Εδώ στις «Ιδέες», ο Τσακαλώτος με άρθρο του στις 13/12/2020 «εγέννησεν» την Γκασούκα και τη Χάουγκ, η Γκασούκα και η Χάουγκ με τα δικά τους κείμενα στις 2/1/2021 «εγέννησαν» την Βαΐου και την Καραμεσίνη, οι οποίες μας παρουσιάζουν σήμερα τα κείμενα που «εγέννησαν» οι ίδιες. Ευελπιστούμε ότι έπεται συνέχεια σ’ αυτήν την «τεκνοποιία», που δεν θα καταλήξει βέβαια σε κάποιον «Μεσσία» στο πρότυπο της γενεαλογίας του Χριστού σύμφωνα με το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, αλλά θα διευρύνει διαρκώς το διάλογο μεταξύ της Αριστεράς και του Φεμινισμού, που τα τελευταία χρόνια έχει σε μεγάλο βαθμό ατροφήσει στη χώρα μας. Σήμερα, λοιπόν, δημοσιεύουμε, με μεγάλη καθυστέρηση για την οποία ζητούμε συγγνώμη, τη συμβολή σ’ αυτό το διάλογο δύο αριστερών φεμινιστριών που βρίσκονται κοντά στην «Εποχή» από τη δική της γέννηση, πριν από αρκετά χρόνια: της Ντίνας Βαΐου, ομότιμης καθηγήτριας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και της Μαρίας Καραμεσίνη, καθηγήτριας του Παντείου Πανεπιστημίου. Η πρώτη προτείνει ένα σύγχρονο πλαίσιο προσέγγισης των δύο προαναφερθέντων διακριτών χώρων που έχουν στόχο το μετασχηματισμό της κοινωνίας, και η δεύτερη δίνει ένα απτό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο μπορεί να γίνει αυτή η προσέγγιση. Ευχαριστούμε θερμά και τις δύο.
Χ.Γο.
Μερικές σκέψεις για τον «άτυχο γάμο»
του φεμινισμού με τον μαρξισμό1
της Ντίνας Βαΐου
Στο δισέλιδο «Ιδέες» στις 2-3 Ιανουαρίου 2021, δημοσιεύτηκε το άρθρο της Μαρίας Γκασούκα που επισήμαινε, μεταξύ άλλων, την επείγουσα ανάγκη να αρχίσει ένας διάλογος μεταξύ Αριστεράς και Φεμινισμού και ειδικότερα εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Στο ίδιο δισέλιδο, το άρθρο της Φρίγκα Χάουγκ πρότεινε τη δική της εκδοχή για το περιεχόμενο ενός τέτοιου διαλόγου, από την οπτική του ρεύματος του μαρξισμού-φεμινισμού.
Το αίτημα για έναν τέτοιο διάλογο δεν είναι προφανώς νέο, έχει τεθεί με πολλές μορφές και εκδοχές και στο πλαίσιο της ανανεωτικής αριστεράς, τουλάχιστον από τη δεκαετία 1970. Θυμίζω εδώ την απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ εσωτερικού (1980) και την εκτεταμένη συζήτηση που την ακολούθησε σε όλες τις κομματικές οργανώσεις, τον προβληματισμό πολλών φεμινιστριών για τη "διπλή ένταξη", τις Γυναικείες Σελίδες του περιοδικού ΚΑΠΑ και τις παρεμβάσεις φεμινιστριών στο διάλογο που διεξαγόταν στο ΚΚΕ εσωτερικού-ΑΑ, αλλά και όλη τη σχετική προσπάθεια στον ΣΥΝ και τον ΣΥΡΙΖΑ, από την ίδρυσή τους.
