Μετανάστευση. Ποδόσφαιρο. Μπρίστολ. Ελαστικές μορφές εργασίας. P.I.G.S. Πίζα. 108 μέτρα. Νέα εργατική τάξη. Ο Αλμπέρτο Προυνέτι καταγράφει σε 145 σελίδες ένα διαφορετικό «brain drain», περιγράφοντας μια καθόλου «εύκολη» πραγματικότητα πέρα από τη Μάγχη που περιλαμβάνει εργασιακή επισφάλεια, τσαμπουκάδες, ποδόσφαιρο, μπύρα, σκέτη επιβίωση. Υφαίνει μια επική κουρελού από τα χαμηλά πατώματα της ζωής ενός ιταλού μετανάστη.
Το ποδόσφαιρο, χωρίς να είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου, είναι πανταχού παρών· σαν μια μπάλα που κυλάει παράλληλα με όσα διαδραματίζονται «στη σκηνή». Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς όταν μιλάμε για κουλτούρα των λαϊκών τάξεων. Στην Αγγλία εξάλλου εξελίσσεται η ιστορία. Στην πατρίδα του ποδοσφαίρου. Ο συγγραφέας μάς ταξιδεύει από το street football της γειτονιάς και τα χωμάτινα γηπεδάκια του ερασιτεχνικού μέχρι την λαμπρή ή σκοτεινή ιστορία του ποδοσφαίρου και του οπαδισμού της Γηραιάς Αλβιώνας. Η σχέση του συγγραφέα με το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο ακαδημαϊκή ή οπαδική, είναι βιωματική. Πέρα από διασκέδαση ή θέαμα, για τα παιδία των εργατογειτονιών το ποδόσφαιρο είναι ένα εφόδιο: «Η μπάλα ήταν μια τεχνική επιβίωσης, μια στρατηγική για να τα βγάλεις πέρα. Αν έχεις μεγαλώσει στο δρόμο ή πρέπει να έχεις χέρια μποξέρ ή τα πόδια του Μπατιστούτα. Βέβαια, αν ο πατέρας σου είναι κανάς φραγκάτος οικονομολόγος, χέστηκες για το ποδόσφαιρο, μπορείς να το δεις και στην τηλεόραση. Μπορείς να το θεωρήσεις ένα σπορ, μια διασκέδαση, κάτι για τον ελεύθερο χρόνο. Ή, ακόμα, μπορείς να το παίζεις σνομπ και να λες ότι προτιμάς το τένις. Αλλά αν είσαι στο δρόμο και παίζεις και κάνεις παρέα με συμμορίες παιδιών χτυπημένων από τη ζωή και μεγαλωμένων με σφαλιάρες, πιστέψτε με, το να την παλεύεις με τα πόδια έχει τη λογική του. Τα καλά πόδια σου επιτρέπουν να αποφύγεις ροχάλες και τσαμπουκάδες και να κερδίσεις τον σεβασμό των ζόρικων της γειτονιάς». (σ. 89).
Ο συγγραφέας καταγράφει την εξέλιξη του «μοντέρνου ποδοσφαίρου» και την μετατροπή του λαϊκού αθλήματος σε τηλεοπτικού προϊόντος: «Κάποτε, τα ποδοσφαιρικά παπούτσια ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχα: περνούσα με ζεσταμένο λίπος το δέρμα, ξεβίδωνα με το κλειδί τις τάπες, τις σιδερένιες για τον χειμώνα, που καρφώνονταν στη λάσπη, και τις πλαστικές για τα χωμάτινα γήπεδα τον υπόλοιπο καιρό. Μετά το Χέιζελ, συνέχισα να τα φοράω για κάνα χρόνο ακόμα, αλλά όλο και λιγόστευε η μαγεία που μου ασκούσαν. Μικρό παιδάκι ήμουνα, πήγαινα στο γυμνάσιο, αλλά εκείνο το βράδυ δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Θυμάμαι ότι αγόρασα το πρωί την Γκατζέτα και μετά πήγα σχολείο και η φιλόλογος με έβαλε στην έδρα για το πρόγραμμα που αλλάζαμε ρόλους με τους καθηγητές και με ρώτησε τι έγινε. Και είπα αυτό που έγραφε η εφημερίδα, ότι για όλα έφταιγαν οι Άγγλοι χούλιγκαν. Αλλά μετά κατάλαβα ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι, ότι το γήπεδο ήταν ερείπιο. Και τότε όλοι τα έβαζαν με τους Άγγλους, αλλά ίσως αυτός ο παλιός τρόπος που βλέπαμε ποδόσφαιρο ήταν καλύτερος από τον τωρινό, την pay-tv, τις στοιχηματικές εταιρείες και τις VIP σουίτες. Όλοι θεωρούν ότι οι Άγγλοι αντιμετώπισαν το ζήτημα του χουλιγκανισμού. Στις ιταλικές εφημερίδες, γράφουν ότι αυτό το κατάφερε η γηραιά Μάγκι Θάτσερ και οι ασφαλίτες και τα διαρκείας με τα αριθμημένα καθίσματα που αντικατέστησαν τις τσιμεντένιες κερκίδες και οι κάμερες που σημάδευαν τα πέταλα. Αλλά η άποψη των Άγγλων οπαδών είναι διαφορετική. Έλεγαν ότι δεν εκδιώχθηκαν από τα γήπεδα από τις κλομπιές, αλλά από τα ακριβά εισιτήρια, που ακρίβυναν μετά την κατασκευή καινούργιων γηπέδων. Τελικά, υποχρέωσαν τα φτωχαδάκια να βλέπουν τα ματς στην τηλεόραση, με pay per view. Οι τσαμπουκάδες μειώθηκαν, αλλά μαζί τους και το πάθος και το τραγούδι. Υπάρχει ένα πρόβλημα: αν διώξω τους εργάτες και βάλω φραγκάτους, πού θα πάνε οι χούλιγκαν; Στην Μεγάλη Βρετανία βρήκαν το δρόμο τους. Από τα μέσα του ’90, έπεσαν με τα μούτρα στις αμφεταμίνες και τα υπαίθρια ρέιβ πάρτι». (σελ.90)
Το βιβλίο του Αλμπέρτο Προυνέτι «108 μέτρα. The new working class hero» κέρδισε το 2018 το λογοτεχνικό βραβείο Ultima Frontiera και ήταν φιναλίστ του βραβείου λογοτεχνίας της εργασίας Biella Letteratura. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Απρόβλεπτες, σε μετάφραση του Βαγγέλη Ζήκο.