Μετά τη συνέντευξη που πήραμε, στις 15 Νοεμβρίου 2020, από τον Ιάσωνα Χανδρινό για το βιβλίο του «Όλη νύχτα εδώ. Μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου», το δισέλιδο των Ιδεών συζητά σήμερα με τον Νίκο Γιαννόπουλο, συγγραφέα του βιβλίου «Ω, λε φιλαλάκο. Μια ιστορία για το κίνημα, τη ζωηρή άκρα Αριστερά και τους ανθρώπους της» (εκδόσεις Κουκκίδα, 2η έκδοση, Αθήνα 2020). Ο Ν. Γιαννόπουλος έχει επηρεάσει καθοριστικά με την αγωνιστική δράση του όχι μόνο το χώρο της ελληνικής άκρας Αριστεράς, τον οποίο υπηρετεί με συνέπεια εδώ και πολλές δεκαετίες, αλλά και διάφορα κινηματικά εγχειρήματα με άλλες αριστερές συλλογικότητες, στα οποία συμμετείχε με μία διαρκή έγνοια για συνθέσεις και με έναν απόλυτο σεβασμό στην αντίθετη άποψη. Όσοι/ες δεν έχουν αυτήν την εμπειρία μπορούν να πάρουν μια ιδέα διαβάζοντας εδώ την, κατά τη γνώμη μας, πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή του, η οποία υπάρχει χωρίς περικοπές και στην ιστοσελίδα της εφημερίδας (www.epohi.gr). Τίποτα, φυσικά, δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις πληροφορίες που δίνει και την απόλαυση που προσφέρει η ανάγνωση του γραμμένου με τρυφερότητα και χιούμορ βιβλίου του, που το φρόντισε με την επιμέλεια και την εισαγωγή του ο Στρατής Μπουρνάζος.
Ο «φιλαλάκος», η γοητευτικά γραμμένη πολιτική αυτοβιογραφία σου για το διάστημα 1967-2016, έκανε πολύ γρήγορα δεύτερη έκδοση. Που την αποδίδεις αυτήν την επιτυχία;
Πράγματι, για το δικό μου διαμέτρημα και το χαρακτήρα του βιβλίου, η προσπάθεια ήταν επιτυχημένη. Πέρα από το ότι είμαι …καλό παιδί, μπορεί να δει κανείς διάφορους λόγους γι' αυτό. Επειδή ακριβώς δεν πρόκειται για ένα δοκίμιο, δεν είναι μία κλασική ιδεολογικοπολιτική ανάλυση, διαβάζεται πιο εύκολα· και στην εποχή μας και οι νέοι αλλά και οι μεγαλύτεροι διαβάζουν πιο ευχάριστα αφηγήσεις τέτοιου είδους.
Επίσης, μ' ένα είδος προφορικής ιστορίας, αναφέρεται σε περιόδους και γεγονότα, που δεν έχουν καταγραφεί ως περίοδοι και γεγονότα. Και υπό αυτήν την έννοια και για τους νεότερους αλλά και τους παλαιότερους έχει κάποιο ενδιαφέρον. Το ότι διανθίζεται με κάποια διασκεδαστικά ιντερμέτζα κάνει πιο ευχάριστη την ανάγνωση και ελπίζω και την εμπέδωση. Από εκεί και πέρα, στο ταξίδι μου στο χώρο της ζωηρής άκρας Αριστεράς, γνώρισα πολύ κόσμο, βρέθηκα μαζί του, συναντηθήκαμε, επικοινωνήσαμε, οργανωθήκαμε, άρα το βιβλίο έχει και ένα ειδικό κοινό το οποίο φάνηκε και στην παρουσίασή του στην Αθήνα, στην Θεσσαλονίκη κτλ.
