Ο αριστερός λαϊκισμός χωρίζει τη ριζοσπαστική Αριστερά στην Ελλάδα και διεθνώς. Το γεγονός ότι η ιστορική παράδοση της εφημερίδας είναι «αντιλαϊκιστική», με την έννοια που έδινε στον όρο ο εκ των ιδρυτών της Άγγελος Ελεφάντης αναφερόμενος στο ανδρεοπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ, δεν μας εμποδίζει να φιλοξενούμε σήμερα, με μεγάλη χαρά, ένα κείμενο του Γιάννη Σταυρακάκη, καθηγητή στο ΑΠΘ, που κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση. Θεωρούμε ότι το κείμενο αυτό, που βασίζεται στην εισήγηση του συγγραφέα στο πρόσφατο διαδικτυακό συνέδριο του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς με τίτλο «Αριστερή Θεωρία για τον 21ο αιώνα», μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα μιας ενδιαφέρουσας συζήτησης για τη στρατηγική της ριζοσπαστικής, μετασχηματιστικής Αριστεράς.
Χ.Γο.
Τα τελευταία χρόνια, ειδικά με αφορμή τις πολιτικές εξελίξεις στην Λατινική Αμερική και τη Νότια Ευρώπη, ο «αριστερός λαϊκισμός» επαινέθηκε αρχικά για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί διοχέτευσε την ενέργεια του πλήθους (των Indignados στην Ισπανία, των Αγανακτισμένων στην Ελλάδα, του κινήματος Occupy στις Ηνωμένες Πολιτείες, κ.λπ.) και της ευρύτερης κοινωνικής διαμαρτυρίας σε οργανωμένες πολιτικές δομές (σε κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΟΔΕΜΟΣ, σε προεδρικές υποψηφιότητες όπως αυτή του Μπέρνι Σάντερς, κ.λπ.) που ήρθαν σε μετωπική σύγκρουση με το status quo στο εδραιωμένο θεσμικό επίπεδο (συνταγματική/φιλελεύθερη δημοκρατία). Δεύτερον, γιατί οδήγησε σε σημαντικές εκλογικές επιτυχίες, συχνά επαναλαμβανόμενες. Πράγματι, σε κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από διχασμούς, κατακερματισμούς, ανισότητες και πολώσεις, ο λαϊκισμός συνιστά μια λογοθετική πρακτική που στοχεύει στη δημιουργία δεσμών ανάμεσα σε αποκλεισμένους και υποτελείς κοινωνικούς δρώντες, προκειμένου να διευκολύνει την πολιτική αμφισβήτηση και ανατροπή των εν λόγω αποκλεισμών. Είναι μάλλον άστοχο να θεωρηθεί ότι κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί μέσω κάποιου αυτοματισμού που αντανακλά τις «αντικειμενικές» οικονομικές συνθήκες. Ο ρόλος της συμβολικής/συναισθηματικής πολιτικής διαμεσολάβησης είναι σημαντικός αν θέλουμε να κατανοήσουμε γιατί, όπως έλεγε ο Μπάρινγτον Μουρ, «οι άνθρωποι συχνά ανέχονται να λειτουργούν ως θύματα των κοινωνιών τους, ενώ άλλες φορές οργίζονται και προσπαθούν με πάθος και αποφασιστικότητα να αλλάξουν την κατάστασή τους».
Από την άλλη πλευρά, λίγα χρόνια μετά, ασκείται έντονη κριτική στον «αριστερό λαϊκισμό» για την αποτυχία του σε πολλές από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις να πραγματώσει μια ολοκληρωμένη κοινωνική αλλαγή. Η απογοήτευση από τις κυβερνητικές θητείες ορισμένων κυβερνήσεων και οι εκλογικές αποτυχίες που οδήγησαν στην αντιπολίτευση τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα (2019), τον αριστερό περονισμό στην Αργεντινή (2015) και το MAS στη Βολιβία (2019), έχουν δημιουργήσει σε κύκλους της Αριστεράς μια αρνητική στάση απέναντι στη στρατηγική του «αριστερού λαϊκισμού» που συνοδεύεται συχνά με εκκλήσεις για επιστροφή στην ταξική καθαρότητα.
