Το Brexit είναι πλέον γεγονός. Για την ακρίβεια ήταν, τυπικά, γεγονός από τις 31 Ιανουαρίου 2020. Απλώς, λόγω της μεταβατικής περιόδου που προέβλεπε η Συμφωνία Αποχώρησης (η πρώτη από τις δύο συμφωνίες που έπρεπε να επιτευχθούν προκειμένου να αποφευχθεί το άτακτο Μπρέξιτ), τίποτα δεν άλλαξε στην καθημερινότητα αφού ως και τις 31 Δεκεμβρίου 2020 το κανονιστικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνέχισε να εφαρμόζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο σχεδόν χωρίς καμία αλλαγή. Μέσα σ’ αυτή τη μεταβατική περίοδο ΗΒ και ΕΕ διαπραγματεύτηκαν –και τελικά κατάφεραν να ολοκληρώσουν, κυριολεκτικά στο παρά πέντε– μια Συμφωνία «Μελλοντικής Σχέσης», τη δεύτερη από τις δύο συμφωνίες που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Αν και η Συμφωνία αυτή δεν έχει κυρωθεί ακόμη από τα κοινοβούλια των 27, έχει τεθεί σε προσωρινή εφαρμογή. Έτσι, από την 1η Ιανουαρίου 2021, το ΗΒ είναι εκτός ΕΕ και οι σχέσεις του μαζί της ρυθμίζονται από τη Συμφωνία «Μελλοντικής Σχέσης».

 

Επαναπατρισμός εξουσιών

 

Η Συμφωνία αυτή είναι εκτενής, αλλά παρ’ όλα αυτά παραμένει μια συμφωνία-σκελετός, με πολλά θέματα να μην έχουν ρυθμιστεί πλήρως. Λόγω της έκτασης και της πολυπλοκότητάς της, δεν θα ήταν δυνατόν να συζητήσω εδώ όλα τα σχετικά σημεία. Μπορώ όμως να αναφέρω επιγραμματικά ότι το βασικό που επιτυγχάνει είναι να αποφύγει την επιβολή δασμών στα αγαθά που διακινούνται μεταξύ ΗΒ και ΕΕ. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι τίποτα δεν άλλαξε: αντίθετα, πλέον γίνονται έλεγχοι στα σύνορα μεταξύ ΗΒ και ΕΕ, με όλο το συνακόλουθο κόστος σε χρήμα και χρόνο. Και η δαμόκλειος σπάθη της επιβολής δασμών επικρέμεται: προς το παρόν, το κανονιστικό πλαίσιο του ΗΒ είναι το ίδιο με αυτό της ΕΕ (το ΗΒ απλά μετέγραψε όλο το σχετικό κανονιστικό πλαίσιο στο εθνικό του δίκαιο), όμως από ‘δω και στο εξής μπορεί να το τροποποιήσει όπως αυτό θέλει. Αν φυσικά το τροποποιήσει κατά τρόπο που να μειώνει π.χ. την προστασία του περιβάλλοντος ή των εργασιακών δικαιωμάτων ή να αυξάνει τις κρατικές ενισχύσεις, τότε η ΕΕ δύναται να επιβάλει δασμούς ως αντίδραση σε αυτήν την αλλαγή του κανονιστικού πλαισίου που μπορεί να δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού. Αυτή είναι μόνο μια, πολύ επιφανειακή, άποψη ενός μόνο σημείου της Συμφωνίας, που οδηγεί όμως στην σκέψη του τίτλου αυτού του άρθρου για τον κεντρικό άξονα του Μπρέξιτ, τη θέληση για επαναπατρισμό εξουσιών, για επανάκτηση της «κυριαρχίας» του κράτους.

 

Τι είναι «κυριαρχία»;

 

Είναι παράλογο για ένα κράτος να βαυκαλίζεται για την «κυριαρχία» του σε συνθήκες ύστερου, παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Παρ’ όλα αυτά, αυτός ήταν ο κεντρικός άξονας – ή τουλάχιστον ένας από τους κεντρικούς άξονες – της καμπάνιας υπέρ του Μπρέξιτ, πασπαλισμένος φυσικά με μια γερή δόση ξενοφοβίας, μεταναστοφοβίας και ρατσισμού. «Θα πάρουμε πίσω την κυριαρχία μας, θα έχουμε βρετανικούς νόμους για τη Βρετανία αντί να νομοθετούν για μας οι Βρυξέλλες, θα απαλλαγούμε από τα δικαστήρια της ΕΕ, θα κάνουμε τις δικές μας εμπορικές συμφωνίες» κλπ.

