Το καινοφανές μέτρο του click away που εφάρμοσε μέσα στην εορταστική περίοδο η κυβέρνηση για να βοηθήσει το λιανικό εμπόριο να πάρει τα πάνω του λειτούργησε, αν τελικώς λειτούργησε, μόνο στο... ψυχολογικό κομμάτι, με την έννοια ότι οι έμποροι ήρθαν και πάλι σε επαφή με την πελατεία τους. Στο οικονομικό όμως κομμάτι το κοντέρ έγραψε λίγα.
Οι αριθμοί δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Στην Αθήνα τα καταστήματα πέρυσι είχαν συνολικό τζίρο περίπου στα 3,5 δισ. ευρώ. Φέτος έφτασαν με το ζόρι το 1,5 δισ. Το συνολικό χάντικαπ του τζίρου μέσα στο 2020 σε σχέση με το 2019 ανέρχεται στα 5 δισ. ευρώ.
Στον Πειραιά, σύμφωνα με τον τοπικό εμπορικό σύλλογο, διαπιστώθηκε έως τις 31 Δεκεμβρίου πως το 95% των επιχειρήσεων παρουσίασαν μείωση του τζίρου, στις περισσότερες περιπτώσεις πολύ μεγάλη. Στον κλάδο της ένδυσης, όπως και σε αυτόν της υπόδησης, οι απώλειες έφτασαν ακόμα και το 80%, δείγμα του ότι ουσιαστικά δεν μπόρεσαν να δουλέψουν. Το ίδιο καταγράφηκε και στην Αθήνα. Από τη στιγμή που τα καταστήματα δεν μπορούσαν να δειγματίσουν το προϊόν (και ο πελάτης να το δοκιμάσει) οι πωλήσεις παρέμειναν όνειρο θερινής νυκτός. Σχεδόν κανείς δεν αγοράζει ρούχο και πολύ περισσότερο παπούτσια χωρίς να τα δοκιμάσει.
Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του μέτρου του click away έγινε σαφές ότι οι πολύ μεγάλες αλυσίδες είχαν το προβάδισμα. Μπόρεσαν να οργανωθούν καλύτερα και πιο αποτελεσματικά, εκμεταλλεύτηκαν το πλεονέκτημα που τους δίνει η λειτουργία των e-shop και έτσι κατάφεραν να αναπληρώσουν μέρος των απώλειών τους. Ειδικά οι αλυσίδες που πωλούν είδη τεχνολογίας, ηλεκτρικά είδη, αλλά και παιχνίδια κατόρθωσαν σε κάποιες λίγες περιπτώσεις να ξεπεράσουν τον περσινό τους τζίρο. Τα καταστήματα παιχνιδιών βοήθησε ιδιαίτερα το γεγονός ότι τα Jumpo απέφυγαν να εφαρμόσουν τη μέθοδο του click away και παρέμειναν κλειστά.
Κατάρρευση του τζίρου
Ειδικά στον Πειραιά καταγράφηκε ένα παράδοξο. Πολλά μαγαζιά της γειτονιάς έβαλαν κάποια χρήματα στο ταμείο τους και αποκατέστησαν, εν μέρει, τη χαμένη επαφή με τους πελάτες τους. Ίσως βέβαια να χρειάστηκε κάποιες φορές να παρακάμψουν τα μέτρα (της αποφυγής του δειγματισμού για παράδειγμα), ωστόσο φάνηκε ότι ο κόσμος προσπάθησε να στηρίξει αυτό το διάστημα τα πολύ μικρά καταστήματα.
Αυτοί που βγήκαν νοκ-άουτ είναι οι μεσαίοι που διατηρούν μεν μαγαζιά σε ιδιαίτερα εμπορικούς δρόμους σε Αθήνα και Πειραιά, αλλά δέχονται την ίδια ώρα τον ανελέητο ανταγωνισμό από τις μεγάλες αλυσίδες.
To e-shop δεν είναι πανάκεια
Έγινε πολύς λόγος το τελευταίο διάστημα για το βαθμό προσαρμογής των καταστημάτων λιανικής στα νέα δεδομένα, αλλά και για τη δυνατότητά τους να εκμεταλλευτούν τεχνολογικά εργαλεία, όπως τα e-shop. Η αλήθεια είναι ότι οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δυσκολεύονται σε αυτό το κομμάτι, όχι άδικα. Στην Αθήνα μόλις το 18% των επιχειρήσεων λιανικής διαθέτουν ηλεκτρονικό κατάστημα. Στον Πειραιά το ποσοστό αυτό δεν φτάνει καν το 10%.