Το ερώτημα
Σε τούτο το σύντομο κείμενο θα επιχειρηθεί να αποσαφηνιστούν πλευρές του διακυβεύματος αυτής της συζήτησης. Πολύ συχνά ο «αριστερός λαϊκισμός» συνδέεται με το έργο του Ερνέστο Λακλάου, της Σαντάλ Μουφ και των συνεργατών τους. Είναι αλήθεια ότι για κάποιους που ανήκουν στους πολιτικούς σχηματισμούς που κυριάρχησαν στο χώρο της Αριστεράς κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, το έργο του Λακλάου (και μετέπειτα της Μουφ) έχει λειτουργήσει ως μοντέλο ή και πολιτικός «τυφλοσούρτης». Αυτό ισχύει αναμφίβολα στην περίπτωση του ΠΟΔΕΜΟΣ στην Ισπανία. Μπορούμε επίσης να αναφερθούμε στην επιρροή των Λακλάου και Μουφ στην Λατινική Αμερική (κυρίως στη χώρα καταγωγής του πρώτου, την Αργεντινή, όπου, σημειωτέον, ο αριστερός λαϊκισμός επέστρεψε στην εξουσία το 2019 και έχει ήδη πραγματοποιήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις, όπως μια νέα συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους και τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων). Ωστόσο, αυτό δεν συνέβη σε άλλες χώρες. Για παράδειγμα, η άποψη ότι η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ εμπνεύστηκε από τον Λακλάου προδίδει μια μάλλον περιορισμένη γνώση τόσο της εσωτερικής οργάνωσης και της γενικότερης ιδεολογικής ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και του τρόπου που λειτουργεί η (ελληνική) πολιτική ζωή.
Υπ’ αυτή την έννοια, πολλά από τα προαναφερθέντα πολιτικά σχέδια μάλλον ανέπτυξαν τη στρατηγική τους στη βάση διαφορετικών ενοράσεων και αντιλήψεων, που μπορεί σήμερα να φαίνονται συμβατές με τον «αριστερό λαϊκισμό», όπως αυτός έχει διαμορφωθεί εννοιολογικά από τον Λακλάου και την Μουφ, άλλα οι ρίζες τους μάλλον θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού. Πού αλλού, όμως; Μήπως παραπέμπουν σε μια μακρά πολιτική παράδοση (που σταδιακά απορρίπτει την αναγκαιότητα και υιοθετεί την ενδεχομενικότητα), που δεν περιορίζεται στην Αριστερά, αλλά έχει ιστορικά επηρεάσει την εξέλιξη αριστερών στρατηγικών που προτάσσουν την πολιτική συνάρθρωση και τη σχετική αυτονομία του πολιτικού, ειδικά σε συγκυρίες κρίσης; Ένα τέτοιο παράδειγμα προσφέρει η βραχυχρόνια στρατηγική των «λαϊκών μετώπων» που εφαρμόστηκε κατά τη δεκαετία του 1930 με σχετική επιτυχία -δεδομένων των συνθηκών-, απέναντι στον ανερχόμενο ευρωπαϊκό φασισμό (για παράδειγμα, το Λαϊκό Μέτωπο στην Γαλλία έλαβε 57% στις εκλογές και πραγματοποίησε πολλές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις).