Τι εννοείς όταν λες «ζωηρή» άκρα Αριστερά; Υπήρχε και υπάρχει άκρα Αριστερά που δεν είναι ζωηρή;
Ναι, υπάρχει και άκρα Αριστερά που δεν είναι ζωηρή. Αναφέρομαι στη ζωηρή άκρα Αριστερά χρησιμοποιώντας έναν ημιπολιτικό όρο, από αυτούς τους προσφιλείς σε μένα, για να αποδώσω κάτι το κινηματικό, το μαχητικό, το νεανικό και παράλληλα μία διάθεση υπέρβασης χωρίς να είναι σαφές το πού πάει αυτή η Αριστερά. Ένα ψάξιμο, μία αναζήτηση και λίγο πολιτικο-υπαρξιακή, σε αχαρτογράφητα ύδατα. Υπάρχει, όμως, και άκρα Αριστερά, όπως είπα, που δεν είναι ζωηρή. Μπορεί να είναι αγωνιστική, μαχητική και έντιμη, αλλά όχι ζωηρή. Είναι αυτό που μας έλεγε μία φορά που ήμασταν με τον Αλμπάνη στο Παρίσι ο Αλέν Κριβίν, κάποιοι στην άκρα Αριστερά είναι νέοι-γέροι. Έχουν άποψη για την επανάσταση, είναι αδυσώπητοι εχθροί του αστικού κράτους, διαπρύσιοι φίλοι της ταξικής πάλης, αλλά δεν κουνιούνται ούτε σωματικά ούτε ιδεολογικά. Ξέρουν πολλά, πράττουν λίγα. Αυτή είναι η παραδοσιακή άκρα Αριστερά. Το ίδιο ισχύει, κατά αναλογία, και στη ρεφορμιστική Αριστερά. Υπάρχουν κομμάτια της τα οποία είναι πιο στατικά έως αγκυλωμένα, παλαιολιθικά. Αλλά είναι πιο ζωηρά και ευμετάβλητα. Με το ζωηρή ήθελα να αποδώσω και το κόκκινο νήμα του βιβλίου. Το μαχητικό και αγωνιστικό πνεύμα.
Πολλές σελίδες του βιβλίου σου περιγράφουν με πολύ χιούμορ τυχαίες αλλά και σκοπούμενες συγκρούσεις με επιπτώσεις στα σώματα. Στο δικό σου, των συντρόφων σου, των αντιπάλων. Θεωρείς τη σωματική σύγκρουση στοιχείο της πολιτικής στρατηγικής της ζωηρής άκρας Αριστεράς;
Ξεκινάω από την παραδοχή ότι οπωσδήποτε η συγκρουσιακότητα έχει να κάνει και με τη νεανικότητα. Το γράφω κιόλας ότι το Δεκέμβριο του 2008, που είχα πενηνταρίσει ήδη, κατάλαβα ότι δεν είμαι για πολλά σπρωξίματα και τρεχαλητά. Όμως στο μυαλό μου παραμένει ότι η συγκρουσιακότητα είναι παράγοντας όχι μόνο της ζωηρής άκρας Αριστεράς, αλλά και της ανάγκης του κινήματος και της χειραφέτησης των ανθρώπων που συμμετέχουν σ' αυτό. Για δύο λόγους: Ο ένας είναι ότι αν θέλεις να συμμετέχεις στο κίνημα μ' ένα συνεπή και μαχητικό τρόπο, θα βρεθείς μπροστά στο ζήτημα της σύγκρουσης. Στις απαγορεύσεις και τις καταστολές δεν μπορείς απλά να διαμαρτύρεσαι ή να καταγγέλλεις. Πρέπει να αντισταθείς εν σώματι. Αυτό είναι ένα πολιτικό ζήτημα που γίνεται κομβικό. Βέβαια, έχεις τους κινδύνους του, μπορεί να γίνει εξάρτηση. Να θες όλο και παραπάνω να βιώνεις την πολιτική μέσω της σύγκρουσης. Το ζήσαμε στα νιάτα μας. Ο άλλος λόγος είναι ότι πιστεύω πως πρόκειται για χειραφέτηση, κατά κάποιον τρόπο, του αγωνιστή και της αγωνίστριας. Ο καυγάς με τις δυνάμεις καταστολής, τους εργοδοτικούς τραμπούκους, με διάφορους ακροδεξιούς, καθάρματα, κτλ, είναι μία χειραφέτηση. Ορίζεις τον εαυτό σου, ωριμάζεις, δεν είναι απαραίτητα ότι γίνεσαι πιο γενναίος. Συνεχίζω δε να πιστεύω τη φράση του Λε Καρέ ότι η μεγαλύτερη αρετή του πολεμιστή είναι να συγκρατεί την ορμή του. Αποκτάς μία αυτοπεποίθηση. Ο δρόμος είναι μεγάλο σχολείο, δεν είναι απλά μία τακτική σύγκρουσης στην οποία διατάσσουμε τις δυνάμεις μας. Ο δρόμος είναι ταξίδι, καταλαβαίνεις πολλά πράγματα. Τώρα βέβαια, όπως συμβαίνει όταν μεγαλώνουμε, μπορώ να εξηγήσω πολλά πράγματα, μπορώ να αποτρέψω λίγα. Αλλά εν πάση περιπτώσει, με το που θα δω μπροστά μου διάταξη μπάτσων, πώς θα κινηθεί ο εισαγγελέας, με μεγάλη πιθανότητα επιτυχίας καταλαβαίνω που πάει το πράγμα. Κατά τα άλλα δεν είμαι βίαιος τύπος εγώ. Μερικές φορές φτάνω στην πλαδαρότητα. Ήρεμος, νηφάλιος. Δεν με ενδιέφερε ποτέ στις συγκρούσεις να πατήσουμε κάτω τον εχθρό. Έχω σώσει μάλιστα αστυφύλακες από λιντσαρίσματα.

