίας, τις λογοθετικές πρακτικές και εν τέλει τις δομές εκείνες όπου η λογοκρισία παράγεται, επιβάλλεται και συντηρείται».

Τα θέματα που θα βρει ο αναγνώστης και η αναγνώστρια στο αφιέρωμα αυτό είναι πολλά και πολυποίκιλα. Το άρθρο του Ευγένιου Ματθιόπουλου πραγματεύεται τη λογοκρισία του γυμνού στην τέχνη, θυμίζοντας τη λογοκριτική επέμβαση στην έκθεση του «Αρμού» το 1952, όταν η αστυνομία επέβαλε την απόσυρση έργου του Γιάννη Τσαρούχη από την έκθεση και ο εισαγγελέας άσκησε δίωξη στην εφημερίδα Προοδευτική Αλλαγή επειδή δημοσίευσε φωτογραφίες έργων του Γιάννη Μόραλη. Κρίσιμο ρόλο σε αυτή τη λογοκριτική παρέμβαση έπαιξαν οι δεξιές εφημερίδες και οι επιθέσεις τους στον Τσαρούχη. Με τη λογοκριτική περιπέτεια που πέρασαν προδικτατορικά δύο ταινίες του Δημήτρη Κολλάτου (Οι εληές, Ο θάνατος του Αλέξανδρου) ασχολείται το κείμενο της Μαρίας Χάλκου «Διευρύνοντας τα όρια του “επιτρεπτού”». Και εδώ: «δυσανεξία απέναντι στην ταινία […] επέδειξαν όχι μόνο το κράτος, αλλά και το κοινό, η λογιοσύνη και σημαντική μερίδα των δημοσιογράφων και των κριτικών, που ακόμα και αν δεν επιδοκίμασαν, επί της ουσίας δικαίωσαν τη λογοκριτική παρέμβαση». Αυτή η «πεποίθηση για την αναγκαιότητα προστασίας του κοινού», αυτή «η πατερναλιστική λογική που διέκρινε την κρατική λογοκρισία, διαχεόταν και στον λόγο μιας μεγάλης μερίδας εκείνων που εναντιώθηκαν σε αυτήν, συμπεριλαμβανομένης της Αριστεράς –ή τουλάχιστον μέρους της– και των κριτικών της».

Θα βρούμε επίσης συμβολές για «Το ταμπού της σλαβοφωνίας στην ελληνική Μακεδονία» από το τέλος του Εμφυλίου ως τη Μεταπολίτευση (είναι χαρακτηριστική και η αυτολογοκρισία, όπως π.χ. του Στράτη Μυριβήλη), για την «ελευθερία του Τύπου ως συνταγματικό διακύβευμα», για τη διαβόητη «αναμόχλευση των παθών» και «τα όρια του πολιτικού λόγου για την Εθνική Αντίσταση» (όταν «η αναμόχλευση, για τη Ν.Δ., αφορούσε ακριβώς τη θεσμική ενσωμάτωση της αριστερής μνήμης στο εθνικό αφήγημα και όχι τη νίκη στον Εμφύλιο και τα Δεκεμβριανά, τα οποία ερμηνεύονταν ως μια νίκη “της ελευθερίας και της δημοκρατίας”»), για τις μάχες της μνήμης και την πολιτική λογοκρισία στη Μεταπολίτευση (για να θυμηθούμε μεταξύ άλλων και την πολιτική Καραμανλή, αφού «παρά την ένταση του αιτήματος για ελεύθερη έκφραση, η κυβέρνηση Καραμανλή δεν επέτρεψε ή δεν διευκόλυνε την ελευθερία του λόγου, στο βαθμό τουλάχιστον που απαιτούσε μια χώρα στην οποία το δικαίωμα αυτό είχε για τόσο καιρό περιοριστεί»), για την αντιμετώπιση του AIDS στην Ελλάδα και άλλα πολλά.

Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις άθλιες μεθόδους και σκευωρίες των κρατικών μηχανισμών έχει το κείμενο του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη για το περιβόητο Lucky Bar και τον ιδιοκτήτη του.

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet