Οι εκλογές έρχονται και φεύγουν. Αλλά οι πολιτικές και κοινωνικές επαναστάσεις που έχουν στόχο το μετασχηματισμό της κοινωνίας δεν σταματούν ποτέ.
Μπέρνι Σάντερς, Ιούνιος 2016
Μετά το σοκ και τη σιωπή που ακολούθησαν το θάνατο του Λίο Πάνιτς άρχισαν σιγά-σιγά να εμφανίζονται κείμενα φίλων και συντρόφων του που, αν και εμφορούνταν κυρίως από την οδύνη τους για την τραγική απώλεια ενός έντιμου, τρυφερού και χωρίς καμία έπαρση ανθρώπου, επιχειρούσαν να αποτίσουν φόρο τιμής σε έναν σπουδαίο μαρξιστή διανοούμενο, που ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε ένα βασικό μέλημα: την αναζήτηση της κατάλληλης στρατηγικής για τη μετάβαση σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία μέσα από τη δράση κυρίως των μαζικών πολιτικών φορέων της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Πέρα από το κείμενο του Μιχάλη Σπουρδαλάκη στο φύλλο της 26/12/2020, ενδεικτικό αυτής της συγκίνησης αλλά και της προσπάθειας μιας πρώτης αποτίμησης της τεράστιας συμβολής του Πάνιτς στην υπόθεση του δημοκρατικού σοσιαλισμού, είναι το άρθρο της στενής του φίλης Χίλαρυ Γουεϊνράιτ στο περιοδικό Red Pepper, με τίτλο “The convivial, practical road to socialism: a tribute to Leo Panitch” [Ο συμποσιακός, πρακτικός δρόμος προς το σοσιαλισμό: ένας φόρος τιμής στον Λίο Πάνιτς] (www.redpepper.org.uk/tribute-to-leo-panitch/). Γράφει η Χίλαρυ: «Η επιρροή του Λίο οφειλόταν τόσο στο πνεύμα γενναιοδωρίας και φιλικότητας που τον διακατείχε, όσο και στα επιχειρήματά του. Στη ζωή του αυτά τα δύο ήταν άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους. Χωρίς να υπονοώ ότι ήταν ένας άγιος, ο Λίο, με τον τρόπο που έζησε, έγινε ο κήρυκας ενός σοσιαλισμού που η γοητεία του είναι ακριβώς η φιλικότητα και η ευγένεια που απορρέει από το σεβασμό για την αξιοπρέπεια και την ισότητα όλων των ανθρώπων, και για τη δημιουργία των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών που θα μπορέσουν να του δώσουν μια οικουμενική διάσταση. Ο Λίο προεικόνιζε το σοσιαλισμό με τον καθημερινό συντροφικό και συνεργατικό τρόπο εργασίας του. Γι’ αυτό το λόγο οι σύντροφοι και οι συντρόφισσές του αισθανόμαστε σήμερα σαν να έχει φύγει η γη κάτω από τα πόδια μας, σαν να χάσαμε ένα κομμάτι του εαυτού μας».
Τιμώντας τη μνήμη του Πάνιτς, οι «Ιδέες» δημοσιεύουν σήμερα τα συμπεράσματα άρθρου με τίτλο Class, Party, and the Transformation of the State [Τάξη, κόμμα και η πρόκληση του μετασχηματισμού του κράτους] που συνέγραψε μαζί με τον επί δεκαετίες σύντροφο και στενό του φίλο Σαμ Γκίντιν, το οποίο περιέχεται στην έκδοση του έτους 2017 με τίτλο Rethinking Revolution [Να ξαναθυμηθούμε την επανάσταση] του ετήσιου ιστορικού περιοδικού Socialist Register, στο οποίο ο Πάνιτς ήταν συν-εκδότης από το 1984 μέχρι το θάνατό του. (socialistregister.com/index.php/srv/article/view/27126/20132). Όσοι/ες ενδιαφέρονται για το σοσιαλισμό, ας το διαβάσουν. Οι άλλοι/ες δεν χρειάζεται να μπουν στον κόπο.