Πέρα από τις διεκδικήσεις στο δρόμο, υπάρχει και η γειτονιά, η δουλειά, η κοινωνία. Η οργάνωση δράσεων σε αυτούς τους χώρους, πώς επιδρά;
Το να συναντιέσαι με μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, με κατατρεγμένους, με αόρατους σε βγάζει από τη μονομανία με το κράτος και οπωσδήποτε σε βγάζει από την απομόνωση. Πέραν αυτού, αυτή είναι και η πεμπτουσία της πολιτικής. Δεν μπορείς να κάνεις επαναστατική, αριστερή πολιτική, χωρίς να είσαι πραγματικά ανακατωμένος –όχι μόνο να απευθύνεσαι- με τα υποκείμενα, που δέχονται ευθέως την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Από μικρός, σε περάσματα που έκανα σε δουλειές, σε κοινωνικούς χώρους και συνοικίες είχα αυτή την έγνοια. Και αυτό ήταν ένα κριτήριο για να βρεθούμε με τα άλλα παιδιά στη δεκαετία του ’80. Ήμασταν παρεμβατικοί. Σιγά σιγά, φτιάχνοντας μια εμβρυακή αντίληψη για το πολιτικό υποκείμενο, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι η κοινωνική φιγούρα αγωνιστή είναι αυτή που μπορεί να δώσει μια ώθηση στο πολιτικό υποκείμενο. Συνειδητοποιούσαμε το πόσο προβληματική είναι η διάκριση μεταξύ φυσικού και πολιτικού ηγέτη και αναζητούσαμε έναν ηγέτη που να τα κάνει όλα. Να σκουπίζει και παράλληλα να γράφει, να συνδικαλίζεται και να είναι διανοούμενος.
Πολλοί, ενώ θα μπορούσαν να κατανοήσουν τη δυσανεξία σου για το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ του ’70 και του ’80 (αν και με συνδικαλιστές αυτών των κομμάτων συμμετείχες σε ad hoc πρωτοβουλίες), ίσως απορούν για την πολυετή και μάλλον «προνομιακή», αν και όχι ανέφελη σχέση σου με την «ρεφορμιστική» ανανεωτική Αριστερά. Πώς το εξηγείς αυτό;
Είναι πολλές οι πλευρές αυτής της σχέσης. Με το ΚΚΕ Εσωτερικού της μεταπολίτευσης, παρότι είχαμε μεγάλες διαφωνίες, είχαμε πάντα μια διαφορετική σχέση, από ότι είχαμε με το ΚΚΕ. Όχι μόνο γιατί δεν ήταν τραμπούκοι, όπως ήταν αυτοί του ΚΚΕ, αλλά και γιατί είχαν πιο κινηματικά χαρακτηριστικά. Από το τέλος της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές του ’90, υπήρξαν με ένα τρόπο διάφορες συμπτώσεις, που μας έφεραν πιο κοντά. Καταρχάς, ήταν τα ίδια τα πολιτικά γεγονότα, όπως το Μάαστριχτ ή οι δίκες πολιτικών κρατουμένων ή η μαζική άφιξη οικονομικών μεταναστών και προσφύγων στην Ελλάδα. Το ρεύμα με το οποίο είχαμε τις πιο κοντινές θέσεις ήταν το ανανεωτικο-ριζοσπαστικό. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, πάντα έτσι γίνεται, αποκτήσαμε και προσωπικές σχέσεις. Για παράδειγμα, ο Παπαγιαννάκης, που στο οικονομικό ήταν αρκετά πιο συντηρητικός, είχε εξαιρετικές απόψεις στα εθνικά και στα ζητήματα των δικαιωμάτων και των μειονοτήτων. Επίσης, με άτομα όπως εσύ, ο Νίκος Βούτσης, ο Χριστόφορος Παπαδόπουλος, ο Πάνος Λάμπρου, η Ελένη Πορτάλιου, η Νατάσα Θεοδωρακοπούλου χτίσαμε εξαιρετικές, συντροφικές σχέσεις. Ο προωθητικός ρόλος της δημιουργίας τέτοιων σχέσεων ήταν εκείνος που έριχνε και κάπως τις άμυνες και τα αντανακλαστικά -κάτι που είναι εν γένει καλό- αλλά που σε κάποιες στιγμές ήταν η αιτία που δεν καταλάβαμε έγκαιρα μερικά πράγματα.