Πώς λοιπόν οι θεωρητικές επεξεργασίες των Λακλάου και Μουφ εμφανίζονται ως συμβατές με τη στρατηγική αριστερών πολιτικών φορέων στη διαμόρφωση της οποίας είχαν μάλλον αμελητέα επίδραση; Στην πραγματικότητα, μπορεί ο Λακλάου και η Μουφ να συστηματοποίησαν θεωρητικά με τον πιο εκλεπτυσμένο τρόπο τις πολυπλοκότητες της ηγεμονίας και τα πολλαπλά επίπεδα των σύγχρονων πολιτικών αγώνων, ωστόσο δεν επινόησαν ex nihilo όσα προτείνουν. Η αργή διάβρωση της λογικής της αναγκαιότητας και του αναγωγισμού και η αποδιάρθρωση των φαντασιώσεων ενός αυτόματου, αδιαμεσολάβητου περάσματος από την οικονομία (ως αντικειμενική ταξική θέση) στην πολιτική (ως παθιασμένη ταύτιση και πλειοψηφική ενεργοποίηση) συνοδεύουν τη ριζοσπαστική παράδοση σχεδόν εξ’ αρχής. Η κατάρρευση της αναγκαιότητας επιτρέπει την ενδελεχή εγγραφή της ενδεχομενικότητας και προστατεύει από φαντασιώσεις βεβαιότητας που αποπροσανατολίζουν τη στρατηγική‧ η κατάρρευση της αναγωγής φέρνει στην επιφάνεια τη συνάρθρωση ως τον κατ’ εξοχήν μηχανισμό που επικαθορίζει τούς πολιτικούς αγώνες. Κατά συνέπεια, η αντίθεση στο σύστημα και η διάθεση αλλαγής του δεν μπορούν να προκύψουν αυτόματα, αλλά απαιτούν πολιτική διαμεσολάβηση: τη δημιουργία συναρθρώσεων μεταξύ διαφορετικών αγώνων και υποκειμένων προκειμένου να δημιουργηθούν ταυτίσεις ικανές να αμφισβητήσουν την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Στην πολιτική νεωτερικότητα, ακόμα και πριν από τους Χαρτιστές και μέχρι τον πρώιμο αμερικανικό και ρωσικό λαϊκισμό και τα Λαϊκά Μέτωπα, ο «λαο-κεντρισμός» και ο «αντι-ελιτισμός» είχαν ήδη εμφανιστεί ως κομβικά σημεία ριζοσπαστικών κινημάτων. Εν τέλει, ο λαϊκισμός παρουσιάζεται ως η ενδεδειγμένη στρατηγική για την Αριστερά καταρχάς μέσα από το έργο του Λακλάου. Αυτό δεν συμβαίνει, βέβαια, γιατί ο αργεντινός πολιτικός θεωρητικός βίωσε κάποια αποκαλυπτική επιφοίτηση. Απλώς, μας παρουσίασε από μια λίγο διαφορετική οπτική γωνία τους όρους του παιχνιδιού, επιλέγοντας να αναδείξει την προϋπάρχουσα προτεραιότητα του πολιτικού με τρόπο που θέτει σε διερώτηση τις αλαζονικές και θριαμβικές βεβαιότητες κάθε αριστερού ελιτισμού.
Ακόμα και αν κάποιος είναι αλλεργικός στη γλωσσολογία, τον (μετα)δομισμό και την ψυχανάλυση (παραδόσεις που αξιοποιεί ο Λακλάου), είναι απολύτως δυνατό να καταλήξει σε παρόμοιες εκτιμήσεις μέσα από άλλες διαδρομές. Και έτσι να αρχίσει να αποδέχεται την ενδεχομενικότητα και την ιστορικότητα, τη σημασία του «λαού» στην πολιτική, ακόμα και το λαϊκισμό. Όλα αυτά ήταν στρατηγικές επιλογές για την Αριστερά πολλές δεκαετίες πριν από τον Λακλάου, ακόμα και όταν δεν είχαν πλήρως συνειδητοποιηθεί ως τέτοιες. Ας ανατρέξουμε, που αλλού; Μα στον Μαρξ... Παραδόξως, αυτό ακριβώς είναι που αποφεύγουν συχνά οι θιασώτες της ταξικής καθαρότητας.
Μαρξ και λαϊκισμός
Η γενεαλογία του αριστερού λαϊκισμού αποκαλύπτει πολλά για την πλούσια -αλλά σχετικά άγνωστη- χορογραφία μεταξύ λαϊκισμού και Αριστεράς, που σε μεγάλο βαθμό αγνοούνται. Αρχικά, πρέπει να αναφερθούμε στην επίδραση των σοσιαλιστικών ιδεών και του ίδιου του Μαρξ στο πρώτο ιστορικά καταγραμμένο λαϊκιστικό κίνημα, τους ρώσους Ναρόντνικους. Συνήθως αναφέρεται η ύστερη απόρριψη του ρωσικού λαϊκισμού από τον Λένιν (ως μη-επιστημονική μορφή σοσιαλισμού). Όμως, πέρα από την υιοθέτηση μιας ελιτίστικης «επιστημονικής» υπεροψίας (που αναπαράγει ιεραρχικά στερεότυπα), αυτή η εστίαση βασίζεται εν πολλοίς σε διχογνωμίες που ανέκυψαν στο εσωτερικό της ρωσικής επαναστατικής παράδοσης. Εδραιώνει, επίσης, έναν ελιτισμό που δεν μπορεί να διαχωριστεί από την αυταρχική εξέλιξη του σοβιετικού εγχειρήματος.
