Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Διανύσαμε –άλλη μία– εβδομάδα διαψεύσεων και κρίσιμων ερωτηματικών για την κυβέρνηση ως προς τη διαχείριση της πανδημίας. Ξεκίνησε με την αποκάλυψη ότι δεν ήταν η λεγόμενη επιτροπή λοιμωξιολόγων που γνωμοδότησε για την απαγόρευση συναθροίσεων, συνεχίστηκε με την αποκάλυψη ότι ο ΕΟΔΥ αντλεί ενημέρωση για τους νοσούντες κατευθείαν από τα νοσοκομεία χωρίς να τηρεί τις νόμιμες διαδικασίες και ολοκληρώθηκε, μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, με την απόρριψη από την κοινοβουλευτική συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης της πρότασης του πρωθυπουργού για πιστοποιητικό εμβολιασμού. Μάλιστα υιοθετήθηκε με μεγάλη πλειοψηφία η πρόταση του Αλέξη Τσίπρα να αντιμετωπιστούν τα εμβόλια κατά του Covid-19 ως δημόσιο αγαθό. Όμως δεν σταματάει εκεί το χρονικό των διαψεύσεων και των ερωτηματικών. Όπως λέει στην «Εποχή» ο καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ Δημοσθένης Σαρηγιάννης, μια σειρά μέτρα που έχουν προταθεί στην κυβέρνηση και που θα μπορούσαν να ανασχέσουν την επιστροφή στους υψηλούς αριθμούς κρουσμάτων δεν υιοθετούνται. Όπως δεν υιοθετείται και η αύξηση του αριθμού των τεστ και η εντατικότερη αλληλούχηση. «Αν είχαμε αυτά τα στοιχεία, έστω και για λίγες μέρες, θα μπορούσαμε να λειτουργήσουμε ασφαλέστερα ακόμα και με αυτόν τον υψηλό βαθμό επικινδυνότητας» λέει ο κ. Σαρηγιάννης, του οποίου το ερευνητικό αντικείμενο είναι η υγειονομική και περιβαλλοντική μηχανική, δηλαδή η σχέση περιβάλλοντος και υγείας. «Όσο δεν το κάνουμε αυτό δεν υπάρχει άλλος τρόπος εκτός από το λοκντάουν», καταλήγει.
Παρατηρούμε αύξηση των κρουσμάτων και ιδιαίτερα στην Αττική σε επίπεδα που είδαμε πριν την επιβολή του δεύτερου λοκντάουν. Πού ανάγεται αυτή η άνοδος;
Η άνοδος που παρατηρούμε ανάγεται στο άνοιγμα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και του λιανεμπορίου, σε συνδυασμό και με τη χαλάρωση που υπήρξε την περίοδο των γιορτών, η οποία δημιούργησε το δυναμικό για να αρχίσει να ανακόπτεται η πτωτική πορεία που υπήρχε μέχρι τότε. Το άνοιγμα του λιανεμπορίου θα συνεχίσει να δίνει άνοδο, η οποία προβλέπεται με βάση τα δεδομένα μας να φτάσει τα 1.000 περίπου κρούσματα σε εβδομαδιαίο μέσο όρο –δηλαδή θα ξεπεράσουμε τα 1.000 ημερησίως– στα μέσα του Φεβρουαρίου, για να συνεχιστεί ακόμα πιο έντονη, δεδομένου ότι υπάρχει και η λεγόμενη βρετανική μετάλλαξη και ιδιαίτερα στην περίπτωση του ανοίγματος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Εάν δεν ανοίξουν τα σχολεία, μάλλον δεν θα φτάσουμε τα 1.000 κρούσματα σε εβδομαδιαίο μέσο όρο, εκτός εάν η μετάλλαξη έχει εισχωρήσει στη χώρα περισσότερο από ό,τι έχουμε υπολογίσει.
