Λίγες εβδομάδες μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, και ενώ οι επιστήμονες μόλις είχαν ξεκινήσει τις προσπάθειες τους να «εξερευνήσουν» τον καινούριο ιό, ήταν η Ανγκέλα Μέρκελ αυτή που επέμεινε να υπάρξει μια ενιαία και συντονισμένη στάση των Ευρωπαίων στο θέμα της παραγωγής και τροφοδοσίας της ΕΕ με εμβόλια. Η καγκελάριος δικαιολογημένα, και καθώς ζύγωνε η ώρα της γερμανικής προεδρίας, επεσήμανε ότι θα έπρεπε στο μέλλον να αποφευχθούν οι χαοτικές καταστάσεις του περασμένου Μαρτίου και Απριλίου, όταν κάθε χώρα έδειχνε να σκέφτεται αποκλειστικά και μόνο πώς θα διασφαλίσει για τον εαυτό της ιατρικό και παραϊατρικό εξοπλισμό. Αποκορύφωμα η απαγόρευση εξαγωγών για τις μάσκες που είχαν επιβάλει προσωρινά Γερμανία και Γαλλία.
Κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορούσε να διαφωνήσει με τη λογική ότι η Ένωση των 450 εκατομμυρίων μπορεί να διαπραγματευτεί από πολύ καλύτερη θέση, σε σχέση με μια μεμονωμένη χώρα, είτε αυτό αφορά τις τιμές των εμβολίων, είτε τη διαδικασία παράδοσης και κατανομής τους ανά χώρα.
Αυτό που αποδεικνύεται τώρα είναι ότι οι διαπραγματεύσεις έγιναν με υπερβολική εμπιστοσύνη στην αξιοπιστία και την καλή θέληση των εταιριών, αλλά και με υπερτίμηση ίσως των πραγματικών τους δυνατοτήτων παραγωγής. Το δύσκολο αυτό εγχείρημα ανέλαβε εξ' αρχής η Κομισιόν. Ουσιαστικά ήταν η πρόεδρος της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν που πήρε πάνω της το κεντρικό «κουμάντο» στη διαδικασία αυτή, με την αρμόδια Επίτροπο για θέματα Υγείας, Στέλλα Κυριακίδου (Κύπρος), να έχει μάλλον διακοσμητικό ρόλο, όπως ουσιαστικά υπονοεί τώρα και η ίδια για να διώξει από πάνω της τις ευθύνες.
Στον πυρήνα της διαπραγμάτευσης βρέθηκε μια έμπειρη υψηλόβαθμη υπάλληλος της Επιτροπής, η ιταλίδα Σάντρα Γκαλίνα, η οποία δεν προερχόταν από το χώρο της υγείας, αλλά από το χώρο του εμπορίου. Άλλωστε αποτελούσε πλέον συνείδηση ότι θα επρόκειτο για συμφωνίες αρκετών δισεκατομμυρίων ανάμεσα στην ΕΕ και τις υποψήφιες εταιρίες και υπήρχε ανάγκη για μια διαπραγματεύτρια ψημένη σε τέτοια παζάρια. Από τις περίπου 100 φαρμακευτικές που αρχικά εκδήλωσαν ενδιαφέρον, τελικά μόνο οι έξι έδειξαν ότι μπορούν να φτάσουν μέχρι το τέρμα. Ήταν άγνωστο βεβαίως ποια θα κόψει πρώτη το νήμα, γι’ αυτό και η Κομισιόν αποφάσισε να μοιράσει τις παραγγελίες για να μην εξαρτάται από μία και μόνο ή έστω από δύο «πηγές».