Τι είναι όμως αυτή η «κυριαρχία»; Νομικά, δεν είναι παρά η ιδέα ότι το κράτος, όντας κυρίαρχο, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Κατέχει το σύνολο των εξουσιών. Φυσικά αυτή δεν είναι παρά μια ιδεατή – άρα ανύπαρκτη – κατάσταση. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά το διεθνές δίκαιο, άσκηση της κυριαρχίας του κράτους θεωρείται και ο αυτόβουλος περιορισμός αυτής της κυριαρχίας μέσω της ανάληψης διεθνών υποχρεώσεων. Με πιο απλά λόγια: ως κράτος έχεις όλη τη δύναμη να υποταγείς σε κανόνες διεθνούς δικαίου, μειώνοντας έτσι τη δύναμη σου. Σε όποιους κανόνες «θέλεις», φυσικά, αλλά σε κάποιους θα υποταγείς αναγκαστικά. Για παράδειγμα, όσο κυρίαρχος και να είσαι, δεν μπορείς να θεσμοθετήσεις πολιτική ρατσιστικού διαχωρισμού. Η απαγόρευση του Απαρτχάιντ είναι ένας κανόνας που όλα τα κράτη έχουν αυτοβούλως αποδεχτεί. Κατά τα άλλα, σε ό,τι αφορά τις οικονομικές σχέσεις (και το εποικοδόμημά τους, το σχετικό κανονιστικό πλαίσιο), μπορείς να επιλέξεις ανάλογα με τη σχετική σου ισχύ ποιον αδύναμο θα εξουσιάσεις (και άρα θα του επιβάλεις σχετικό κανονιστικό πλαίσιο) ή σε ποιον πιο δυνατό από σένα θα υποταγείς (και άρα ποιανού το κανονιστικό πλαίσιο θα τεκνοθετήσεις).

 

Όπως και πριν

 

Έτσι λοιπόν θα είναι τα πράγματα για το Ηνωμένο Βασίλειο από ‘δω και πέρα: όπως ήταν και πριν. Αναγκάστηκε να υποταγεί στην ΕΕ όντας εκτός της: θα πρέπει σε γενικές γραμμές να ακολουθεί το κανονιστικό της πλαίσιο, να έχει νόμους και κανόνες «αντίστοιχους» με αυτούς της Ένωσης, και μάλιστα χωρίς να μπορεί να τους συνδιαμορφώνει, προκειμένου να μπορεί να εξάγει χωρίς δασμούς. Αν αποκλίνει σοβαρά, θα υποστεί κυρώσεις. Τι άλλη επιλογή θα είχε; Μια θα ήταν να διαλέξει άλλο αφέντη, τις ΗΠΑ για παράδειγμα, όπου και πάλι θα έπρεπε να αποδεχθεί συμπόρευση με το δικό τους κανονιστικό πλαίσιο (ή από-κανονιστικό πλαίσιο καλύτερα, επιτρέποντας μεταλλαγμένα, κοτόπουλα με χλώριο κλπ). Μια άλλη ακόμη θα ήταν να προσπαθήσει να εξουσιάσει πιο αδύναμα κράτη, εξάγοντας το δικό του κανονιστικό πλαίσιο, ή να μπει σε διαδικασία συνδιαμόρφωσης με κράτη αντίστοιχης δυναμικότητας—όπως και ενδεχομένως θα κάνει, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να καλύψει την απώλεια στο εμπορικό ισοζύγιο που θα δημιουργούσε το άτακτο Μπρέξιτ και η επιβολή δασμών εκ μέρους της ΕΕ.

Δεν το ήξερε αυτό η ελίτ του ΗΒ; Δεν το ήξερε η πολιτική του ηγεσία; Φυσικά και το ήξερε, δεν είναι ηλίθιες και ηλίθιοι. Γι’ αυτό, άλλωστε, και οι παλινωδίες τεσσάρων και πλέον ετών από τη μέρα εκείνη του Ιουνίου του 2016. Τότε πώς χάθηκε το δημοψήφισμα; Πώς αφέθηκε να γίνει τέτοιο κακό; Αυτό που έγινε τελικά ίσως είναι το εξής: βρεθήκαμε ανάμεσα στο ξεκαθάρισμα λογαριασμών δύο φατριών της ελίτ, μιας που κυριαρχούσε και μιας που ήθελε να κυριαρχήσει. Αυτή που ήθελε να κυριαρχήσει διάβασε καλύτερα τη συγκυρία, εργαλειοποίησε την ακροδεξία, κεφαλαιοποίησε έτσι την απογοήτευση των λαϊκών στρωμάτων για τη συνεχή πτώση του βιοτικού τους επιπέδου. Κατάφερε να τα πείσει ότι το πρόβλημα είναι οι μετανάστες και οι υπέρογκες πληρωμές προς τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών, ότι αυτό φταίει που δεν βρίσκουν ραντεβού σε γιατρό και όχι η χρόνια υποχρηματοδότηση του βρετανικού ΕΣΥ και η προϊούσα και υφέρπουσα ιδιωτικοποίησή του. Εγκόλπωσε έτσι την αντισυστημική ψήφο και την έστρεψε όχι ενάντια στο σύστημα, αλλά ενάντια στους μέχρι τότε εκπροσώπους του. Απλά για να τους αντικαταστήσει με άλλους, ήδη μέλη της ελίτ, αλλά άλλης εσωτερικής φατρίας.

Αντώνης Τζανακόπουλος Ο Αντώνης Τζανακόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet