Μαρτίν Κόαν «Ηθικές επιστήμες», μτφ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδόσεις Κίχλη, 2020
Αργεντινή, Μπουένος Άιρες, 1982. Ακόμα δικτατορία. Το ιστορικό Εθνικό Κολέγιο, παρόλο που οι εποχές του μεγαλείου του έχουν περάσει, παραμένει πάντα το σχολείο των ελίτ και του συντηρητισμού τους: «μια επίλεκτη επιτομή ολόκληρου του έθνους». Άλλωστε «η ιστορία της Πατρίδας και η ιστορία του κολεγίου είναι ένα και το αυτό».
Ο βασικός ρόλος του σχολείου αυτού είναι η ηθική διαπαιδαγώγηση των μαθητών και των μαθητριών του και η εμπέδωση των αρχών και των αξιών που και η δικτατορία πρεσβεύει και προβάλλει. Για να παίξει αυτόν τον ρόλο, το σχολείο εφαρμόζει ένα πολύπλοκο σύστημα από πολύ αυστηρούς, παράλογους πολλές φορές, κανόνες, που ορίζουν όλη τη ζωή των μαθητών και των μαθητριών, αλλά και του εκπαιδευτικού προσωπικού, τόσο μέσα όσο και έξω από το σχολείο.
Στο Εθνικό Κολέγιο «οι διαταγές δίνονται μία και μόνη φορά και αυτό αρκεί», «όλοι γνωρίζουν ότι δεν έχει υπάρξει καμία επανάληψη», δεν έχει χρειαστεί άλλωστε. Κανόνες και κανονισμοί για τα ήθη και τη συμπεριφορά, κανόνες για πώς οι μαθητές παρατάσσονται στη γραμμή, για το πώς στοιχίζονται, για το πώς ντύνονται, για τις κάλτσες (όχι απλώς μπλε, αλλά «νάιλον και μπλε») και τα μαλλιά τους – αλίμονο στους καρηκομόωντες μαθητές που το μαλλί τους απέχει από τον γιακά του πουκαμίσου λιγότερο από τέσσερα εκατοστά. Και φυσικά, απέναντι στην παρατήρηση και στο αυστηρό βλέμμα του επιτηρητή, οι μαθητές και οι μαθήτριες δεν μπορούν παρά να αντιδρούν «με τον αναμενόμενο φόβο».
Το καθήκον του ελέγχου το έχουν οι καθηγητές και οι επιμελητές (ειδικό προσωπικό με βασικό ρόλο ακριβώς την τήρηση αυτών των κανόνων). Επιτηρούν τα πάντα και για να γίνει αυτό πρέπει «να βλέπουν χωρίς να τους βλέπουν». Και για να επιτηρούν τα πάντα πρέπει να μάθουν «να βλέπουν χωρίς να κοιτάζουν», αποτελώντας έτσι ένα πανταχού παρόν, αόρατο στους μαθητές, βλέμμα.
Ταυτόχρονα, το σχολείο είναι μια φυσαλίδα, αποστειρωμένη απ’ ό,τι συμβαίνει στον έξω κόσμο: αν υπάρχει «κάποια αταξία» «εκεί έξω», αυτό «δεν είναι κάτι που θα πρέπει να μας ανησυχήσει ούτε κάτι που μας υποχρεώνει να διακόψουμε την κανονική παράδοση των μαθημάτων», απλώς, μέχρι οι αρχές να αποκαταστήσουν την τάξη, οι μαθητές θα πρέπει να βγαίνουν από πλάγιες πόρτες και με την εντολή να τρέξουν γρήγορα στο σπίτι τους, αποφεύγοντας κάποιες κρίσιμες περιοχές της πόλης: «αυτό που πρέπει να τους μεταδώσετε δεν είναι περιέργεια, αλλά φόβος», λέει στους επιμελητές ο κύριος Υποδιευθυντής (αυτή η μυστηριώδης «αταξία» που συμβαίνει «έξω» ίσως αναφέρεται στις εργατικές κινητοποιήσεις που κορυφώθηκαν στην ιστορική μεγάλη πορεία της 30ης Μαρτίου του 1982). Ανεξάρτητα απ’ ό,τι συμβαίνει «έξω», «στο κολέγιο η απόλυτη προτεραιότητα είναι να διατηρηθεί καταπώς πρέπει η ατμόσφαιρα πειθαρχίας και συγκέντρωσης για τη μελέτη». Είναι χαρακτηριστική, για παράδειγμα, η απαγόρευση στους μαθητές να έχουν επαφή με τους ξένους δημοσιογράφους που, προφανώς, δεν έχουν παρά έναν και μόνο στόχο: «να δυσφημίσουν την εικόνα της Αργεντινής στα μάτια του κόσμου». Σε έναν κόσμο όπου οι κίνδυνοι αλλάζουν πρόσωπο αλλά είναι πάντα παρόντες (χίπηδες, ελευθεριότητα, τρομοκρατία κ.λπ.), οι καθηγητές οφείλουν να προστατεύουν τους μαθητές από τις ζημιές που «μπορούν να προκαλέσουν οι ξένες ιδέες ή ο ορμονικός αναβρασμός».
Η εμμονή της καταστολής
Σ’ αυτό το σχολείο, λοιπόν, η μόλις εικοσάχρονη Μαρία Τερέσα έχει προσληφθεί ως επιμελήτρια. Επιβάλλοντας την τυφλή υπακοή, τη βιώνει και την αναπαράγει και η ίδια, επιζητώντας διαρκώς τη ρητή ή τη σιωπηρή έγκριση του επικεφαλής των επιμελητών, κ. Μπιασούττο (ο οποίος κουβαλάει τη δόξα ότι ήταν εκείνος που συνέταξε τις μαύρες λίστες για τις διώξεις στο σχολείο). Η Μαρία Τερέσα, παγιδευμένη στην εμμονή ενός ασφυκτικού υπερβάλλοντα ζήλου, αρχίζει να υποψιάζεται πως κάποιος μαθητής διαπράττει ένα έγκλημα καθοσιώσεως: καπνίζει μέσα στο σχολείο. Αρχικά ψάχνει για στοιχεία και, όταν δεν βρίσκει τίποτα, αποφασίζει να αρχίσει να παραμονεύει τον πεπτωκότα μαθητή για να τον πιάσει στα πράσα, κι αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο εκεί που καπνίζουν τα αγόρια: στις (ανδρικές) τουαλέτες. Αρχίζει λοιπόν καθημερινά να πηγαίνει κρυφά και να κλειδώνεται σε μια τουαλέτα, περιμένοντας να συλλάβει τον απρόσεκτο δράστη που θα τολμήσει να καπνίσει.
Εκεί, μέσα στον κόσμο των τουαλετών, η Μαρία Τερέσα αρχίζει να ακούει, να μυρίζει, να κατασκοπεύει μαθητές που ουρούν, που αφοδεύουν, που αυνανίζονται (παρόλο που, ως προς αυτό, δεν καταλαβαίνει καν τι συμβαίνει, τι είναι αυτό το άγνωστο σ’ αυτήν συμβάν) και να βουλιάζει βαθμιαία σε έναν κόσμο που της φέρνει ίλιγγο και τελικά την οδηγεί να αντικρίσει τη δική της, εσωτερική άβυσσο των ανομολόγητων σκέψεων, των κρυφών επιθυμιών, των αποσιωπημένων παθών, των απειλητικών ερωτημάτων. Μέχρι που το απρόσμενο γεγονός θα ανατρέψει βίαια (στην κυριολεξία) όλον αυτό τον κόσμο. Και τότε η Μαρία Τερέσα θα πάψει να πηγαίνει στις ανδρικές τουαλέτες.