Σήμερα, πάντως, έχουμε πολλές λεπτομερείς αναφορές στη σχέση του ίδιου του Μαρξ με τους λαϊκιστές, που πρέπει να φωτιστεί και να συζητηθεί· παραμένει μυστήριο γιατί η σχέση αυτή δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από όλους όσους προτείνουν την επιστροφή σε μια ταξική, υποτίθεται «πούρα», μαρξιστική πολιτική. Γιατί, άραγε, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Μαρξ φαίνεται να διαφοροποιήθηκε από μια τέτοια λογική «καθαρότητας»;
Υπάρχουν πολλές ουσιώδεις συνεπαγωγές που προκύπτουν από τη μελέτη του ρωσικού λαϊκισμού και της σχέσης του Μαρξ με αυτόν. Πρώτον, ότι η λαϊκιστική στρατηγική δεν μπορεί να ανάγεται σε μια ρεφορμιστικού τύπου απόκλιση από κάποια υποτιθέμενη ταξική καθαρότητα. Μπορεί κάλλιστα να ενεργοποιεί ένα πολιτικό εγχείρημα (οποιουδήποτε βαθμού ριζοσπαστικότητας, ανάλογα με το ιστορικό πλαίσιο), προσβάσιμο στα λαϊκά στρώματα που το συνδιαμορφώνουν, το οποίο μπορεί παράλληλα να είναι και σοσιαλιστικό. Δεύτερον, ότι αυτό ήταν γνωστό στον Μαρξ, ο οποίος, προς το τέλος της ζωής του, φαίνεται ότι μετέβαλε τις προγενέστερες θέσεις του, προσεγγίζοντας σταδιακά το ρωσικό λαϊκισμό. Όλα αυτά φαίνεται να βασίστηκαν, λίγο πολύ, σε μια άρνηση της αναγκαιότητας και του αναγωγισμού.
Το πρώτο από τα παραπάνω σημεία αρχικά τεκμηριώνεται από τον Τεοντόρ Σάνιν στην πρωτοποριακή συλλογή άρθρων που περιέχονται στο βιβλίο του Late Marx and the Russian Road: Marx and 'the Peripheries of Capitalism' [Ο ύστερος Μαρξ και ο ρωσικός δρόμος: Ο Μαρξ και «οι περιφέρειες του καπιταλισμού»]. Οι Ναρόντνικοι ήταν ένα είδος (επαναστατών) λαϊκιστών, που στη μάχη που έδιναν για την ανατροπή του τσαρικού αυταρχισμού εμπνέονταν, μεταξύ άλλων, και από τα γραπτά του Μαρξ. Αυτό προκύπτει σαφώς από τα ίδια τα κείμενά τους. Επιπλέον, εκείνη την περίοδο, ορισμένες μερίδες τους είχαν σε κάποιο βαθμό αποδεχθεί τον Μαρξ και τον μαρξισμό, συνδέοντας τον λαϊκισμό με τον σοσιαλισμό.
Από την άλλη πλευρά, προς το τέλος της ζωής του, ο ίδιος ο Μαρξ επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ρωσικό ζήτημα και για τον λαϊκισμό. Πράγματι, όπως παρατηρεί ο Σάνιν, στα τελευταία του χρόνια, ο Μαρξ φάνηκε να κάνει ένα βήμα «προς μια περισσότερο σύνθετη και ρεαλιστική εννοιολόγηση της παγκόσμιας ετερογένειας των κοινωνιακών μορφών, της δυναμικής και της αλληλεξάρτησης». Αυτό είναι φανερό από την τελική απόρριψη εκ μέρους του του ντετερμινισμού και τη στροφή στη σημασία του ιστορικού πλαισίου στην πολιτική δυναμική, δύο συναφείς θέσεις που αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα στην απάντησή του (και στα πολυάριθμα προσχέδια της) στην επιστολή της Βέρα Ζασούλιτς. Εδώ, αμφισβητεί ευθέως την «ιστορικά αναπόφευκτη» εφαρμογή του δυτικού μοντέλου στον δρόμο προς τον σοσιαλισμό. Αυτό έχει επίσης επιπτώσεις στον ρόλο που θα μπορούσε να παίξει η ρωσική αγροτική κομμούνα στη σοσιαλιστική ανάπτυξη: «Συνεπώς, η ανάλυση του Κεφαλαίου δεν προσφέρει επιχειρήματα υπέρ ή κατά της βιωσιμότητας της ρωσικής κομμούνας».