Είναι συγκλονιστικό να λέμε ότι μετά από όλα όσα έχουμε υποστεί ως κοινωνία και οικονομία με τα δύο λοκντάουν, καταφέραμε να φτάσουμε στον αριθμό κρουσμάτων του τέλους του Οκτώβρη. Τι είναι αυτό που δεν γίνεται και κάνουμε επικίνδυνους φαύλους κύκλους;
Αυτό που χρειαζόταν να γίνει και τον Οκτώβριο αλλά και τώρα, για να μη βρεθούμε στο σημείο που βρεθήκαμε στις αρχές Νοέμβρη, είναι να αυξηθεί ο αριθμός των τεστ που γίνονται. Σήμερα γίνονται 7.700 τεστ περίπου ημερησίως, χρειάζεται να αυξηθεί στο επίπεδο των 120.000 τεστ. Αλλά να γίνεται και όσο το δυνατόν εντατικότερη αλληλούχηση των κρουσμάτων ώστε να ταυτοποιούνται πόσα από τα κρούσματα ανήκουν στο μεταλλαγμένο στέλεχος και πόσα όχι, για να έχουμε καλύτερη εικόνα σε πανελλαδικό επίπεδο για τη διασπορά του μεταλλαγμένου στελέχους. Αν είχαμε αυτά τα στοιχεία, έστω και για λίγες μέρες, για δύο εβδομάδες δηλαδή, έχουμε τα μοντέλα για να προβλέψουμε με μεγάλη ακρίβεια το τι πρόκειται να επακολουθήσει και να λειτουργήσουμε ασφαλέστερα ακόμα και με αυτόν τον υψηλό βαθμό επικινδυνότητας. Όσο δεν το κάνουμε αυτό, θα μου επιτρέψετε να πω ότι, δεν υπάρχει άλλος τρόπος εκτός από το λοκντάουν.
Αυτό που σημειώνετε και εσείς έχει αναδειχθεί και από άλλους επιστήμονες πολλάκις και δημόσια. Γιατί δεν προχωράει;
Δεν ξέρω το γιατί. Ξέρω, όμως, ότι το διπλανό εργαστήριο από το δικό μας, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, έχει το μηχάνημα που χρειάζεται για να γίνει ταυτοποίηση γονιδιώματος. Θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, απλό σχετικά να εντάξουμε σε ένα δίκτυο όλα τα εργαστήρια, και όχι μόνο τα εργαστήρια αναφοράς του ΕΟΔΥ που υπάρχουν στην Αθήνα, ώστε η ανάλυση να γίνεται τοπικά και στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό και ταχύτητα. Χρειάζεται να ξεπεραστεί η στενή οπτική του απολύτως ακριβούς κέντρου αναφοράς. Είναι προτιμότερο, κατ’ εμέ, να έχουμε ένα μικρό ποσοστό λάθους, αλλά πιο πολλά αποτελέσματα, διότι αυτό το λάθος μπορεί να το συνυπολογίσουμε ως ποσοστό, παρά να έχουμε απολύτως ακριβή αποτελέσματα σε πολύ λιγότερα δείγματα. Κάποιος θα μπορούσε να αντιτείνει το κόστος των αντιδραστηρίων. Όμως το κόστος που πληρώνει η ελληνική κοινωνία με τα λοκντάουν δεν συγκρίνεται, ποσοτικά και ποιοτικά.
Φαντάζομαι ότι αυτό δεν είναι κάτι που το λέτε πρώτη φορά σε εμάς;
Το έχω γράψει στον κύριο πρωθυπουργό, και μάλιστα και την προηγούμενη εβδομάδα που του έστειλα τα σενάρια για το τι πρόκειται να συμβεί με βάση τα ερευνητικά μας δεδομένα. Και με βάση αυτά τα σενάρια υπάρχουν και οι δεύτερες σκέψεις για το άνοιγμα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Με ποια μέτρα μπορεί να διασφαλιστεί η λειτουργία των σχολείων; Των βαθμίδων που λειτουργούν και αυτών που αναμένεται πιθανώς να λειτουργήσουν;
Το συμπέρασμα από τα ερευνητικά δεδομένα, κατά την κρίση μου, είναι να ανοίξουν τα σχολεία, αλλά να πάρουμε μέτρα για αυτό. Να μπορούμε να παρακολουθούμε με ακρίβεια τι συμβαίνει, να κάνουμε αυξημένα τεστ σε μαθητές και εκπαιδευτικούς, έστω και rapid τεστ αλλά εκτεταμένα. Θα μπορούσε να εφαρμοστεί απολύμανση του αέρα σε πολυπληθή σχολεία, με συσκευές απολύμανσης οι οποίες κοστίζουν, ανάλογα με την τεχνολογία που χρησιμοποιείται, από 350 έως 1.000 ευρώ. Ακόμα και σύλλογοι γονέων θα μπορούσαν να κινηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ίσως, αλλά το ζήτημα είναι πολιτικό, γιατί αυτή η κατεύθυνση δεν αποφασίζεται και δεν πριμοδοτείται κεντρικά; Φαντάζομαι ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει και σε καταστήματα λιανικού εμπορίου;
Βεβαίως θα μπορούσε. Ξέρω πάντως ότι ο κύριος Άδωνις Γεωργιάδης έχει τέτοιες εισηγήσεις στο γραφείο του και έχει δηλώσει ότι ο ίδιος συμφωνεί. Ειλικρινά δεν έχω επιχειρήματα γιατί δεν προχωράει.
