Με τη δήλωσή του, σε τηλεοπτική εκπομπή αφιερωμένη στην επανάσταση του 1821, ότι «το Ισλάμ, οι πολίτες του, δεν είναι θρησκεία, είναι πολιτικό κόμμα, είναι πολιτική επιδίωξη και είναι οι άνθρωποι του πολέμου, οι άνθρωποι της εξαπλώσεως», ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος δεν υπερέβη απλώς εαυτόν. Εισερχόμενος στο ευαίσθητο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής ξεπέρασε επικίνδυνα πολύ τα όρια του ρόλου του ως επικεφαλής της εκκλησίας σε μια δημοκρατική πολιτεία.

Η ανακοίνωση της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, που εκδόθηκε εσπευσμένα για να σώσει όπως - όπως τα προσχήματα, επισημαίνοντας ότι ο αρχιεπίσκοπος «δεν εννοούσε τίποτε περισσότερο από τη διαστροφή της ίδιας της μουσουλμανικής θρησκείας από μία δράκα ακραίων φονταμενταλιστών που σπέρνουν τον τρόμο και τον θάνατο σε όλη την Οικουμένη» και υπογραμμίζοντας «τον έμπρακτο σεβασμό του σε όλες τις γνωστές θρησκείες», αποδείχθηκε ελάχιστα πειστική και καθόλου αποτελεσματική στην προσπάθεια να πέσουν οι τόνοι και να κατευναστούν οι θιγόμενοι.

Σε μια δήλωση εξόχως πολιτική, η αντίδραση δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική.

Ο επικεφαλής της πανίσχυρης Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων της Τουρκίας, Αλί Ερμπάς, καταδίκασε έντονα τη δήλωση του αρχιεπισκόπου -«οδηγεί», είπε, «τους ανθρώπους στο μίσος, την εχθρότητα και τη βία κατά του Ισλάμ». Και προέτρεψε «τον χριστιανικό κόσμο να αντιταχθεί σε αυτή την άρρωστη αντίληψη».

Το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Σε ανακοίνωση που εξέδωσε το βράδυ της Κυριακής καταλογίζει, εμμέσως πλην σαφώς, στην ελληνική πλευρά πρόθεση υπονόμευσης των διερευνητικών επαφών λίγες μέρες πριν την έναρξή τους: «Το γεγονός ότι μια τέτοια δήλωση γίνεται σε περίοδο που υπάρχουν προετοιμασίες για διερευνητικές συνομιλίες συνιστά ατυχές βήμα προς την υπονόμευση της διαδικασίας». Στην ίδια γραμμή και το μήνυμα που εξέπεμψε ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών στην συνέντευξη Τύπου που είχε με το γερμανό ομόλογό του στην Άγκυρα. Ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου επικαλέστηκε τη δήλωση του αρχιεπισκόπου για να υποστηρίξει ενώπιον του Χάικο Μάας ότι η χώρα του θέλει το διάλογο, αλλά η Ελλάδα είναι αυτή που προκαλεί.

Επίσημη απάντηση από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης στις τουρκικές αντιδράσεις για τις δηλώσεις του αρχιεπισκόπου δεν υπήρξε. Αρκέστηκε η κυβέρνηση στη χλιαρή απάντηση του κυβερνητικού εκπροσώπου στους δημοσιογράφους ότι «οι διερευνητικές επαφές δεν αφορούν θρησκευτικά ζητήματα» και ότι «η κυβέρνηση προφανώς και σέβεται όλες τις θρησκείες».

Ούτε, βεβαίως, υπήρξε κυβερνητική απάντηση στο ατόπημα του αρχιεπισκόπου να προβεί σε πολιτικές δηλώσεις που δυσχεραίνουν διεθνώς τη χώρα, και μάλιστα σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη συγκυρία.

Το αντίθετο θα έθετε σε κίνδυνο τη συνοχή του διπόλου. Η πλειονότητα των συμπολιτών που συναθροίστηκαν στις εκκλησίες τα Θεοφάνεια παρά την απαγόρευση, θεωρούνται ψηφοφόροι του κυβερνώντος κόμματος -και το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών παραμένει εναργές στον ορίζοντα των σχεδιασμών της κυβέρνησης.

Η δήλωση του αρχιεπισκόπου για το Ισλάμ, δήλωση εξόχως πολιτική, εξέπληξε όσους στο πρόσωπό του (θέλουν να) βλέπουν ένα συνετό ποιμενάρχη, που αποφεύγει να αναμιγνύεται στην πολιτική, αρκούμενος στο ρόλο που του αναγνωρίζουν το Σύνταγμα και οι πρόνοιες της Δημοκρατίας. Δεν εξέπληξε, αντιθέτως, όσους θυμούνται ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο προκαθήμενος της εκκλησίας της Ελλάδος τοποθετείται πολιτικά χωρίς περιστροφές. Όσους, π.χ., δεν έχουν ξεχάσει ότι, μιλώντας στην εκπομπή «Ιστορίες» της τηλεόρασης του ΣΚΑΪ τον Νοέμβριο του 2016, ο κ. Ιερώνυμος είχε διερωτηθεί, αναφερόμενος στον τότε πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και στη δημοκρατικά εκλεγμένη από τον ελληνικό λαό κυβέρνησή του, «ποιο λόγο έχει ο πρωθυπουργός, η αριστερά, ο κομμουνισμός –αν θέλετε– να έχει λόγο στα εκκλησιαστικά πράγματα;» -σπεύδοντας μάλιστα να συγχαρεί έναν άλλο πολιτικό αρχηγό, που και εκείνος είχε διερωτηθεί, «τι δουλειά έχει ένα κομμουνιστικό κόμμα, μια αριστερά, στο παγκάρι της εκκλησίας;».1

Το παγκάρι. Το αφορολόγητο των εσόδων της εκκλησίας από την τέλεση των ιερών Μυστηρίων, από την αγοραπωλησία εκκλησιαστικών ειδών: κεριά, λιβάνια, συναξάρια, καντηλέρια, εικονίτσες κ.λπ.

Το παγκάρι. Η μισθοδοσία των κληρικών από το ταμείο του κράτους ως υπαλλήλων του δημοσίου.

Το παγκάρι και η κάλπη. Το δίδυμο από το οποίο ο αρχιεπίσκοπος -και, αείποτε, η εκκλησία της Ελλάδος- αντλεί το ελεύθερο να εκθέτει εαυτόν στο πεδίο της πολιτικής, εκθέτοντας ταυτόχρονα σε διακινδύνευση τη δημοκρατική νηνεμία στο εσωτερικό και τη διαπραγματευτική θέση της χώρας στο διεθνές πεδίο.

Η κάλπη και το παγκάρι. Το δίδυμο που κρατά όμηρο την κυβέρνηση, ωθώντας την σε μικροπολιτικούς ελιγμούς στο εσωτερικό, σε συμβιβασμούς που υπονομεύουν το κύρος της Δημοκρατίας, και σε θέση απολογούμενου εκτός συνόρων, σε θέση που εκθέτει το κύρος της χώρας διεθνώς.

 

Σημείωση

1. Βλ. «Έλεος, δέσποτα…», «Η Εποχή» της Κυριακής 6 Νοεμβρίου 2016.

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet