Για τον τούρκο πρόεδρο έχει ειπωθεί ότι, ιδιαίτερα μετά το πραξικόπημα του καλοκαιριού του 2016, συμπεριφέρεται ως «νεο-οθωμανός σουλτάνος», καθώς εκφράζει διεκδικήσεις που βασίζονται στο αυτοκρατορικό παρελθόν της Τουρκίας και υιοθετεί μια εξωτερική πολιτική που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από αναθεωρητική έως επιθετική, ανάλογα με το ποιον έχει κάθε φορά απέναντί του. Φαινόμενο που περιγράφεται ως «ερντογανισμός».
Βέβαια, η διακυβέρνηση Ερντογάν δεν είχε πάντα τα ίδια χαρακτηριστικά και αυτό είναι επόμενο, αφού κυβερνά την Τουρκία σχεδόν μια εικοσαετία. Το ΑΚΡ έχει εισχωρήσει σε κάθε κρατικό θεσμό, έχει ταυτιστεί ουσιαστικά με το κράτος. Υπάρχουν πλέον γενιές νέων Τούρκων που δεν γνώρισαν άλλη διακυβέρνηση από αυτή του Ερντογάν και, σε μια περίοδο δραστικών πολιτικών αλλαγών στον υπόλοιπο κόσμο, αυτό είναι σημαντικό για μια μεγάλη και ανομοιογενή κοινωνία, όπως είναι η τουρκική.
Παράλληλα, χρονικά με την ενίσχυση της εξουσίας του ΑΚΡ, πορεύθηκε -αντιστρόφως ανάλογα δυστυχώς- και η ανοχή του καθεστώτος σε αντίθετες, κριτικές και κοσμικές, φωνές. Η βαθιά επιρροή του κόμματος και του ηγέτη του έφτασαν σε σημείο να αλλάξουν την ίδια τη φύση του πολιτεύματος η οποία μετατράπηκε από προεδρευόμενη σε προεδρική δημοκρατία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι το κόμμα και η κυβέρνηση που προσαρμόστηκε στην πολιτεία και τις ανάγκες της αλλά μάλλον το αντίστροφο.
Η δυνατότητα του ΑΚΡ και του προέδρου του να «μεταβάλουν» σε ένα βαθμό την τουρκική δημοκρατία δεν οφείλεται μόνο στις ικανότητές τους και/ή στη λαϊκή αποδοχή. Η τουρκική ιστορία ως αποτέλεσμα της κεμαλικής παράδοσης, του συγκεντρωτικού χαρακτήρα του τουρκικού κράτους, της συστηματικής κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, των συχνών πραξικοπημάτων και του ρόλου – θεματοφύλακα του στρατού, είχε ουσιαστικά προετοιμάσει το έδαφος για μια δημοκρατία επιρρεπή σε επεμβάσεις και κηδεμονία «εκ των άνω», μια δημοκρατία στην οποία οι πολίτες έρχονταν τακτικά αντιμέτωποι με θεσμικές παρεκκλίσεις ακόμη και με κατάχρηση εξουσίας.
Μεγάλο ποσοστό της αποδοχής που έχαιρε ο Ερντογάν και το ΑΚΡ, ιδιαίτερα στις πρώτες περιόδους της διακυβέρνησής του, οφειλόταν στην οικονομική πολιτική που ακολούθησε, στην οικονομική ανάπτυξη και στην άνοδο του εισοδήματος των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, σε ένα ιδιότυπο καπιταλιστικό οικονομικό σχήμα με κεντρικό οικονομικό άξονα το κράτος ως αναδιανεμητικό παράγοντα. Αντίστοιχα, η τωρινή οικονομική δυστοκία, μαζί με τα φαινόμενα οικογενειοκρατίας, νεποτισμού και κοινωνικής καταπίεσης, που βρίθουν στην πολιτική καθημερινότητα του ΑΚΡ και του Ερντογάν προσωπικά, αποτελούν βασικούς λόγους για τους οποίους η δημοτικότητα της κυβέρνησης φθίνει.