Xχαρακτηρίσατε τις προηγούμενες μέρες ως «αχίλλειο πτέρνα» τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και αναφερθήκατε και εκεί σε απολύμανση του αέρα. Τι άλλα μέτρα μπορούν να παρθούν για αυτήν τη διαρκή «αχίλλειο πτέρνα» εις βάρος των εργαζομένων κυρίως που κινούνται προς και από τη δουλειά τους;
Υπάρχει ένα πρόβλημα στη γενικότερη προσέγγιση: Προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση με πυροσβεστικά μέτρα χωρίς να προσπαθούμε να γινόμαστε καλύτεροι για τον επόμενο γύρο. Η περίοδος του λοκντάουν έπρεπε να είναι περίοδος σοβαρής δουλειάς σε επίπεδο υποδομής για να ανοίξουμε υπό καλύτερες συνθήκες. Είναι σφάλμα να περιμένουμε τον από Ρfizer θεό. Η επιτομή του ελλείμματος σε αυτή την προσέγγιση είναι τα ΜΜΜ. Δεν έχει γίνει τίποτα, ενώ θα μπορούσαν να έχουν νοικιάσει ιδιωτικά λεωφορεία, τα οποία δεν χρησιμοποιούνται αυτή τη στιγμή, σε τιμή χαμηλότερη εξαιτίας του ότι είναι σε αχρησία, και να αυξηθεί ο στόλος άμεσα. Θα μπορούσαν να απολυμαίνουν τον αέρα και να απομακρύνεται τουλάχιστον το μισό ιικό φορτίο. Διαφορετικά καταλήγουμε συνεχώς σε λοκντάουν.
Κάποτε, με πολλά θύματα και απώλειες, θα περάσει η πανδημία. Αλλά επιδημικά κύματα ή και νέες πανδημίες αποτελούν σοβαρά ενδεχόμενα για το μέλλον, σύμφωνα με τους επιστήμονες. Πού χρειάζεται να δοθεί έμφαση ώστε να είμαστε καλύτερα θωρακισμένοι;
Χρειάζεται πολιτικός σχεδιασμός διατομεακός και όχι μόνο στον τομέα της υγείας. Χρειάζεται ένα παρατηρητήριο, με τη συμμετοχή πολλών ερευνητικών κέντρων, που να μπορεί να προβλέψει τέτοιες καταστάσεις, γιατί μπορούν να προβλεφθούν. Χρειάζεται να λειτουργούν επιτροπές επιστημόνων και εμπειρογνωμόνων σε μόνιμη βάση και με ρόλο συμβουλευτικό προς την κυβέρνηση, όπου όσοι συμμετέχουν να παραμερίζουν τα «εγώ» τους. Χρειάζεται να στραφούμε σε πιο ήπιους τρόπους πρωτογενούς παραγωγής. Η εντατικοποίηση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας επηρεάζει την εμφάνιση ζωονόσων, όπως αυτή που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Προφανώς χρειάζεται να αναπτυχθούν αρτιότερες δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, ώστε, πέραν όλων των άλλων, να προσφέρουμε ασφάλεια και στον επισκέπτη τουρίστα. Όλα αυτά θα μας προέκριναν και στον παγκόσμιο χάρτη αναπτυξιακά και οικονομικά, προωθώντας τη λογική ότι η υγεία είναι ενιαία ανεξάρτητα από τις διαφορετικές εκφάνσεις της.
