«…διάβασα την Ημέρα της κουκουβάγιας. Ξέρεις να κάνεις κάτι που κανένας άλλος δεν μπορεί στην Ιταλία: τεκμηριωμένη μυθοπλασία, [...] με ζωηρές εικόνες, λογοτεχνική λεπταισθησία, γραφή που ελέγχεις πλήρως, με δοκιμιακή διάθεση, όσο χρειάζεται, με τοπικό χρώμα, όσο χρειάζεται, αποδίδοντάς τη σε ένα ιστορικό και εθνικό πλαίσιο, χωρίς να αγνοείς τον κόσμο γύρω μας που σε προστατεύει από τον τοπικισμό», είχε γράψει με ενθουσιασμό ο Ίταλο Καλβίνο τον Σεπτέμβριο του 1960 στον Λεονάρντο Σάσα, με αφορμή το χειρόγραφο που του είχε στείλει ο σικελός συγγραφέας του βιβλίου του που θα κυκλοφορούσε την επόμενη χρονιά, καθιερώνοντάς τον ως σημαντικό συγγραφέα. «Η ημέρα της κουκουβάγιας», βιβλίο σύντομο σαν διήγημα και πυκνό σαν μυθιστόρημα, όπως είχε επισημανθεί στην πρώτη του έκδοση, συγκέντρωνε ήδη τα τρία χαρακτηριστικά του συγγραφέα: την πολιτική συνείδηση, καθώς αναφερόταν σε ένα μεγάλο ζήτημα, τη μαφία, που μέχρι τότε αντιμετωπιζόταν ως τοπικό πρόβλημα της Σικελίας, την αφηγηματική γραφή αστυνομικού μυθιστορήματος, την επιθυμία να γίνει κατανοητός στο ευρύ κοινό.
Στο τέλος του βιβλίου είχε προσθέσει μια μακροσκελή σημείωση που κατέληγε πως κάθε σχέση με πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα είναι συμπτωματική, υπονοώντας προκλητικά το αντίθετο: Ο αρχηγός των καραμπινιέρων Μπελόντι του βιβλίου είχε σαν έμπνευση έναν πραγματικό καραμπινιέρο, φίλο του Σάσα, τον Renato Candida, που είχε γράψει ένα βιβλίο για τη μαφία στο οποίο αποκάλυπτε ότι η εγκληματική οργάνωση είχε πλέον διεισδύσει στον κρατικό μηχανισμό, έλεγχε πολιτικούς και κρατικές εργολαβίες και απλωνόταν πέρα από τη Σικελία. Η τοπική αρχή είχε ξεφορτωθεί τον Candida, στέλνοντάς τον στη συνέχεια στο Τορίνο με πρόσχημα την ενίσχυση της επαγγελματικής κατάρτισής του.
Το Ρακαμούλκο, «το νησί μέσα στο νησί, όπως κάθε σικελικό χωριό», ο γενέθλιος τόπος του Σάσα, απείχε όχι πολλά χιλιόμετρα από το Αγκριτζέντο, εκεί που γεννήθηκε κι έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του ο Πιραντέλο. Γι’ αυτόν, νεότατος ο Σάσα έγραψε ένα δοκίμιο/οδηγό, Pirandello e il pirandellismo, έτσι ώστε οι αναγνώστριες/στες να πλησιάσουν το αγαπημένο και ίσως δυσνόητο έργο του μεγάλου σικελού συγγραφέα που συνέδεε την αρχαϊκή τοπική κουλτούρα με τον μοντερνισμό. Αγαπημένοι οι, επίσης σικελοί, Τομάζι ντι Λαμπεντούζα και Τζοβάνι Βέργκα, που με την ανάγνωση των βιβλίων τους απολάμβανε τις ανακλήσεις στο παρελθόν. Ενώ για τον Σταντάλ, τον οποίο διάβαζε διαρκώς, με κυκλική φορά, έχοντας ως σημείο εκκίνησης πάντα το Μοναστήρι της Πάρμας, είχε γράψει: «Adorabile, ίσως καμιά φορά αυτή τη λέξη να την είχα γράψει, σίγουρα πολλές φορές τη σκέφτηκα: αλλά για μία μόνο γυναίκα και για έναν μόνο συγγραφέα. Και ο συγγραφέας είναι –δεν χρειάζεται καν να το πω– ο Σταντάλ».
