Ότι ο κυβερνητικός ανασχηματισμός δεν ήταν το έναυσμα μιας «επανεκκίνησης σε όλα τα επίπεδα», όπως διαφημιζόταν τις παραμονές της πραγματοποίησής του τη Δευτέρα, θα συμφωνήσουμε. Όμως ότι απέχει πολύ από το να είναι ένα «ανούσιο φιάσκο», όπως ειπώθηκε, είναι επίσης σωστό. Δεν πρόκειται για μια επανάληψη του άνευρου ανασχηματισμού τού Αυγούστου. Αυτός ο ανασχηματισμός είναι αποκαλυπτικός των προθέσεων της κυβέρνησης ως προς δύο κομβικά σημεία:
Πρώτον, την απόφαση να κατεδαφιστεί το έργο που κατέλειπε η προηγούμενη κυβέρνηση, να εξαλειφθεί το αποτύπωμα που άφησε στην κοινωνία η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η διατήρηση της Ν. Κεραμέως στο υπουργείο Παιδείας είναι χαρακτηριστική –και αποκαλυπτική των προθέσεών τους να εξαποστείλουν, με δραστικές περικοπές δαπανών, τη δημόσια παιδεία πίσω στη δεκαετία του 1950, όταν «οι φοιτητές πλήρωναν δίδακτρα, εξέταστρα, διάφορες εισφορές (εκδρομών, Φοιτητικής Λέσχης, νοσηλείων, φθοράς οργάνων κ.λπ.) και χαρτόσημο 10%, [με αποτέλεσμα] η ετήσια επιβάρυνση σε μία σχολή θεωρητικών επιστημών να αντιστοιχεί στο μέσο μηνιαίο μισθό ενός καθηγητή γυμνασίου»1. Η μετακίνηση του Κ. Χατζηδάκη στο Εργασίας -εξίσου χαρακτηριστική- προεξοφλεί εσπευσμένη προώθηση των σχεδίων ιδιωτικοποίησης της επικουρικής ασφάλισης και ανατροπών στα εργασιακά, τέτοιων που παραπέμπουν συνειρμικά στον αλήστου μνήμης Φώτη Μακρή, γ.γ. της ΓΣΕΕ επί 21 χρόνια, «άνθρωπο -κλειδί για τον έλεγχο του εργατικού κινήματος από το μετεμφυλιακό κράτος, στενό συνεργάτη της ΚΥΠ και πολλών άλλων κρατικών υπηρεσιών»2 στην προσπάθεια αποκλεισμού της αριστεράς από την εργατική oμοσπονδία.
Δεύτερον, την πρόθεση των κυβερνώντων να συγκρατήσουν το μεγαλύτερο κομμάτι του συντηρητικού, έντρομου από την παρατεινόμενη κρίση, τμήματος του πληθυσμού, στην προοπτική εκλογών σε χρόνο της επιλογής τους. Ο νέος υπουργός Εσωτερικών, ο εισηγητής του δόγματος «θεσμικά μέτρα για να μην ξανακυβερνήσει η Αριστερά» Μ. Βορίδης, αναλαμβάνει το έργο του σχεδιασμού των εκλογών σε χρόνο και με τρόπο που να εγγυάται όχι απλώς την εξουδετέρωση της απλής αναλογικής και τον εσαεί αποκλεισμό της Αριστεράς από την κυβέρνηση, αλλά την εξάλειψη, ει δυνατόν, από τη συλλογική μνήμη του περάσματός της από την κυβέρνηση -«Μετά από δέκα χρόνια (δεξιών κυβερνήσεων) ποιος θα θυμάται;»…
Προετοιμασία του μηχανισμού
Αυτονόητο ότι για να επιτευχθεί το πρώτο πρέπει να καταστεί δυνατό το δεύτερο. Η Ιστορία δεν δίνει εύκολα δεύτερη ευκαιρία. Αυτό ισχύει και για τη Δεξιά… Σωστά εκτιμάται ότι ο Κ. Μητσοτάκης θέλει τον μηχανισμό του σε ετοιμότητα για πρόωρες εκλογές (με την προσδοκία μιας δεύτερης τετραετίας που θα προσβλέπει σε μια τρίτη..) και ότι αυτός είναι ο λόγος που κράτησε στις θέσεις τους, παρά τη σημαντική φθορά από τους χειρισμούς τους, την Ν. Κεραμέως, τον Β. Κικίλια και τον Χ. Θεοχάρη, προκειμένου να μην θεωρηθεί η απομάκρυνσή τους ομολογία αποτυχίας, ικανή να υπονομεύσει την εκλογική ετοιμότητα, που είναι το μεγάλο ζητούμενο.