Οφειλές και αναμνήσεις
Η επαφή μου με το έργο του Πάνιτς έγινε από…σπόντα. Στη δεκαετία του 1970 παρακολούθησα, όπως πολλοί αριστεροί της γενιάς μου, το διάλογο μεταξύ του Νίκου Πουλαντζά και του Ραλφ Μίλιμπαντ στο περιοδικό New Left Review, που άρχισε με την κριτική του πρώτου στο βιβλίο του δεύτερου The State in Capitalist Society [Το κράτος στην καπιταλιστική κοινωνία]. Έκτοτε, ξεφύλλιζα κάπου-κάπου το Socialist Register, το περιοδικό που έφερε τη σφραγίδα του Μίλιμπαντ ο οποίος το είχε ιδρύσει το 1964 μαζί με τον Τζον Σάβιλ. Εκεί έπεσα επάνω σε ένα-δύο άρθρα του Λίο που αναφέρονταν επικριτικά στα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας, κυρίως στο βρετανικό Εργατικό Κόμμα, τα οποία με εντυπωσίασαν για τη σαφήνεια και το ριζοσπαστισμό τους.
Άρχισα να παρακολουθώ πιο συστηματικά τις θεωρητικές και πολιτικές παρεμβάσεις του Πάνιτς πολύ αργότερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, τότε που ξεκινούσε το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, και συγκεκριμένα αφότου διάβασα στο τεύχος Μαρτίου-Απριλίου 2000 του New Left Review το άρθρο του με τίτλο The New Imperial State [Το νέο ιμπεριαλιστικό κράτος]. (newleftreview.org/issues/ii2/articles/leo-panitch-the-new-imperial-state). Αυτό το κείμενο ενίσχυσε τις απόψεις για το καπιταλιστικό κράτος και το ρόλο του στη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση», που είχα διαμορφώσει με βάση το έργο του Πουλαντζά, παρά κάποιες επιφυλάξεις μου για την απόδοση αυτού του φαινομένου από τον Πάνιτς σχεδόν αποκλειστικά στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.
Τον Λίο τον γνώρισα από κοντά λίγο μετά από τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008, όταν έδωσε στο αμφιθέατρο της ΓΣΕΕ την δεύτερη διάλεξη στη μνήμη του Νίκου Πουλαντζά, με τίτλο «Το κράτος στην τρέχουσα κρίση και οι στρατηγικές της Αριστεράς στον 21ο αιώνα», το οποίο έχει εκδοθεί σε φυλλάδιο με τον ίδιο τίτλο (νήσος, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Αθήνα 2009, μετάφραση: Ηρακλής Οικονόμου). Προς το τέλος αυτής της εκδήλωσης, που έγινε μέσα στο βαρύ κλίμα εκείνων των ημερών, ο προσκεκλημένος μας είχε εκφράσει την εξής άποψη: «Η Αριστερά οφείλει σήμερα να μιλήσει στη νεολαία που εξεγείρεται, αλλά οφείλει επίσης να μιλήσει στην εργατική τάξη που ενσωματώθηκε στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό και σήμερα υποφέρει από αυτήν την ενσωμάτωση». Και είχε συνεχίσει: «Μια τάξη δεν γεννιέται αυτόματα από τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Σχηματίζεται από τις οργανώσεις που αναπτύσσονται μέσα στις συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις-από συνδικάτα, κόμματα ή άλλες συλλογικότητες μέσω των οποίων οι άνθρωποι ορίζουν την ταυτότητά τους και επιβεβαιώνουν τις ανάγκες τους. Έτσι γεννιέται μια τάξη». Αυτές τις θέσεις, που επαναλαμβάνονται με άλλα λόγια και στο κοινό άρθρο του με τον Γκίντιν που δημοσιεύουμε σήμερα, ο Πάνιτς είχε αρχίσει να τις διαμορφώνει από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, όπως φαίνεται και από διάφορα άρθρα του που δημοσιεύτηκαν το Socialist Register και αλλού.