Όμως, από την άλλη πλευρά, όπως είδαμε και παραπάνω υπάρχουν είδη που δεν μπορούν να πωληθούν μαζικά μέσω του διαδικτύου, όπως είναι τα ρούχα, τα παπούτσια ή τα κοσμήματα. Είναι σαφές δηλαδή, όπως τονίζουν παράγοντες της αγοράς, ότι τα e-shop δεν λύνουν αυτομάτως το πρόβλημα των πωλήσεων. "Αν μια αγορά διαθέτει για παράδειγμα 200 καταστήματα, δεν σημαίνει ότι αυτή η αγορά θα πάει καλύτερα αν αποκτήσει 200 e-shop" είπε, πολύ σωστά, στην "Εποχή" άνθρωπος με γνώση της κατάστασης.
Εκτός αυτού, σε ό,τι αφορά την ηλεκτρονική οργάνωση, οι μεγάλες επιχειρήσεις θα έχουν πάντα το συγκριτικό πλεονέκτημα. Το να δημιουργήσεις άλλωστε ένα e-shop απαιτεί χρήματα (5000 ευρώ και άνω), δεξιότητες και εν συνεχεία προσαρμογή της επιχείρησης σε αυτό το κομμάτι των πωλήσεων. Όμως πολλές από τις επιχειρήσεις διαθέτουν το πολύ 3 ή 4 άτομα προσωπικό, στερούνται ρευστότητας και δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν.
Τι να γίνει και τι να μην γίνει
Οι εμπορικές επιχειρήσεις λιανικής προβληματίζονται-δικαίως- για το μέλλον τους και βλέπουν την κυβέρνηση να μην λαμβάνει τολμηρά μέτρα βοήθειας. Παράδειγμα: Επιστρεπτέα προκαταβολή. Θα πρέπει, προφανώς, να πάψει να είναι επιστρεπτέα (όπως έχει προτείνει σε ανύποπτο χρόνο και ο ΣΥΡΙΖΑ), καθώς αυτό σημαίνει δάνειο. Επίσης, πρέπει να ρυθμιστεί...χθες το ζήτημα των επιταγών που οι επιχειρήσεις αδυνατούν να καλύψουν. Σε διαφορετική περίπτωση θα υπάρξει ασφυξία.
Αυτό όμως που πάνω απ' όλα φαίνεται ότι "σκοτώνει" την αγορά στο σύνολό της είναι το άνοιγμα-ακορντεόν, το άνοιγμα δηλαδή που κρατά λίγο και το οποίο διαδέχεται κλείσιμο για αρκετό καιρό. Οι εμπορικοί σύλλογοι έχουν τονίσει στην κυβέρνηση ότι πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος –και αυτό απαιτεί πολιτική βούληση- έτσι ώστε η αγορά να λειτουργήσει σχετικά απρόσκοπτα τουλάχιστον μέχρι την άνοιξη.
Οι έμποροι έχουν κατά καιρούς τονίσει ότι χρειάζονται ρευστότητα σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, τα τραπεζικά ιδρύματα όμως κρατούν την στρόφιγγα του δανεισμού ερμητικά κλειστή βάζοντας ένα σωρό προσκόμματα. Και εδώ χρειάζεται τόλμη από τους κυβερνώντες.
Αν μιλήσουμε δε για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, που συχνά είναι και οικογενειακές, είναι σαφές ότι αυτές ειδικά χρειάζονται μέτρα ειδικού τύπου, όπως αυτά που εφαρμόζονται για τους εργαζόμενους. Προσωρινή, δηλαδή, ενίσχυση του οικογενειακού τους εισοδήματος το οποίο έχει μειωθεί στο ελάχιστο τους τελευταίους μήνες με τις συνέπειες που μπορεί να φανταστεί κανείς. Εχει γίνει ήδη ένα σχετικό αίτημα σύμφωνα με το οποίο οι ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων θα είναι καλό να εισπράξουν κάποιο επίδομα από τον ΟΑΕΔ, από τα χρήματα που οι ίδιοι δίνουν, μέσω ΕΦΚΑ, για τον οργανισμό.
Τέτοιου είδους μέτρα ίσως αποτρέψουν τα λουκέτα των οποίων η εφιαλτική προοπτική είναι πάντως εδώ. Αν το 2021 εξελιχθεί όπως και το 2020, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από την πολιτεία και σωστή οργάνωση λειτουργίας, τότε αναπόφευκτα οι εμπορικές επιχειρήσεις που θα κλείσουν τους επόμενους μήνες θα μετριούνται σε δεκάδες, ίσως και σε εκατοντάδες χιλιάδες.