Ευκαιρίας δοθείσης…
Η απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, έχει διπλή ανάγνωση: έδωσε στην κυβέρνηση την αφορμή και μία -εντός πολλών εισαγωγικών- ευλογοφανή δικαιολογία για έρευνες και παρεμβάσεις σε ολόκληρο το κράτος και το στρατό, ενώ παράλληλα επιτάχυνε την περιδίνηση της ίδιας της εξουσίας του κυβερνώντος κόμματος προς τα άκρα, καθώς οι παρεμβάσεις αυτές γρήγορα εξελίχθηκαν σε συστηματικές διώξεις και εκκαθαρίσεις κράτους, δημόσιου τομέα και στρατού, με καταστολή, περιστολή ελευθεριών, κλείσιμο εφημερίδων και καναλιών, συστηματικές διώξεις, απολύσεις, απελάσεις και διώξεις μελών του φιλοκουρδικού HDP, αριστερών, προοδευτικών ακαδημαϊκών ανεξαρτήτως εθνικότητας που εργάζονταν στη χώρα, δημοσιογράφων, ακτιβιστών, μελών της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας κτλ.
Στην ίδια λογική, η σταδιακή πλήρωση νευραλγικών κυβερνητικών θέσεων -πχ του υπουργείου Οικονομικών- από μέλη της οικογένειας του Προέδρου και ο σταδιακός εξοβελισμός των παλαιών του συμβούλων, είχαν ως συνέπεια οικονομικές επιλογές οι οποίες, συνδυασμένες με τις κακές οικονομικές συγκυρίες που προέκυψαν στη συνέχεια, όπως η πανδημία, εμβάθυναν την οικονομική ύφεση. Η τουρκική οικονομία είχε δομικά προβλήματα, όμως τώρα φαίνεται να περνάει μια από τις πιο άσχημες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας της. Ενδεικτική ήταν η αποπομπή από τον τούρκο πρόεδρο τον περασμένο Νοέμβριο, του γαμπρού του από τη θέση του υπουργού Οικονομικών, (τον οποίο βαραίνουν υποψίες για σκάνδαλα και χρηματισμό), καθώς και του διοικητή της τουρκικής κεντρικής τράπεζας, σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει το διψήφιο πληθωρισμό (ίσως είναι ψηλότερος απ’ όσο ισχυρίζεται η τουρκική κυβέρνηση, το ίδιο ισχύει και για την ανεργία), που έχει ως συνέπεια την υποτίμηση της λίρας πάνω από 50% από το 2018.
Ευκαιριακή μεταστροφή
Υπό την πίεση αυτών των δεδομένων, ο Ερντογάν αποπειράθηκε πρόσφατα ένα «άνοιγμα» στον τουρκικό λαό, υποσχόμενος δομικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να σταματήσει ο φαύλος κύκλος της ανόδου των επιτοκίων, του πληθωρισμού και των δυσμενών ισοτιμιών ξένου συναλλάγματος που πλήττουν την εθνική οικονομία αλλά και περισσότερες δημοκρατικές ελευθερίες, με σειρά δικαστικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Το ίδιο διάστημα ο Τούρκος πρόεδρος φάνηκε να αναδιπλώνεται από τις επικριτικές θέσεις του αναφορικά με την ΕΕ, δηλώνοντας ότι βλέπει τη χώρα «ως αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρώπης» ενώ για το ίδιο θέμα λίγες εβδομάδες νωρίτερα υπογράμμιζε: «η Τουρκία δεν χρειάζεται πλέον την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρώπη πρέπει να κάνει βήματα και όχι η Τουρκία».