Θυμάμαι άλλες τρεις συναντήσεις μου με τον Λίο. Η πρώτη έγινε τον Μάρτιο του 2014, όταν είχε έρθει στην Αθήνα για να μιλήσει σε μεγάλο διεθνές συνέδριο που διοργάνωσαν το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ και το ευρωπαϊκό δίκτυο transform! με θέμα «Η Αριστερά στην κυβέρνηση: τι, γιατί και πώς». Ενώ το συνέδριο γινόταν με στόχο την ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές του Οκτωβρίου, στην ουσία προεξοφλούσε τη νίκη του κόμματος στις επερχόμενες εθνικές εκλογές και την ανάληψη από αυτό της κυβερνητικής εξουσίας. Η συνάντηση έγινε βραδάκι στα γραφεία του Ινστιτούτου, που τότε ήταν στην οδό Σαρρή, και ήταν μια «κλειστή» συζήτηση με λίγους συντρόφους, μεταξύ των οποίων ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης και ο Αριστείδης Μπαλτάς, η οποία αφορούσε την πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθήσει ως κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, με δεδομένη την ασφυκτική πίεση της τρόικας. Ο Λίο εξέφραζε με συντροφική ευγένεια την αμφιβολία του για τη δυνατότητα ακύρωσης των μνημονίων και τερματισμού της λιτότητας με ταυτόχρονη παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη, για να αντιμετωπίσει την έντονη δική μου διαφωνία που βασιζόταν στην επίσημη κομματική στρατηγική του τετραγωνισμού του κύκλου.
Η δεύτερη συνάντηση με τον Πάνιτς έγινε σε μια ταβέρνα στα Εξάρχεια, νομίζω το καλοκαίρι του 2016, ένα περίπου χρόνο μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, με την αφεντιά μου να απολογείται για την προ διετίας αφέλειά μου και τον Λίο να τονίζει, χωρίς καμιά διάθεση αυτοδικαίωσης, ότι στις νέες συνθήκες αυτό που είχε σημασία ήταν η αυτονομία του κόμματος από την κυβέρνηση. Και αυτή η θέση του περιλαμβάνεται στο άρθρο του με τον Γκίντιν, που άλλωστε γράφτηκε και με βάση την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ.
Η τρίτη και τελευταία συνάντηση που έχει μείνει στη μνήμη μου ήταν στη γιορτή που οργάνωσε τον Ιούνιο του 2019, σε ένα χωριό της κομητείας του Έσσεξ, η Χίλαρι Γουεϊνράιτ για τα εβδομηκοστά γενέθλιά της. Ακόμα αντηχεί στ’ αυτιά μου το βροντερό του γέλιο που αντηχούσε στη μεγάλη αίθουσα που τρώγαμε οι καλεσμένοι, ενώ τον θυμάμαι με συγκίνηση να περιφέρει κάθε τόσο το δίμετρο σώμα του από τραπέζι σε τραπέζι χαριεντιζόμενος με τους πάντες, και τους επώνυμους και τους «ανώνυμους». Αισθάνομαι ευτυχής για το γεγονός ότι αυτή είναι η τελευταία εικόνα που έχω από εκείνον τον πρόσχαρο και φιλικό γίγαντα, τον καναδό αριστερό διανοούμενο που αγαπούσε τη ζωή και τους ανθρώπους και αγωνιζόταν για την αλλαγή του κόσμου.
Ένας σοσιαλιστής του αριστερού ευρωκομμουνισμού
Ο Λίο Πάνιτς δεν ανήκε στην παράδοση της κομμουνιστικής ανανέωσης, όπως κάποιοι σ’ αυτήν την εφημερίδα και ένα μεγάλο μέρος των αναγνωστών και αναγνωστριών της. Δεν ήταν όμως σοσιαλδημοκράτης, υποστηρικτής του καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο και του ταξικού συμβιβασμού, αλλά ένας ριζοσπάστης αριστερός σοσιαλιστής-συνεχιστής του επαναστατικού ρεύματος της Δεύτερης Διεθνούς-του οποίου οι θέσεις ήταν κατά την γνώμη μου ταυτόσημες, με αυτές του αριστερού ευρωκομμουνισμού. Η εκτίμησή του για το έργο του Πουλαντζά-που όπως κι αυτός στήριζε τις θεωρητικές του αναλύσεις στη συγκυρία -αλλά και για τις πολιτικές επιλογές της Ροσάνα Ροσάντα και του Λούτσιο Μάγκρι, άρθρα των οποίων φιλοξενήθηκαν αρκετές φορές στο Socialist Register, θεωρώ ότι συνηγορούν υπέρ αυτής της άποψης.