Ο εμβολιασμός συναντά εμπόδια. Ποια είναι αυτά κατά τη γνώμη σας και με ποια βραχυπρόθεσμα και ποια μακροπρόθεσμα μέτρα μπορούν να υπερσκελιστούν;
Υπάρχουν τεχνικά εμπόδια, όπως αυτό που συνέβη στην Pfizer στο Βέλγιο, το οποίο ήταν αναμενόμενο να συμβεί. Η απάντηση είναι κινήσεις σαν αυτή που έγινε με τη Sanofi, διότι αποσυζεύγει την παραγωγή της ουσίας από την παραγωγή του σκευάσματος του εμβολίου. Δίνεται δηλαδή έτοιμο το υγρό του εμβολίου προς συσκευασία, με αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό της παραγωγικής ικανότητας.
Αυτό δεν θα μπορούσε να έχει σχεδιαστεί εξ αρχής με διαφορετικές φαρμακοβιομηχανίες σε διαφορετικές χώρες;
Απολύτως. Εδώ εντοπίζεται ένα παγκόσμιο έλλειμμα σε θεσμούς διακυβέρνησης όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση ή ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, το οποίο θέτει και πολιτικά ζητήματα, διότι δεν έχει νόημα να έχουμε πολιτικούς που δεν μπορούν να υπηρετήσουν το ρόλο τους.
Γιατί δεν δημοσιοποιείται η σύμβαση της ΕΕ με τις φαρμακοβιομηχανίες; Δεν θα έπρεπε να υπάρχει ρήτρα για τις φαρμακοβιομηχανίες σε περίπτωση καθυστέρησης παράδοσης των συμφωνημένων ποσοτήτων εμβολίων;
Βεβαίως. Σας παραπέμπω σε όσα είπαμε προηγουμένως. Το πλέον επίκαιρο αίτημα είναι για υψηλότερου επιπέδου πολιτική εκπροσώπηση.
Τι νεώτερα υπάρχουν στο πεδίο της θεραπείας; Ακούμε για φάρμακα τα οποία θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν συμπτώματα ή να αναχαιτίσουν επιπτώσεις του κορονοϊού.
Πράγματι, υπάρχουν τέτοια πρώτα δεδομένα. Μένει να τεθούν υπό τη μελέτη της επιστημονικής κοινότητας σε ευρύτερη κλίμακα και να μην τεθούν αντιπαραθετικά με το εμβόλιο.
Τελικά πότε μπορούν να ελπίζουν κοινωνικές ομάδες αποκλεισμένες σχεδόν παντελώς από την εργασία και το μισθό τους, όπως οι καλλιτέχνες ή οι εργαζόμενοι στην εστίαση, ότι θα επιστρέψουν στην εργασία τους;
Χρειάζεται να πλησιάσουμε το καλοκαίρι, για να έχουμε βάσιμες ελπίδες, με τη βοήθεια του κλίματος και με τη βοήθεια του εμβολιασμού και της ανοσίας που προσβλέπουμε να επιφέρει. Ωστόσο, αν τηρούμε τα μέτρα προστασίας, όπως η χρήση μάσκας, δεν είναι ανάγκη να φτάσουμε στο 70% του εμβολιασμένου πληθυσμού. Όσο μειώνουμε τους διαθέσιμους προς επιμόλυνση, δυσκολεύεται η διασπορά, συνεπώς μειώνουμε τα κρούσματα με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή. Τότε θα είναι ακόμα σημαντικότερο να τηρούμε προσεκτικά τέτοια μέτρα, διότι ο ιός θα υπόκειται εξελικτική πίεση. Δηλαδή, επειδή ο ιός δεν θα βρίσκει πολλούς διαθέσιμους ξενιστές, οι μεταλλάξεις του θα πολλαπλασιάζονται και μπορεί να προκύψει ένα στέλεχος πιο ανθεκτικό. Αν τότε έχουμε ρίξει τις άμυνες, μπορεί να παρουσιαστεί αναζωπύρωση. Χρειάζεται να επιμείνουμε στη σύνεση.