Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Οι δρόμοι της πανδημίας είναι στενοί. Τα σώματα κρατούν τις αποστάσεις τους, απομακρύνονται ακόμα και όταν σε πλησιάζουν. Υπάρχει ένα διαρκές ξάφνιασμα στους ανθρώπους που περπατούν εκεί έξω. Ένα παραξένισμα σε σχέση με το βήμα, την διαχείριση του προσώπου και του βλέμματος, την στάση του σώματος που περπατά. Η μάσκα δεν είναι μόνο ένα στοιχείο του προσώπου. Είναι κυρίως υπενθύμιση. Μια διαρκής παρουσία που σε ενημερώνει την κάθε στιγμή για την κατάσταση. Μπορεί να μοιάζει με καθημερινότητα αλλά δεν είναι. Συνορεύει με το κοινότοπο αλλά δεν είναι. Είναι το πρόσωπό σου που εποπτεύει το πρόσωπό σου.
Το πιο δυσάρεστο εκεί έξω είναι όλη αυτή η απώλεια προσώπου. Όλη αυτή η απρόσωπη διαδρομή. Όλες αυτές οι παρουσίες χωρίς ταυτότητα, χωρίς δακτυλικό αποτύπωμα στην όψη. Κοιτάζεις τα πρόσωπα και διαρκώς μαντεύεις. Δεν γνωρίζεις αν ο άλλος είναι γνωστός σου ή άγνωστος, αναγνωρίζεις τα γενικά χαρακτηριστικά. Και έτσι καθένας είναι εξίσου κοντινός και απόμακρος κάποιος που διαρκώς πας να χαιρετήσεις αλλά τελικά το αποφεύγεις γιατί δεν είσαι σίγουρος. Κάθε οικειότητα ξεφεύγει στο περίπου. Και δεν γνωρίζεις αν αυτός που κοιτάς είναι όμορφος ή άσχημος. Είναι η επιβεβλημένη δημοκρατία του απρόσωπου, δεν υπάρχουν εκεί πρόσωπα να σε εντυπωσιάσουν, επιθυμίες και πόθοι. Μόνο σώματα που μεταφέρουν κενές όψεις, ομοιόμορφες, υγιείς, διαρκώς δυνάμει επικίνδυνες. Και μαζί με το πρόσωπο χάνονται και οι αντιδράσεις του. Δεν γνωρίζεις αν το πρόσωπο που κοιτάς θυμώνει με το βλέμμα σου ή σου χαμογελά. Αν είναι χαρούμενο ή αν είχε μια κακή μέρα. Δεν υπάρχουν εδώ αντιδράσεις, μόνο υποθέσεις, μια ατελείωτη γραμμή μέσω όρων που ούτε ικανοποιεί ούτε απογοητεύει. Καμία μορφή δεσμού δεν επιβιώνει. Και χωρίς πρόσωπο οι άνθρωποι γίνονται απλές παρουσίες. Υπάρξεις που συνυπάρχουν αλλά δεν συναντιούνται ποτέ. Το καλυμμένο πρόσωπο είναι φορητή μοναξιά, μια διαρκής απομόνωση δίπλα σε άλλους ανθρώπους. Και οι πάνδημοι δρόμοι στενεύουν, τα σώματα σταματάνε να είναι ανθρώπινα σημεία και γίνονται κινούμενα εμπόδια που ορίζουν την έκταση που αντιστοιχεί στο βάδισμά σου.
Τον χειμώνα νυχτώνει νωρίς. Και αν βρεθείς στο κέντρο δύσκολα μπορείς να μαντέψεις τι ώρα είναι. Δεν υπάρχουν εδώ διακριτά χαρακτηριστικά. Το πρόσωπο της πόλης είναι και αυτό καλυμμένο. Δυσκολεύεσαι να το αναγνωρίσεις. Τα μαγαζιά κλειστά. Μαζί με τη δραστηριότητα και την κίνηση παίρνουν μαζί και το φωτισμό τους. Τα πεζοδρόμια μπροστά τους μένουν απεριποίητα, ξεχασμένα. Και η πόλη θυμίζει ερημωμένο ξενύχτι, με τους δείκτες του ρολογιού της σταματημένους για ώρες στην ίδια ώρα. Ερημιά και ερήμωση, διαρκής απουσία και μια ησυχία που διαρκώς συνομιλεί με το απάνθρωπο.
Θα ξαναπάρουμε τις πόλεις. Θα ξαναπυκνώσουμε τη δραστηριότητά τους. Θα επιστρέψουμε σε συνήθειες και θα εφεύρουμε καινούριες. Οι κυνικοί και οι άχρηστοι που επέβαλαν το απρόσωπο και την ερήμωση δεν θα της κατοικούν. Αυτοί ζουν αλλού. Σε μια διαρκώς παράλληλη πραγματικότητα. Καλύτερα για εμάς. Προς το παρόν η καθημερινότητα είναι ανάμνηση και η ανάμνηση διαρκής υπενθύμιση. Για όλα τα λάθη διαχείρισης που μας έφεραν εδώ. Για την κατοχυρωμένη σκληρότητα. Για την επέλαση του συντηρητισμού ως υγειονομικής φόρμουλας. Αυτό είναι το τώρα. Και το δεχτήκαμε απροετοίμαστοι. Ας εκμεταλλευτούμε τον χρόνο για το μετά. Για μετά που θα ξαναπάρουμε τις πόλεις και θα ξαναδούμε τα πρόσωπα.