Έτσι, η άβυσσος που περιβάλλει τον καθένα και την καθεμιά που ζει μέσα σ’ αυτή τη φούσκα (η δικτατορία στη χώρα και η δικτατορία στο σχολείο) συναντιέται με την άβυσσο που βλέπει μέσα της η πρωταγωνίστρια, όταν κάνει το βήμα και πλησιάζει στο χείλος τού ανείπωτου που έχει μέσα της. Το βιβλίο παίρνει έτσι και μια ισχυρή αλληγορική, συμβολική πτυχή. Το σχολείο γίνεται, εν ολίγοις, η συμπύκνωση όλου του κοινωνικού και πολιτικού συντηρητισμού πάνω στον οποίο στηριζόταν η δικτατορία και την αναπαραγωγή του οποίου επιδίωκε, για να επιβιώνει και η ίδια εσαεί. Αυτό το κλειστοφοβικό σύστημα με την ιεραρχία, τις τιμωρίες, την πειθαρχία, τον φόβο, την ηθική της υποκρισίας, τις σαδιστικές σχεδόν εμμονές, τη (φυσική, λεκτική, ψυχολογική) βία, βία ρητή και υπονοούμενη και φυτεμένη στην ψυχή όσων την ασκούν και όσων τη δέχονται, με δυο λόγια το σύστημα της «τάξης και πειθαρχίας», όπως το συνόψιζαν οι ίδιες οι αρχές αυτού του σχολείου, γίνεται συνάμα και καθρέφτης της ευρύτερης εξουσίας και όλης της ψυχολογίας της κυριαρχίας και της υποταγής που θέλει να επιβάλει.
Μνήμη και λήθη
Κρίσιμο στοιχείο στο βιβλίο είναι η γλώσσα και το ψυχρό, κλινικό ύφος του Κόαν – χαρακτηριστικές είναι οι τελευταίες δυόμισι σελίδες του μυθιστορήματος, όπου σκιαγραφούνται το τέλος του πολέμου των Μαλβίνων/Φόκλαντ, ο πολιτικός αντίκτυπος στη χώρα και οι ανατροπές που συντελούνται στο Εθνικό Κολέγιο του Μπουένος Άιρες, σε ένα σύντομο κεφάλαιο που αρχίζει με τη φράση «Τη Δευτέρα 14 Ιουνίου 1982 πέφτει το Πουέρτο Αρχεντίνο» (το Πουέρτο Αρχεντίνο ή Πορτ Στάνλεϊ είναι η πρωτεύουσα των Μαλβίνων/Φόκλαντ. Στις 14/6/1982 οι Αργεντινοί υπέγραψαν εκεί τη συνθηκολόγηση με τους Βρετανούς, μετά από 74 μέρες πολέμου. Υπό το βάρος της ήττας, εκδιώκεται εντός ημερών, στις 18 Ιουνίου, ο επικεφαλής της χούντας της Αργεντινής, Γκαλτιέρι, και αντικαθίσταται από τη νέα ηγεσία –Μπινιόνε, Νικολαϊντες κ.λπ.– που σύντομα θα αναγκαστεί να ανοίξει τον δρόμο της μετάβασης στη δημοκρατία).
«Μ’ ενδιαφέρει πολύ η λήθη, η συλλογική λήθη και οι ψευδείς αναμνήσεις», έλεγε σχετικά πρόσφατα σε συνέντευξή του στην El País ο Μαρτίν Κόαν. Εδώ λοιπόν, μιλώντας για μια σκοτεινή εποχή, το δικό του φως στο παιχνίδι μνήμης και λήθης έρχεται να ρίξει ο κόσμος που φτιάχνει ο συγγραφέας, ένας κόσμος όπου ακόμα και ο λόγος είναι ένα βίαιο σύμπαν φτιαγμένο από φιμώσεις, υπεκφυγές, παρερμηνείες, αποσιωπήσεις, διαστρεβλώσεις.
Το βιβλίο τιμήθηκε το 2007 με το Βραβείο Εράλδε, ενώ μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο με τίτλο La mirada invisible, Το αόρατο βλέμμα.