Ραντεβού στα κρυφά
Στην πορεία, ωστόσο, άρχισε να φαίνεται ότι όσο πιο κοντά στον στόχο έφταναν οι εταιρίες, τόσο πιο αυθαίρετες ήταν οι απαιτήσεις τους. Κατ’ αρχήν όλες οι συμφωνίες παρέμειναν εμπιστευτικές, ακόμα και σήμερα και με τα μύρια προβλήματα που έχουν εμφανιστεί στο μεταξύ. Κάτι που, όπως αποδεικνύεται, βόλεψε και τις δύο πλευρές, την κάθε μια για τους δικούς της λόγους. Παρά τις οχλήσεις από μεγάλες ΜΚΟ, αλλά και από μερίδα του Ευρωκοινοβουλίου, η Κομισιόν ούτε μια στιγμή δεν διανοήθηκε να αμφισβητήσει την ιερότητα αυτής της εμπιστευτικότητας. Ό,τι έχουμε μάθει, οφείλεται αποκλειστικά στην επικοινωνιακή πολιτική των ίδιων των φαρμακευτικών. Για παράδειγμα, ο διευθύνων σύμβουλος της AstraZeneca δήλωσε την Τρίτη ότι οι αριθμοί που είχαν συμφωνηθεί για τις δόσεις δεν ήταν δεσμευτικοί, αλλά στο πλαίσιο του «καλύτερου δυνατού» από τη μεριά της εταιρίας του. Ανάλογες διαρροές υπάρχουν τα τελευταία εικοσιτετράωρα και από τη μεριά της Pfizer. Οι δύο εταιρίες ρίχνουν την ευθύνη των καθυστερήσεων στη γραφειοκρατία της ΕΕ, που «άργησε» τρεις μήνες σε σχέση με τη Βρετανία να βάλει την υπογραφή της στις συμφωνίες.
Η μόνη που έχει επιτρέψει πρόσβαση, υπό όρους, στη σύμβασή της με την ΕΕ, ήταν η γερμανική Curevac, η οποία ακόμα δεν έχει φτάσει σε φάση ολοκλήρωσης των ερευνών της και παραγωγής εμβολίου. Αλλά και αυτή τη συμφωνία μπόρεσαν να τη δουν μόνο οι ευρωβουλευτές, κλειδωμένοι σε ένα δωμάτιο, χωρίς καμιά ηλεκτρονική συσκευή, για περιορισμένο χρόνο και με το 1/3 του περιεχομένου να είναι «μαυρισμένο» στο πλαίσιο και πάλι της εμπιστευτικότητας.
Στην ουσία, και παρά τα «παιχνίδια» των πολυεθνικών, η Κομισιόν ποτέ δεν αποφάσισε να παίξει σκληρά απέναντί τους. Κυριολεκτικά σύρθηκε πίσω από τις εταιρίες, ικανοποιώντας σε μεγάλο βαθμό τα αιτήματά τους και το πιο αποφασιστικό που έκανε, ήταν να ζητήσει «εξηγήσεις» και αυτό μάλλον καθυστερημένα. Αποκορύφωμα το πινκ-πονκ γύρω από την άρνηση της AstraZeneca να προσέλθει στις σχετικές συνομιλίες το βράδυ της περασμένης Τετάρτης. Την ίδια ώρα, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωνε ότι οι εταιρίες θα πρέπει να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους, τις οποίες όμως δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς άλλος εκτός των δύο μερών, για να κρίνει αν αυτό πράγματι συμβαίνει.
Με τη «στρατηγική» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ουσιαστικά δεν διαφώνησαν σε καμιά φάση και τα κράτη-μέλη, μέχρι βεβαίως τη στιγμή που όλα έδειχναν να βαίνουν καλώς. Αντιθέτως, υπουργοί καμάρωναν σε συνεντεύξεις Τύπου και υπόσχονταν τον εμβολιασμό εκατομμυρίων μέσα στο πρώτο τρίμηνο του ‘21. Τώρα καθίσταται σαφές ότι η παραγωγή θα φτάσει στα επιθυμητά επίπεδα περίπου στα μισά αυτού του χρόνου. Και όλοι αναζητούν τον «ένοχο» στον οποίο θα στρέψουν τη λαϊκή οργή.
Το θέμα με τις πατέντες
Ένα άλλο χαρακτηριστικό θέμα αφορά τις «πατέντες», τα πνευματικά δικαιώματα. Γράφαμε πριν από ένα μήνα ότι θα μπορούσε η ΕΕ να ζητήσει την άρση της προστασίας της πατέντας για τα εμβόλια και να πολλαπλασιάσει τις δυνατότητες παραγωγής τους και από άλλα εργοστάσια. Την πρόταση αυτή ποτέ δεν την πήραν σοβαρά στις Βρυξέλλες, παρά το γεγονός ότι και στη Γερμανία αρκετοί πολιτικοί παραδέχτηκαν ότι δεν γίνεται η πρώτη δύναμη πανευρωπαϊκά στο χώρο του φαρμάκου να μην είναι σε θέση να επιταχύνει την παραγωγή. Κάποιοι άλλοι προσπάθησαν να δικαιολογήσουν τις εταιρίες, λέγοντας ότι η διαδικασία παραγωγής εμβολίων είναι μια περίπλοκη υπόθεση και δεν γίνεται αυτά να παραχθούν παντού τόσο απλά. Τώρα η Pfizer ανακοίνωσε ότι συμφώνησε με τη γαλλική Sanofi για την παραγωγή άλλων 125 εκατ. δόσεων στα δικά της εργοστάσια. Προφανώς, λοιπόν, όταν υπάρχει η «αλληλεγγύη» μεταξύ των πολυεθνικών, όλα γίνονται.