«Todo modo» (1976)
Με πολεμικό λόγο και ισχυρές θέσεις
Συχνά συνδέουν τον Λεονάρντο Σάσα με τον Πιερ Πάολο Παζολίνι, κυρίως επειδή και οι δύο παρέμβαιναν στα πολιτικά πράγματα με πολεμικό λόγο και ισχυρές θέσεις αλλά και λόγω της πολυπραγμοσύνης τους: ήταν συγγραφείς, ποιητές, αρθρογράφοι, δοκιμιογράφοι, δίδαξαν σε σχολεία για ένα διάστημα, ενώ και ο Σάσα με τις μεταφορές πολλών έργων του στην οθόνη από πολιτικοποιημένους σκηνοθέτες όπως οι Έλιο Πέτρι, Νταμιάνο Νταμιάνι, Φραντσέσκο Ρόζι, Τζάνι Αμέλιο, μεταξύ άλλων, έχει μια σημαντική παρουσία στο σινεμά. Ο Σάσα θαύμαζε τον γαλλικό ρεαλιστικό κινηματογράφο της δεκαετίας του ’30, των Ζαν Ρενουάρ και Μαρσέλ Καρνέ και ταινίες τους όπως Η Μεγάλη χίμαιρα (1937) –που ήταν η αγαπημένη του–, Ο κανόνας του παιχνιδιού (1939), Το λιμάνι των αποκλήρων (1938). Κατά πολλούς αυτός ο ποιητικός ρεαλισμός συναντάται και στα βιβλία του ή τα περισσότερα βιβλία του είναι «έτοιμα» σενάρια. Ωστόσο, ο ιταλικός πολιτικός κινηματογράφος της δεκαετίας του ’70, παρότι περιλάμβανε κλασικές πλέον ταινίες όπως Η εργατική τάξη πάει στον Παράδεισο του Έλιο Πέτρι, ή τα Εξοχότατα πτώματα του Φραντσέσκο Ρόζι, κι αυτή από διήγημα του Σάσα, τότε, για ένα μεγάλο διάστημα, είχε αποδοκιμαστεί από νεώτερους. Είχε θεωρηθεί διδακτικός κινηματογράφος, και από κριτικούς, φίλους της Νουβέλ Βαγκ, γιατί, σύμφωνα με τη θέση του κύματος, το πολιτικό δεν προκύπτει από το περιεχόμενο αλλά από τη γλώσσα, από την ανατροπή της αστικής κονφορμιστικής γλώσσας του σινεμά.
Τα βιβλία του στον κινηματογράφο
Το πρώτο βιβλίο του Σάσα που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, από τα εννέα συνολικά, ήταν το Στον καθένα αυτό που του αξίζει (A ciascuno il suo) (1967) του Έλιο Πέτρι: ένα διπλό έγκλημα της μαφίας παρουσιάζεται αποκλειστικά ως έγκλημα πάθους και ο νεαρός καθηγητής που προσπαθεί να ξεδιαλύνει την υπόθεση, με ερωτικό κίνητρο και ο ίδιος, θα καταλήξει θύμα. Στην Ημέρα της κουκουβάγιας (1968), ίσως το πιο γνωστό έργο του Σάσα, σε σκηνοθεσία Νταμιάνο Νταμιάνι, η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από την αστυνομική έρευνα ενός καραμπινιέρου σχετικά με τον μυστηριώδη θάνατο ενός εργολάβου από ένα μαφιόζο που, ενώ θα αποκαλυφθεί, τελικά δεν θα τιμωρηθεί.
Το Todo modo (1976) είναι η ελεύθερη γκροτέσκ μεταφορά του ομότιτλου βιβλίου του Σάσα: Στη διάρκεια μιας φονικής επιδημίας σημαντικοί άνθρωποι απ’ όλο το φάσμα της εξουσίας, οικονομικοί και εκκλησιαστικοί παράγοντες, υψηλόβαθμοι πολιτικοί του χριστιανοδημοκρατικού κυβερνώντος κόμματος τότε, συγκεντρώνονται σε ένα κλειστοφοβικό μπετονένιο καταφύγιο/ξενοδοχείο της εκκλησίας, με πρόσχημα την ενδυνάμωση της πίστης τους με τις πνευματικές ασκήσεις που έχει επινοήσει ο Ιγνάτιος Λογιόλα με μότο το: «Με κάθε τρόπο να βρούμε τη θεία θέληση» (Todo modo para bouscar la voluntad divina), απ’ όπου και ο τίτλος του έργου. Παρουσιάζονται πολύ γρήγορα ως μια τεράστια εταιρεία πλουσίων με μοναδικό εχθρό τους φτωχούς. Ανάμεσα στις απίθανες πράξεις των προσώπων, εκβιασμούς, παρακολουθήσεις, αυτομαστιγώματα για εξιλέωση, βασικός ενορχηστρωτής ο ιερέας του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, κυνικός και υπολογιστής, και το πρωθυπουργικό ζευγάρι των Τζαν Μαρία Βολοντέ και Μαριάντζελα Μελάτο: Ο Βολοντέ στο ρόλο του Άλντο Μόρο, έχοντάς τον μελετήσει επί καιρώ, τον παρουσιάζει μειλίχιο, υποκριτή, με τη λατινίζουσα γλώσσα σήμα κατατεθέν του, που πάνω απ’ όλα τον ενδιαφέρει η εξουσία. Η Μαριάντζελα Μελάτο ως σύζυγος εκφράζει τη μεγαλομανία της μέσα από το σεξουαλικό παραλήρημα που της προκαλούν οι ψαλμωδίες.