Μετατοπίσεις
Αυτή η αλλαγή προτεραιοτήτων δεν είναι καθόλου άσχετη με το γεγονός ότι, εκείνη την περίοδο, ο Μαρξ μάθαινε μόνος του ρωσικά και ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την κατάσταση στη Ρωσία-κυρίως για τις δυνατότητες της ρωσικής αγροτικής κομμούνας-και τις δραστηριότητες των ρώσων λαϊκιστών. Και πάλι με τα λόγια του Σάνιν: «Η τελευταία δεκαετία της ζωής του Μαρξ ήταν μια διακριτή περίοδος του αναλυτικού του εγχειρήματος: αυτό είναι ένα γεγονός που αναγνωρίζεται, αν και για διαφορετικούς λόγους, από έναν σταθερά αυξανόμενο αριθμό ερευνητών».
Το αποτέλεσμα ήταν μια σημαντική μετατόπιση στις θέσεις του. Αν και η προηγούμενη στάση του απέναντι στους ρώσους λαϊκιστές -ειδικά η άποψή του για τον Χέρτζεν- ήταν εντελώς αρνητική, «εν τέλει, ο προβληματισμός του Μαρξ άρχισε να αλλάζει από τη στιγμή που έμαθε καλά τη ρωσική γλώσσα και μπόρεσε να ακολουθήσει τις ρωσικές σπουδές του χρησιμοποιώντας πρωτογενείς πηγές, και κυρίως από τότε που ήρθε σε επαφή με τις μελέτες του Τσερνισέφσκι», όπως επισημαίνει ο Χαρούκι Βαντά. Άλλοι ερευνητές, όπως ο Τσινέλα στο έργο του Ο άλλος Μαρξ, έχουν αναδείξει λεπτομερώς αυτή την σταδιακή μεταστροφή. Λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Μαρξ φαίνεται να προσέγγισε σημαντικά τον ρωσικό λαϊκισμό, καταλήγει ο Τσινέλα. Η στήριξή του στους Ναρόντνικους και η επεξεργασία μιας νέας θεωρίας της ιστορίας πέραν του ευρωκεντρισμού συνιστούν, κατά την άποψή του τελευταίου, τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του διανοητικού μετασχηματισμού του Μαρξ στα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Σημαίνουν όλα αυτά ότι οι ρώσοι λαϊκιστές υπήρξαν δηλωμένοι μαρξιστές και ότι ο ίδιος ο Μαρξ είχε γίνει λαϊκιστής; Ασφαλώς όχι! Αλλά, χωρίς αμφιβολία, η προαναφερθείσα αλληλεπίδραση δείχνει ότι υπήρχαν πολλαπλές συγγένειες, μια κοινή πολιτική ευαισθησία και μια πολύ στενή στρατηγική συμμαχία που βασιζόταν σε μια αμοιβαία κατανόηση του πολιτικού αγώνα εντός ενός δεδομένου ιστορικού πλαισίου. «Ήταν πολιτικοί σύμμαχοι που αλληλοϋποστηρίζονταν και αλληλοεπηρεάζονταν», καταλήγει ο Σάνιν.