Χάσαμε, λοιπόν, ένα σύντροφο που είχε τις ίδιες ανησυχίες με εμάς, τις ίδιες προσδοκίες, τις ίδιες πολιτικές προτεραιότητες. Το έργο του αφορά όλους όσοι πιστεύουμε στην ανάγκη ύπαρξης ενός μη αρχηγικού πολιτικού φορέα της σύγχρονης, δημοκρατικής και μη σεχταριστικής ριζοσπαστικής Αριστεράς, το οποίο δεν θα νοιάζεται μόνο για την νομή της κυβερνητικής εξουσίας, αλλά θα προσπαθεί καθημερινά να ανοίγει τον δρόμο, με διαρθρωτικές αλλαγές και ρήξεις, προς μια μετακαπιταλιστική κοινωνία.
Χάρης Γολέμης
Τάξη, κόμμα και η πρόκληση
του μετασχηματισμού του κράτους
Των Λίο Πάνιτς και Σαμ Γκίντιν
Οι πολιτικές ελπίδες είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένες με την επίγνωση του εφικτού. Και το εφικτό είναι στενά συνδεδεμένο με τη συγκρότηση της τάξης, το ρόλο των κομμάτων σ’ αυτή την συγκρότηση, την ανάπτυξη της εμπιστοσύνης στους ταξικούς θεσμούς, και κυρίως τις δυνατότητες μετασχηματισμού του κράτους. Οι συμμαχίες που οφείλουν να συνάπτουν τα σοσιαλιστικά κόμματα, κυρίως λόγω της αυξανόμενης απειλής από το ακροδεξιό τμήμα του πολιτικού φάσματος, δεν πρέπει να αφορούν αποκλειστικά τις ελίτ αλλά να αποβλέπουν σε μια νέα, όσο το δυνατόν ευρύτερη, συγκρότηση της εργατικής τάξης· και λόγω των άνισων ικανοτήτων αυτής της τάξης πρέπει επίσης να έχουν στόχο την ανάπτυξη των υπαρκτών δυνατοτήτων της προκειμένου να γίνει ο φορέας του μετασχηματισμού στη διαδικασία μετάβασης στον σοσιαλισμό. Τα νέα σοσιαλιστικά κόμματα, όμως, δεν πρέπει να θεωρούν ότι είναι για την κοινωνία κάποιος παντοδύναμος από μηχανής θεός. Ακριβώς για να μην εγκαταλείψουν την «τεράστια ευκαιρία να πετύχουν τους στόχους τους», όπως ιδιοφυώς έγραψε ο Καρλ Μαρξ στην Δεκάτη Ογδόη Μπρυμαίρ, πρέπει «να κάνουν διαρκή αυτοκριτική» και να λοιδωρούν «τις ανεπάρκειες, τα αδύνατα σημεία και τις οικτρές πλευρές των πρώτων προσπαθειών τους». Αυτό σημαίνει ότι η δέσμευση ενός κόμματος στον σοσιαλισμό-δηλαδή ο σοσιαλισμός να είναι, πράγματι ο στόχος του και όχι να περιέχεται τυπικά, στο πρόγραμμά του-συνεπάγεται ότι πρέπει όχι μόνο να επιλύσει το ζήτημα της πολιτικής διαμεσολάβησης, αλλά και να υπερβεί την κυρίαρχη αντίληψη ότι οι επιδιώξεις ακόμα και μετριοπαθών κυβερνήσεων ή θα ματαιωθούν από τους κρατικούς μηχανισμούς που είναι εχθρικοί στο σοσιαλιστικό σχέδιο ή/και ότι, έτσι κι αλλιώς, σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία το πρόβλημα ξεπερνάει τα όρια ενός έθνους κράτους.