Η περίοδος χάριτος που απολάμβανε η κυβέρνηση μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας έχει λήξει. Αντιθέτως μεγαλώνει η δυσαρέσκεια από την αποτυχημένη διαχείριση του δεύτερου κύματος και των οικονομικών συνεπειών του. Επιπλέον, οι κινήσεις της κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά βαθαίνουν την απογοήτευση μιας μερίδας πολιτών ευαίσθητων σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Αν μετά το καλοκαίρι η πανδημία πάψει να είναι η πρώτη είδηση της ημέρας και αν δεν υπάρξει ένταση στα ελληνοτουρκικά, ο πειρασμός των εκλογών θα είναι μεγάλος για την κυβέρνηση, πριν η διάχυτη δυσαρέσκεια συμπυκνωθεί σε πολιτικές προτιμήσεις που θα σμικρύνουν όσο δημοσκοπικό προβάδισμα θα της έχει απομείνει. Ήδη σε κάποια από τα πιο «προσγειωμένα» μέσα που στηρίζουν την κυβέρνηση διατυπώνεται η εκτίμηση ότι το Μαξίμου θα αρχίσει να ανησυχεί σοβαρά όταν «η ΝΔ αρχίσει να παγιώνεται κάτω από το 35%» -και η βεβαιότητα ότι το όριο αυτό θα αποτελέσει σημείο εκκίνησης αναπροσανατολισμών στην αντιπολίτευση.
Η στάση της ήσσονος αντιπολίτευσης
Η αλήθεια είναι ότι το Μαξίμου είχε λόγους να θορυβηθεί αρκετά νωρίτερα. Ήδη από την τοποθέτηση της Φώφης Γεννηματά στη Βουλή, κατά τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό, όπου η αρχηγός του Κινήματος Αλλαγής αναφέρθηκε σε «αξιόπιστη προοδευτική αντιπολίτευση» σήμερα και «αποτελεσματική προοδευτική κυβέρνηση» αύριο. Όπως και από τη συνέντευξη του Γιώργου Παπανδρέου, μια εβδομάδα αργότερα στο «Πατρινόραμα», ο οποίος επανέφερε τη σχετική συζήτηση στο προσκήνιο, θεωρώντας εφικτή μια προγραμματική συμφωνία «με συγκεκριμένες δεσμεύσεις, επιλογές, πολιτικές, χρονοδιαγράμματα», για μια «προοδευτική πρόταση διακυβέρνησης, ριζοσπαστικής, οραματικής, αλλά και ρεαλιστικής, που να συμβάλει στη συγκρότηση μιας συμμαχίας προοδευτικών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, που θα λειτουργήσει ως καταλύτης για την πραγματοποίηση της μεγάλης στροφής που πρέπει να γίνει». Σχεδόν ταυτόχρονα, ο πρώην γραμματέας του ΠΑΣΟΚ, Μιχάλης Καρχιμάκης, επεσήμανε σε συνέντευξή του την ανάγκη το Κίνημα Αλλαγής «να εμπεδώσει στον προοδευτικό κόσμο την αντίληψη ότι το βασικό και το κύριο βάρος της αντιπολιτευτικής μας αντιπαράθεσης είναι απέναντι στην Δεξιά, χωρίς να αδιαφορούμε για τα λάθη του ΣΥΡΙΖΑ», υπογραμμίζοντας ότι «ο βασικός ιδεολογικός και πολιτικός μας αντίπαλος είναι η Δεξιά και αυτό καταγράφεται κάθε μέρα με τις πολιτικές που ασκεί…»3.
Είναι προφανές ότι και στην ήσσονα αντιπολίτευση κερδίζει έδαφος η εκτίμηση ότι η προκήρυξη εκλογών εντός του 2021 δεν είναι απλά υπόθεση εργασίας. Όπως προφανέστατος είναι ο λόγος για τον οποίο ο Κ. Μητσοτάκης οδηγήθηκε στην επιλογή -που αποτυπώθηκε στον κυβερνητικό ανασχηματισμό- να εγκαταλείψει τα ανοίγματα στο κέντρο και να επενδύσει στο σκληρό πυρήνα του κόμματός του, θορυβημένος από το ενδεχόμενο τα επαπειλούμενα ρήγματα στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, στο οποίο είχε επί πολύ επαναπαυθεί, να διευρυνθούν στο εγγύς μέλλον.
Σημειώσεις
-
Αλέξης Δημαράς, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τομ. ΙΣΤ΄, σελ. 552.
-
Γιώργος Αλεξάτος, «Ιστορικό λεξικό του ελληνικού εργατικού κινήματος», σελ. 279.
-
Συνέντευξη στο iEidiseis και τον Βασίλη Σκουρή στις 27 Δεκεμβρίου.