Αυτό που ξεσκεπάστηκε με την ιστορία του εμβολίου είναι ότι η ΕΕ για μια ακόμα φορά δεν ήταν σε θέση να ιεραρχήσει την υγεία των πολλών, των εκατομμυρίων πολιτών της, πάνω από τα συμφέροντα των εταιριών. Υπέκυψε στις πιέσεις και τις απαιτήσεις τους και ανέχτηκε τις παρεκκλίσεις τους. Υπάρχει, όμως, και μια άλλη πτυχή του προβλήματος, που είναι πολύ βαθύτερη. Τα τελευταία χρόνια η Ευρώπη είχε υποχωρήσει σημαντικά στις έρευνες για τη δημιουργία και παραγωγή εμβολίων γενικώς. Στις αρχές της χιλιετίας, συγκεκριμένα το 2002, οι δημόσιες επενδύσεις και επιδοτήσεις στον τομέα αυτό έφταναν τα 23,3 εκατομμύρια και το 2008 είχαν μειωθεί στα 1,9 εκατομμύρια, δείγμα της αδιαφορίας για το ζήτημα. Στο ίδιο χρονικό διάστημα οι ΗΠΑ είχαν τριπλασιάσει τα κονδύλια για αυτές τις έρευνες, ξεπερνώντας τα 40 δισ. ευρώ.
Ξεγύμνωμα της πολιτικής υγείας
Μια έρευνα του γαλλικού ινστιτούτου μελετών «Terra Nova» εκτιμούσε ότι ήταν επιλογή της ΕΕ να μην αναπτύξει μια δική της στρατηγική για το ζήτημα των εμβολίων συνολικότερα. Κάτι που τώρα το πληρώνει ακριβά, αφού έτσι λειτούργησε και στην περίπτωση του Sars-CoV-2. Όπως σημειώνει το σχετικό κείμενο, «τα εμβόλια δεν είναι παρακεταμόλη, για να σκέφτεσαι ότι είναι εύκολο να τα εισάγεις γρήγορα από αλλού». Αυτό εξηγεί γιατί, για παράδειγμα, σήμερα ο εμβολιασμός δείχνει να προχωρά πολύ καλύτερα στις ΗΠΑ, οι οποίες από την αρχή κιόλας της πανδημίας είχαν δαπανήσει περίπου 10 δισ. δολάρια στις έρευνες για το εμβόλιο. Η ΕΕ αντίθετα έχει επιδοτήσει την διαδικασία με 3 δισ. ευρώ, ξεκινώντας όμως μόλις το καλοκαίρι. Είναι λογικό τώρα να βρίσκεται αρκετά πίσω από τους Αμερικάνους σε αυτό τον τομέα.
Οι Βρυξέλλες προσπαθούν τώρα να χειριστούν το θέμα και πάλι επικοινωνιακά. Διαρρέουν ότι για τις καθυστερήσεις μπορεί να φταίει η μετάλλαξη και η προσπάθεια να «ενισχυθεί» το εμβόλιο να γίνει ένα update του με βάση τα νέα δεδομένα. Άλλοι προτιμούν την εκδοχή ότι δεν προλαβαίνουν να έρθουν οι πρώτες ύλες. Το σίγουρο είναι ότι η τραγελαφική αυτή κατάσταση έδειξε πόσο δυσλειτουργική είναι τελικά η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία και πόσο λίγοι/ες πολιτικά η φον ντερ Λάιεν και κάποιοι επίτροποί της. Αναπόδραστα το «εμβόλιο-χάος» θα πλήξει σημαντικά την αξιοπιστία όλου αυτού του συμπλέγματος συμφερόντων φαρμακευτικών, τεχνοκρατών και υπουργών. Αλλά πιθανότατα και την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τη διαδικασία εμβολιασμού συνολικότερα. Οι συνέπειες και ο τελικός λογαριασμός θα φανούν μεσοπρόθεσμα.