Οι αντιφάσεις μιας ριζοσπαστικής κυβέρνησης
Σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε, λόγω των βαθιών πολιτικών και κοινωνικών αντιφάσεων της νεοφιλελεύθερης εποχής, ο στόχος της δημοκρατικής σοσιαλιστικής εισόδου στο κράτος μετά από εκλογές, με στόχο το μετασχηματισμό του, σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε έναν ομαλό, με μικρά βήματα, δρόμο προς το σοσιαλισμό. Οι ρήξεις, οι πολλές μεγαλύτερες ή μικρότερες ρήξεις, είναι αναπόφευκτες. Αυτό θα συμβεί αναγκαστικά λόγω των ενδογενών αντιφάσεων της προσπάθειας για την υπέρβαση του καπιταλισμού ενόσω βρισκόμαστε μέσα σ’ αυτόν, αλλά και εξαιτίας του αναπόφευκτου γεγονότος ότι «σε καταστάσεις που δεν έχουμε επιλέξει εμείς» οι συνθήκες δεν είναι ώριμες για την εφαρμογή του σχεδίου μας.
Οι αντιφάσεις που θα αντιμετωπίσει κάθε ριζοσπαστική κυβέρνηση που θα δεσμευτεί σε ένα τέτοιο σχέδιο περιλαμβάνει τις ευθύνες να διαχειριστεί μια καπιταλιστική οικονομία, η οποία ενδεχομένως βρίσκεται σε κρίση, να προσπαθήσει ταυτόχρονα να ικανοποιήσει τις λαϊκές απαιτήσεις σύμφωνα με τις προεκλογικές υποσχέσεις, και επιπλέον να αρχίσει να εφαρμόζει τη μακροχρόνια δέσμευση για τον μετασχηματισμό του κράτους, δηλαδή να μην μεταθέσει αυτόν τον στόχο στο απροσδιόριστο μέλλον.
Είναι αυτή η ένταση μεταξύ των διάφορων νέων κρατικών ευθυνών που κάνει τόσο κρίσιμο τον ρόλο των νέων σοσιαλιστικών κομμάτων τα οποία θα αναλάβουν κυβερνητική εξουσία. Η θεσμική νομιμοποίηση και οι αρμοδιότητες που αναπόφευκτα θα συσσωρεύσουν οι ηγέτες αυτών των κομμάτων, καθιστά την αυτονομία του κόμματος το κλειδί για την αντιμετώπιση της έλξης των ηγετών για την σοσιαλδημοκρατία. Το κόμμα πρέπει, περισσότερο από ποτέ, να βρίσκεται μέσα στα κινήματα και, χωρίς να προσπαθεί να τα χειραγωγήσει, να εξακολουθήσει να είναι ο βασικός χώρος για την διεξαγωγή ενός στρατηγικού δημοκρατικού διαλόγου, υπό το πρίσμα των πολλαπλών δραστηριοτήτων τους. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντική η στρατηγική προετοιμασία που [πρέπει να] έχει γίνει πολύ πριν από την είσοδο στο κράτος για το πώς θα αποφευχθεί η επανάληψη των κυβερνητικών εμπειριών των κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας. Όμως, ακόμα και αν έχει γίνει αυτή η προετοιμασία, η διαδικασία μετασχηματισμού του κράτους δεν μπορεί παρά να είναι σύνθετη, αβέβαιη, με συνεχείς κρίσεις, με επαναλαμβανόμενες διακοπές, και ενδεχομένως ακόμα και με πισωγυρίσματα. Η εκλογή εκπροσώπων του κόμματος σε επίπεδο δήμων και περιφερειών, πριν αυτό αναλάβει την κυβερνητική εξουσία σε εθνικό επίπεδο, θα συμβάλλει στην απόκτηση των ικανοτήτων που απαιτούνται για τον μετασχηματισμό του κράτους. Η ανάπτυξη εναλλακτικών μέσων παραγωγής και διανομής των τροφίμων, παροχής υγειονομικής περίθαλψης και άλλων αναγκαίων υπηρεσιών εξαρτάται από την ύπαρξη αυτόνομων κινημάτων που κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση με καταλήψεις γης, άδειων κτιρίων, εργοστασίων που απειλούνται με κλείσιμο και μεταφορικών δικτύων. Όλα αυτά με τη σειρά τους πρέπει να υποστηρίζονται και να αναπτύσσονται περισσότερο με πιο ριζοσπαστικές αλλαγές στο κράτος που, στη διάρκεια του χρόνου, θα κυμαίνονται από την κωδικοποίηση νέων δικαιωμάτων συλλογικής ιδιοκτησίας μέχρι την δημιουργία και τον συντονισμό θεσμών δημοκρατικού σχεδιασμού. Σε κάποια σημεία αυτής της διαδικασίας θα πρέπει να αναλαμβάνονται και ορισμένες περισσότερο ή λιγότερο δραστικές πρωτοβουλίες εθνικοποιήσεων και κοινωνικοποιήσεων μονάδων της βιομηχανίας και του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Οι διεθνείς θεσμοί, συνθήκες και ρυθμίσεις