Στρατηγικές συνεπαγωγές
Αναμφίβολα, εδώ δεν υπάρχει τίποτε το αναπόφευκτο. Ούτε αναγκαιότητα ούτε αναγωγισμός. Δεν μπορεί κανείς να εντοπίσει πουθενά ελιτίστικους ισχυρισμούς επιστημολογικής υπεροχής. Αυτό που υπάρχει είναι μόνο η μέριμνα για μια πολιτική συνάρθρωση ενάντια σε έναν κοινό ισχυρό αντίπαλο. «Λαοκεντρισμός» και «αντιελιτισμός». Όλα όσα αποτελούν τον πυρήνα της λαϊκιστικής λογικής, την οποία αργότερα κατέγραψε λεπτομερώς και ανέπτυξε περαιτέρω ο Λακλάου. Αν ο ίδιος ο Μαρξ ήταν πρόθυμος να εξετάσει έναν προσανατολισμό αυτού του είδους, τι νόημα έχει να τον απορρίπτουμε σήμερα a priori σαν μια καταστροφική απομάκρυνση από τις ρίζες;
Σίγουρα μια στρατηγική τέτοιας μορφής δεν μπορεί να εγγυηθεί την επιτυχία. Αλλά φαίνεται ότι βρίσκεται πίσω από πολλές (σχετικές) «επιτυχίες» της Αριστεράς, από τον περασμένο αιώνα μέχρι και σήμερα. Άλλωστε, ποια είναι η εναλλακτική λύση; Μπορεί κάποιος να πιστέψει στα σοβαρά ότι επιστρέφοντας στην «αναγκαιότητα», τον ταξικό αναγωγισμό και τον αριστερό ελιτισμό τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν καλύτερα; Προφανώς, η έμφαση στην πολιτική συνάρθρωση απαιτεί πρόσθετη προσπάθεια. Από τη στιγμή, μάλιστα, που το πλαίσιο είναι ιδιαίτερα αμφίσημο και ολισθηρό, καθώς επικαθορίζεται από την πολιτική, θεσμική και πολιτιστική ηγεμονία του καπιταλισμού, η δημιουργία εναλλακτικών ταυτοτήτων και κινητοποιήσεων παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, πόσο μάλλον η εφαρμογή μιας αριστερής κυβερνητικής πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνει ο Μαρξ στο βιβλίο του Η Δεκάτη Ογδόη Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, «οι άνθρωποι δημιουργούν την ιστορία τους, αλλά δεν την δημιουργούν όπως αυτοί θέλουν σε συνθήκες που διαλέγουν οι ίδιοι‧ αντίθετα την δημιουργούν στις συνθήκες του παρόντος, που είναι δεδομένες και κληροδοτημένες από το παρελθόν». Προσφέρει, άραγε, μια οιονεί μαγική προσδοκία ανάδυσης ενός ριζοσπαστικού πολιτικού (συλλογικού) υποκειμένου μέσα από έναν μάλλον ασαφή «αυτοματισμό» οποιαδήποτε αξιόπιστη εναλλακτική λύση; Είναι βέβαιο ότι τέτοιου είδους όνειρα επιστρέφουν συχνά-πυκνά για να στοιχειώσουν την αριστερή πολιτική φαντασία (σκεφθείτε κάποιες πλευρές της αρχικής ανάλυσης των Χαρντ και Νέγκρι για το πλήθος, ή κάποιες επεξεργασίες για τη λεγόμενη «μετα-ηγεμονία») και μερικές φορές μπορεί να ακούγονται καθησυχαστικά στον αυτιστικό σολιψισμό τους. Ωστόσο, το ουσιώδες ερώτημα είναι αν σκιαγραφούν τελικά οποιαδήποτε βιώσιμη εναλλακτική στρατηγική, ικανή να επηρεάσει την ευρύτερη πορεία των πραγμάτων.
Εν πάση περιπτώσει, πέρα από τέτοιου είδους θαυματουργές (μεσσιανικές) προσδοκίες, εκείνο που μένει τελικά φαίνεται πως είναι κάποια στρατηγική αριστερού λαϊκισμού, της μιας ή της άλλης μορφής. Γι’ αυτό ίσως να είναι προτιμότερο να συζητήσουμε αναλυτικά και ψύχραιμα τα συγκεκριμένα επιτεύγματα και τους περιορισμούς αυτής της στρατηγικής, καθώς και τους όρους εμβάθυνσης της πολιτικής τελεσφορίας της σε διακριτούς πολιτικούς χρόνους (αντιπολίτευση, κυβέρνηση). Γιατί υπάρχουν και επιτεύγματα και περιορισμοί.
Mετάφραση: Χάρης Γολέμης