Και με τον αναρχικό χώρο, ποια ήταν και είναι η ιδεολογικοπολιτική σχέση σου;
Δεν πιστεύω, παρότι είμαι υπέρ της σχέσης με κομμάτια του αναρχικού χώρου, ότι μπορεί να γίνει άρση του ιστορικού σχίσματος μεταξύ μαρξιστών και αναρχικών και να φτιαχτεί ένα ενιαίο ρεύμα. Εδώ, το μεγάλο θέμα είναι η σχέση κράτους εξουσίας, πέρα από τα επιμέρους. Από εκεί και πέρα, μέσα από κινηματικές σχέσεις, κοινά εγχειρήματα και κοινά στέκια, διαμορφώσαμε με τα χρόνια μια εκλεκτική συγγένεια με αλληλοεπηρεασμό αν όχι ιδεολογικό, τουλάχιστον στο δρόμο και στην πολιτική κουλτούρα. Θεωρώ ότι αυτό είναι προωθητικό για το κίνημα. Και φάνηκε στα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008. Ο Δεκέμβρης, χωρίς τους αναρχικούς δεν θα γινόταν, από πλευράς μαζικής κινητοποίησης, εξέγερσης και χωρίς την Αριστερά θα καταστελλόταν μέσα σε τρεις μέρες. Η αρμονική συνάντηση Αριστεράς και αναρχίας έδωσε οξυγόνο κίνησης στον Δεκέμβρη του 2008 και επηρέασε πολύ περισσότερο κόσμο.
Ίσως επειδή, όπως ξέρεις, απεχθάνομαι- ιδεολογικά, πολιτικά και ανθρώπινα-τις πολιτικές δολοφονίες από όπου και αν προέρχονται, ομολογώ ότι ποτέ μου δεν μπόρεσα να κατανοήσω την αλληλεγγύη σου σε άτομα του χώρου της «ένοπλης μειοψηφικής βίας» σε δημοκρατικό καθεστώς, με την οποία, τουλάχιστον από ένα σημείο και μετά, είχες και εσύ εκφράσει τη διαφωνία σου. Μήπως αυτή η συμπάθειά σου οφείλεται σε έναν παντός καιρού αντικρατισμό;
Οφείλω μια αναλυτικότερη προσέγγιση γιατί έχω ασχοληθεί αρκετά με την ένοπλη προπαγάνδα, την ένοπλη μειοψηφική βία. Η ένοπλη μειοψηφική βία, οι ένοπλες οργανώσεις της Αριστεράς και της αναρχίας δεν είναι αυτό που λέγεται «τρομοκρατία». Μπορείς να πεις οριακά ότι συνιστούν την «ατομική τρομοκρατία». Τρομοκρατία είναι η 11η Σεπτέμβρη. Από εκεί και πέρα, με βάση τις ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις τους ανήκουν στην Αριστερά. Προφανώς, όπως και στην υπόλοιπη Αριστερά, έχουν ειδικές απόψεις. Προφανώς και οι απόψεις τους, π.χ. για τα εθνικά, ή η επιλογή στόχων με βάση αυτά, πόρρω απέχουν από τις δικές μου απόψεις.
Πάντα θεωρούσα αυτούς που κατηγορούνταν ως μέλη οργανώσεων απέναντι στο κράτος συντρόφους που κάνουν λάθος γιατί πράγματι στις ώριμες αστικές δημοκρατίες, η ένοπλη μειοψηφική βία είναι στρατηγικά μια αποτυχημένη επιλογή. Σταθήκαμε στο πλευρό των κατηγορούμενων για τρομοκρατία γιατί κάναμε ένα ισοζύγιο, το οποίο φάνηκε πολύ καθαρά το καλοκαίρι του 2002 με την εξάρθρωση της 17Νοέμβρη. Θα θυμάσαι ότι τότε δεν επιτέθηκαν μόνο στην 17Νοέμβρη, αλλά και στην ιστορία της Αριστεράς, στους αγώνες για δικαιώματα, και αυτή είναι η πεμπτουσία της αντιτρομοκρατικής πολιτικής.
Εκφράζουμε, λοιπόν, την αλληλεγγύη μας στους πολιτικούς κρατούμενους και ιδιαίτερα στον εμβληματικό πολιτικό κρατούμενο Δημήτρη Κουφοντίνα, ο οποίος για πολλοστή φορά αναγκάζεται να καταφύγει στην απεργία πείνας, διεκδικώντας τα αυτονόητα, απέναντι στην εκδικητικότητα της κυβέρνησης και του κράτους.

Θα ήθελα να σου κάνω μια ερώτηση που αφορά την στάση σου απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Οφείλεται η στήριξή σου σ’ αυτόν μέχρι τον Ιούλιο του ’15 σε λάθος εκτίμηση ως προς την προοπτική του; Και αν ναι, γιατί νομίζεις ότι έκανες αυτό το λάθος; Μήπως έφταιξε η υπερτίμηση των ηγεμονικών δυνατοτήτων, των δικών σου και των συντρόφων σου, μέσα σε ένα κόμμα που η μεγάλη πλειοψηφία των μελών του είχαν πολύ διαφορετικές απόψεις από τις δικές σου;
Καταρχάς, δεν μου αρέσει να προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε το παρελθόν. Και μάλιστα, να λέμε πως αυτά που κάνουμε τώρα –όπως ακούω πολλούς να το κάνουν- ότι είναι φυσική συνέχεια όσων κάναμε παλιά. Στο βιβλίο, επειδή σταματώ την αφήγηση στις 31 Δεκεμβρίου 2016, είμαι κάπως συνοπτικός.
Είμαι βέβαιος ότι στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είχαμε καμία εντύπωση ότι θα μπορούσαμε να επηρεάσουμε τη γενική του πορεία. Θεωρούσαμε ότι μπορούσαμε να επηρεάσουμε κάποια άτομα, να δημιουργήσουμε κάποια δεδομένα και να παίξουμε ένα ρόλο ως ρεύμα. Η εκτίμηση που κάναμε δεν ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, με την πολιτική του φυσιογνωμία, με τη συγκρότηση της ηγεσίας του, μπορούσε να οδηγήσει την κοινωνία, μέσα από μια διαδικασία ρήξεων και συγκρούσεων, στο μετασχηματισμό. Παρόλα αυτά, υποστηρίξαμε το στόχο σχηματισμού μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, ήδη από το 2011, παρότι φαινόταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ απευθυνόταν σε άλλο ακροατήριο. Θεωρούσαμε ότι υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο, η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική εξουσία να προκαλέσει μια ρευστότητα, που θα ήταν ιδανικός τόπος για να αλλάξει το αύριο. Να γίνουν ρήξεις, να γίνει ένας μεγάλος καυγάς, να γίνουν κοινωνικές μετατοπίσεις. Υποτιμήσαμε και ορισμένα πράγματα στη φύση, την ιδεολογία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στην πολιτική κουλτούρα και φυσιογνωμία των ηγετικών στελεχών –και ειδικά του Αλέξη Τσίπρα. Υποτιμήσαμε την ευθύνη της σύγκρουσης–όλη η άκρα Αριστερά που ήταν έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ και καραδοκούσε να κάνει μαλακία ο ΣΥΡΙΖΑ για να πει εμείς τα λέγαμε, δεν έκανε τίποτα, δεν οργάνωσε κάποια κοινωνική αντιεξουσία, απλώς προπαγάνδιζε- και γι’ αυτό εμείς που είχαμε αυτή τη λογική, μείναμε πίσω.
Μου έγινε κριτική από κόσμο που έχει φύγει από τον ΣΥΡΙΖΑ ότι στο βιβλίο μου ήμουν πολύ μαλακός με τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν πρόκειται περί αυτού και δεν με ενδιαφέρει και ιδιαίτερα μια τέτοιου τύπου κριτική. Πιστεύω ότι οι χώροι, τα ρεύματα, ο αριστερός ρεφορισμός έχουν τα όριά τους. Πιστεύω ότι εμείς σωστά κάναμε τη συγκεκριμένη επιλογή. Δεν θεωρώ ότι η επιλογή του στόχου να υπάρξει μια κυβέρνηση της Αριστεράς ήταν εξαρχής λάθος. Υπό ορισμένες συνθήκες θα υποστήριζα το ίδιο. Απλά νομίζω ότι θα έπρεπε να είχαμε τη σοφία, να είχαμε περισσότερες πρόνοιες για το πώς αυτό μπορεί να διεκδικηθεί μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό εκκρεμές.