Για να μετασχηματιστούν οι μηχανισμοί του κράτους ώστε να παίξουν αυτούς τους ρόλους, οι θεσμικές τους τροπικότητες πρέπει να υποστούν ριζικούς μετασχηματισμούς, δεδομένου ότι σήμερα αυτές είναι δομημένες έτσι ώστε να αναπαράγουν τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Οι κρατικοί υπάλληλοι πρέπει να γίνουν συνειδητοί φορείς του μετασχηματισμού, με τη βοήθεια των συνδικαλιστικών τους οργανώσεων και του ευρύτερου εργατικού κινήματος. Αντί να έχουν έναν αμυντικό χαρακτήρα, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις πρέπει να αλλάξουν ριζικά ώστε να εμπλακούν δραστήρια στη ανάπτυξη των μετασχηματιστικών ικανοτήτων των εργαζομένων, μεταξύ άλλων με την δημιουργία συμβουλίων που να τα συνδέουν με τους αποδέκτες των κρατικών υπηρεσιών.
Βέβαια η πιθανότητα να επιτευχθούν αυτού του είδους οι μετασχηματισμοί του κράτους δεν θα εξαρτηθεί μόνο από όσα γίνονται μέσα σε μια χώρα. Την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού οι κρατικοί μηχανισμοί είναι στενά συνδεδεμένοι με διεθνείς οργανισμούς, συνθήκες και ρυθμίσεις που έχουν στόχο τη διαχείριση και την αναπαραγωγή του παγκόσμιου καπιταλισμού. Αυτό δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την άποψη ότι το κεφάλαιο [μπορεί να] παρακάμπτει το εθνικό κράτος και ότι εν τέλει εξαρτάται από κάποιο διεθνικό κράτος. Τόσο η φύση της παρούσας κρίσης όσο και οι αντιδράσεις απέναντι σ’ αυτήν έχουν αποδείξει, για άλλη μια φορά, πόσο μεγάλη σημασία εξακολουθούν να έχουν τα κράτη. Ακόμα και στον πιο εκλεπτυσμένο διεθνικό θεσμικό σχηματισμό, την Ευρωπαϊκή Ένωση, το κέντρο της πολιτικής βαρύτητας δεν βρίσκεται στον υπερεθνικό κρατικό μηχανισμό που εδρεύει στις Βρυξέλλες. Αυτές που πραγματικά καθορίζουν τι είναι και τι κάνει η ΕΕ είναι, αντίθετα, οι ασυμμετρικές οικονομικές και πολιτικές σχέσεις εξουσίας [που υπάρχουν] μεταξύ των χωρών της Ευρώπης. Κάθε σχέδιο για εκδημοκρατισμό σε διεθνή κλίμακα, όπως αυτά που προτείνει η Αριστερά για την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, εξακολουθεί να εξαρτάται από την ισορροπία των ταξικών δυνάμεων και τις επιμέρους δομές μέσα σε κάθε έθνος κράτος. Συνεπώς, οι αλλαγές στους διεθνείς θεσμούς εξαρτώνται από τους μετασχηματισμούς στο επίπεδο των εθνικών κρατών. Και οι αλλαγές στους διεθνείς κρατικούς μηχανισμούς που πρέπει να επιδιώκουν οι σοσιαλιστές είναι αυτές που θα αυξάνουν τις δυνατότητες ελιγμών μέσα σε κάθε επιμέρους κράτος. Αυτό που πρέπει να εννοούμε σήμερα όταν μιλάμε για σοσιαλιστικό διεθνισμό είναι ένας προσανατολισμός που θα έχει στόχο την αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων στις άλλες χώρες και στους διεθνείς οργανισμούς, έτσι ώστε να δημιουργηθεί περισσότερος χώρος για τις δυνάμεις του μετασχηματισμού σε κάθε χώρα.
Μετάφραση: Χάρης Γολέμης