Η απαγωγή από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και η δολοφονία του Μόρο, τον Μάιο του 1978, λίγο μετά την προβολή της ταινίας, είχε σαν αποτέλεσμα αυτή να απαγορευτεί, η ορίτζιναλ κόπια να καεί στην Τσινετσιτά, για πολλά χρόνια να είναι χαμένη, ώσπου βρέθηκε μια κόπια στη Ρωσία, κι έτσι επέστρεψε στην Ιταλία με υπότιτλους στο κυριλλικό αλφάβητο.1 Ο Σάσα τότε για ένα σύντομο διάστημα ήταν βουλευτής του ακτιβίστικου Ριζοσπαστικού Κόμματος, ενώ η έντονη διαφωνία του με τον «ιστορικό συμβιβασμό» τον είχε απομακρύνει από το ΚΚΙ.
Τον Οκτώβριο του 1978 δημοσιεύεται η Υπόθεση Μόρο (L’ affaire Moro), που ο Λεονάρντο Σάσα έχει γράψει εν θερμώ τόσο κοντά στα γεγονότα και αποτελεί τη δική του ανάγνωση των επιστολών του Άλντο Μόρο προς τη γυναίκα του, προς στελέχη του κόμματος, από την ομηρία του στη «φυλακή του λαού». Ενώ πολιτικοί και δημοσιογράφοι δεν αμφέβαλαν ότι αυτές αποτελούσαν σκέψεις ενός ανθρώπου που δρα υπό αφόρητη πίεση και χάνει τον καταλογισμό του, ο Σάσα τις διαβάζει με προσοχή και οξύνοια όπως κάθε ντοκουμέντο. Καταφέρνει έτσι να δημιουργήσει ένα πλαίσιο σκέψεων και συσχετίσεων των γεγονότων που βοήθησαν στη συνέχεια να γίνει κατανοητό ένα τρομερό συμβάν της σύγχρονης ιταλικής ιστορίας. Στην ανάγνωση της υπόθεσης, ο Σάσα, επιστρατεύοντας στα επιχειρήματά του τον Παζολίνι με το περίφημο άρθρο του για τις πυγολαμπίδες ή τον Μπόρχες με το διήγημά του Πιερ Μενάρ, έγραψε ότι το βιβλίο θα μπορούσε να διαβαστεί και ως «λογοτεχνικό έργο», όμως ως μέλος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής έρευνας για την υπόθεση δεν μπορούσε να το αγνοήσει και ως «έργο της αλήθειας». Άλλωστε στην τελευταία έκδοση του βιβλίου, το 1983, υπάρχει και η προσθήκη με το χρονολόγιο της απαγωγής και της δολοφονίας του Μόρο καθώς και η αναφορά της μειοψηφίας όπως παρουσιάστηκε από τον Σάσα, βουλευτή του Ριζοσπαστικού κόμματος τότε.
Πολιτική ίντριγκα και αστυνομική πλοκή
Η RAI, η ιταλική δημόσια τηλεόραση, τίμησε με πολλά αφιερώματα φέτος τον συγγραφέα για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, χαρακτηρίζοντάς τον διαυγή διανοούμενο που δεν δίστασε να συγκρουστεί με τα πιο σκοτεινά συμβάντα της ιστορίας. Για τον Γκοφρέντο Φόφι, από τους πιο σημαντικούς κριτικούς λογοτεχνίας και κινηματογράφου, ο Σάσα με τις ιστορίες του, όπου πολιτική ίντριγκα και αστυνομική πλοκή συμπλέκονται, δημιούργησε σχολή κυρίως σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, ενώ θεωρεί ότι πρέπει να αναγνωριστούν και τα νεανικά λιγότερο γνωστά βιβλία του Σάσα, όπως το Gli zii di Sicilia (Οι θείοι της Σικελίας), βιβλίο για την αποσταλινοποίηση και πώς επηρέασε τους κομουνιστές ενός μικρού-μικρού χωριού της Σικελίας.
«Τα βιβλία του ακολούθησαν δύο διαφορετικές κατευθύνσεις: Η μία ήταν το πολιτικό μυθιστόρημα. Στην αρχή έστηνε την αστυνομική πλοκή και στη συνέχεια το "διεύρυνε" με παραθέματα, με ιδέες, φιλοσοφικές παρατηρήσεις. Η άλλη κατεύθυνση ήταν τα χρονικά: η επανακάλυψη γεγονότων του παρελθόντος για να αφηγηθεί θέματα, προβλήματα, για παράδειγμα τη θρησκευτική δυσανεξία… Ο Σάσα ίσως περισσότερο από άλλους ήταν σε θέση να περιγράψει ποιοι ήμασταν και πώς σταδιακά αλλάξαμε».
Σημείωση
1. Η ταινία με αγγλικούς υπότιτλους: voody.online/load/mysthr_oy/13401-todo_modo_1976.html