Θεωρητικοποιείς αυτό που συνέβη στη βάση της θέσης ότι ο ρεφορμισμός γενικά δεν μπορεί να ξεπεράσει ορισμένα όρια, ή το αποδίδεις σε μη δημοκρατική λειτουργία του κόμματος;
Αν ήταν απολύτως βέβαιο ότι θα γινόταν ό,τι έγινε με το δημοψήφισμα, τότε γιατί μπήκαμε στον ΣΥΡΙΖΑ; Δεν μπορούμε να λέμε εκ των υστέρων ότι τα ξέραμε και να ιδεολογικοποιούμε τις αποτυχίες της συγκυρίας. Δεν πιστεύω ότι ήταν νομοτελειακό, ούτε αποτέλεσμα τακτικών επιλογών. Αυτές έπαιξαν ρόλο, αλλά δεν νομίζω ότι η τορπίλη ήταν η δημοκρατική λειτουργία, ή ο αρχηγικός χαρακτήρας του κόμματος, ή ο χαρακτήρας του Τσίπρα, ή οι αυλές, ή η εξουσιομανία. Όλα παίζουν το ρόλο τους. Είναι ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο, που έχει να κάνει με την έλλειψη παραδόσεων, σε μια αρνητική συγκυρία. Από την άλλη δεν γίνεται να πεις ότι «ο ρεφορισμός τελείωσε και ποτέ ξανά συνεργασία μαζί του», γιατί τότε με ποιον θα κάνεις συνεργασία; Με τον εαυτό σου; Ή να πεις ότι «ο ρεφορισμός είναι η αστική ιδεολογία μέσα στο εργατικό κίνημα» ή «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αστικό κόμμα». Ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά τη γνώμη μου, έχει γίνει κόμμα του κράτους πια, αλλά δεν είναι αστικό κόμμα. Και ας μην ξεχνάμε, ειδικά όταν συζητάμε για συμμαχίες, πως ΣΥΡΙΖΑ είναι και ο κόσμος του. Δεν θεωρώ ότι τα κόμματα είναι ενιαίο μπλοκ, αλλά εξαιρετικά αντιφατικά και διαδραστικά φαινόμενα, και ταυτόχρονα αυτός ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια μεγάλη μερίδα του κόσμου, με τον οποίο μπορώ να συνεννοηθώ όταν μιλάμε για πρόσφυγες, για κρατούμενους, για κινηματική δράση. Εγώ με αυτόν τον κόσμο θέλω συμμαχίες, μέτωπα…
Η άποψή σου αυτή δεν είναι πλειοψηφική στο χώρο που κινείσαι. Θεωρείς ότι θα έρθει η στιγμή που θα συναντηθεί ξανά όλος αυτός ο κόσμος, χωρίς επιφυλάξεις;
Έχω την εντύπωση ότι αυξάνεται η επιθυμία από αρκετό κόσμο, στο άμεσο μέλλον, να αναπτυχθούν συνεργασίες και συμμαχίες. Δεν μπορώ να φανταστώ σε μία κρίση των ελληνοτουρκικών, με τη μισή άκρα Αριστερά να αναφέρεται στην «τούρκικη επιθετικότητα», ή στο προσφυγικό, ότι δεν μπορούμε να έχουμε συνεργασία με συριζικά κομμάτια. Μπήκαμε σε μια περίοδο εσωστρέφειας, νομίζω όμως ότι με έναν τρόπο βγαίνουμε.
Το βιβλίο σου ουσιαστικά σταματά το 2016, με εξαίρεση την αναφορά στην κατάληψη του Σίτι Πλάζα. Να περιμένουμε ένα νέο πόνημα για μια επόμενη συναρπαστική περίοδο της ζωής σου;
Δεν είμαι ο τύπος που θα κάτσει σπίτι, να γράψει. Είμαι, παρότι έχω βαρύνει, ακόμα, ο ακτιβιστής του δρόμου. Αλλά πάντως θέλω να γράψω. Το βιβλίο το έγραφα δύο χρόνια. Νομίζω από του χρόνου κάτι θα σκαρώσω.