Η μάλλον ευκαιριακή αυτή μεταστροφή δεν φαίνεται να πείθει ούτε τον ευρωπαϊκό Τύπο ούτε την τουρκική αντιπολίτευση που ζητάει πρόωρες εκλογές, καθώς ο κυβερνητικός εταίρος, το ακροδεξιό MHPο επίσης δεν ευνοεί τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, ακόμη και αν ο Ερντογάν ήταν αποφασισμένος να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Πάντως, ενδεικτικά μιλώντας, το κλείσιμο που επέβαλε το Δεκέμβρη στον τηλεοπτικό σταθμό OLAY TV, μετά από μόλις 26 ημέρες λειτουργίας, με τον ιδιοκτήτη -και πρώην υπουργό- Τσαβίτ Τσακλάρ να καταγγέλλει πιέσεις, δείχνει ότι από τις δηλώσεις μέχρι τις πράξεις του προέδρου υπάρχει απόσταση. Ο σταθμός μάλλον έκανε το «λάθος» να μεταδώσει ζωντανά τη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του φιλοκουρδικού HDP, αλλά και να μην συμπεριλάβει στο προσωπικό του τις κυβερνητικές επιλογές. Ακόμη πιο ηχηρή παρέμβαση, ο πρόσφατος διορισμός από τον Ερντογάν - υποκαθιστώντας την εκλογή από την πανεπιστημιακή κοινότητα –του Μελίχ Μπουλού ως πρύτανη στο ιστορικό Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου. Στις διαδηλώσεις που ξεκίνησαν στις 5/1 συνελήφθησαν δεκάδες φοιτητές (από τους οποίους 21 θα δικαστούν) τους οποίους ο πρόεδρος χαρακτήρισε στερεότυπα ως «τρομοκράτες».
Ο ρόλος της αντιπολίτευσης
Σε όλη την πολυπαραγοντική εξίσωση της τουρκικής πραγματικότητας δεν έχουμε αναφέρει τον τρίτο σημαντικό παράγοντα, που είναι ο στρατιωτικός, λόγω του διττού ρόλου της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης αλλά και παραγωγού οπλικών συστημάτων. Φαίνεται όμως πως, για την τουρκική κυβέρνηση αυτή τη στιγμή, η οικονομία και η εξωτερική - ευρωπαϊκή πολιτική, λόγω της κακής οικονομικής της κατάστασης, αποτελούν προτεραιότητα.
Έχει σημασία να δούμε το επόμενο διάστημα αν ο πρόεδρος θα πραγματοποιήσει τις «απειλές» του και θα φανεί πιο συναινετικός τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό και αν οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις θα τον στηρίξουν ή ακόμη και θα τον πιέσουν προς αυτή την κατεύθυνση (αντιπολίτευση) ή θα ασκήσουν βέτο σε οποιαδήποτε κίνηση συμπερίληψης (κυβερνητικός εθνικιστής εταίρος, MHP). Εδώ θα είναι σημαντικός ο ρόλος των μικρών κομμάτων, του DEVA και του Gelecek, που έχουν «αποσχιστεί» από το ΑΚΡ, (το Gelecek ιδρύθηκε από τον πρώην υπ. Οικονομικών Αλί Μπαμπατσάν ενώ το DEVA από τον πρώην πρωθυπουργό Αχμέτ Νταβούτογλου), και τα οποία μαζί με την υπόλοιπη αντιπολίτευση ζητούν πρόωρες εκλογές. Έχει σημασία, ότι στην αντιπολίτευση βρίσκονται πολιτικοί με εμπειρία εξουσίας, θεωρητικά ικανοί να σχεδιάσουν την επόμενη μέρα για τη χώρα -μένει βέβαια να φανεί σε ποιους θεσμούς θα βασιστούν.
Σε δεύτερο χρόνο, η μεγάλη πρόκληση για το τουρκικό πολιτικό σύστημα και την κοινωνία της Τουρκίας, ενδέχεται να είναι η αναζήτηση τρόπων δημοκρατικής και συντεταγμένης μεταβίβασης της εξουσίας - από το ΑΚΡ και τον πρόεδρο Ερντογάν - σε μια διάδοχη κατάσταση, ίσως και πριν το 2023. Μαζί δηλαδή με τη διαχείριση των ποικίλων κρίσεων, η πιθανότητα μετάβασης της χώρας σε μία μετα-Ερντογάν εποχή.