Ένας τέτοιος διάλογος, αν εξακολουθεί να είναι επιθυμητός από την αριστερά σήμερα, δεν μπορεί να ξεκινήσει, κατά τη γνώμη μου, με τη διατύπωση της Φ. Χάουγκ περί "ένταξης του φεμινισμού στον μαρξισμό" και πρωτοκαθεδρίας του εργατικού κινήματος ως ιστορικού υποκειμένου και φορέα μετασχηματισμού, έστω και αν "επέλθει αλλαγή και των δύο" (θέση VII). Αντίθετα, ένα τέτοιο ξεκίνημα θα καταδίκαζε το διάλογο από το ξεκίνημα, υπονομεύοντας τη δυνατότητα να βρεθούν αντιμέτωποι με ίσους όρους ο φεμινισμός και ο μαρξισμός, δύο θεωρίες που στοχεύουν στην κοινωνική απελευθέρωση και το ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Και θα προσπερνούσε το πιο κάτω καταστατικό ερώτημα:
Τι σημαίνει για τον μαρξισμό η διαπίστωση ότι ένα μέρος της κοινωνίας καθορίζεται και δέχεται εκμετάλλευση με τρόπους ανεξάρτητους από την ταξική πάλη και την οργάνωση της παραγωγής; Και τι σημαίνει για το φεμινισμό η διαπίστωση ότι ο καπιταλισμός δεν θα άλλαζε υπόσταση αν ενσωμάτωνε ισότιμα τα φύλα (με τους διαφορετικούς προσδιορισμούς μέσα την κατηγορία "φύλο")2;
Μετά από τόσες δεκαετίες παθιασμένης συζήτησης, άλλα και απόλυτης αδιαφορίας και σιωπής στο δημόσιο διάλογο, πιστεύω ένα τέτοιο ερώτημα δεν μπορεί να συζητηθεί, και πολύ λιγότερο να απαντηθεί, σε ένα επίπεδο θεωρητικής αφαίρεσης και παγκόσμιας γενίκευσης, όπως επιχειρήθηκε στο παρελθόν. Αντίθετα, έχει νόημα να συζητιέται σε συγκεκριμένα κάθε φορά γεωγραφικά και κοινωνικά συμφραζόμενα και μέσα από την προσέγγιση θεμάτων στα οποία μπορούν να αναζητηθούν "τόποι συνάντησης". Η φτώχεια, η ανεργία, η διάλυση των κοινωνικών κεκτημένων σε δέκα χρόνια πολύπλευρης κρίσης, η διόγκωση της απλήρωτης οικιακής εργασίας και φροντίδας, η αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας, η πλήρης και εν πολλοίς έμφυλη αποδιάρθρωση της απασχόλησης σε συνθήκες εγκλεισμού στο σπίτι λόγω της Covid 19, είναι σημαντικά τέτοια θέματα.
Για όσες και όσους η συνάντηση της αριστεράς με τον φεμινισμό παραμένει επίδικο, θέματα όπως τα παραπάνω, μπορεί να αποτελέσουν "τόπο συνάντησης" για την επεξεργασία έμφυλων και αριστερών προσεγγίσεων, όχι από κάποιο Τμήμα ή ειδική Επιτροπή, αλλά από το κέντρο διαμόρφωσης της πολιτικής παρέμβασης ενός αριστερού κόμματος, του ΣΥΡΙΖΑ εν προκειμένω. Κάτι τέτοιο θα συνέβαλε όχι μόνο στην πληρέστερη κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά και στη διατύπωση ουσιαστικών προτάσεων για το μετασχηματισμό αυτής της κοινωνίας σε συγκεκριμένο χωρο-χρόνο.
Σημειώσεις
1. Αναφορά στο πολυδιαβασμένο άρθρο της Heidi Hartmann (1978) "O άτυχος γάμος του φεμινισμού με τον μαρξισμό. Προς μια πιο προοδευτική ένωση", διαθέσιμο στα ελληνικά στο gender.panteion.gr/gr/didaktiko_pdf/Hartmann_Feminism_Marxism.pdf ("The unhappy marriage of Marxism and Feminism. Towards a more progressive Union", Capital and Class, 8, σελ. 1-33
2. Παραπέμπω εδώ στο πολυσυζητημένο άρθρο της Catharine MacKinnon (1982) "Φεμινισμός, μαρξισμός, μέθοδος και κράτος. Ένα πλαίσιο θεωρίας", διαθέσιμο στα ελληνικά στο gender.panteion.gr/gr/didaktiko_pdf/MacKinnon_Feminism_Marxism.pdf (Feminism, marxism, method and the state. An agenda for theory", Signs, Journal of Women in Culture and Society, vol. 3, σελ. 515-544)
Οικονομία της φροντίδας,
κρίση αναπαραγωγής και κλιματική κρίση
της Μαρίας Καραμεσίνη
Η τελευταία δεκαπενταετία υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμη για την ανάπτυξη της φεμινιστικής οικονομικής θεωρίας, ενώ η μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-8 έδωσε το έναυσμα για να διαμορφωθούν, για πρώτη φορά, στον αγγλοσαξονικό κόσμο από φεμινίστριες οικονομολόγους οι βασικοί άξονες μιας φεμινιστικής πρότασης για ένα εναλλακτικό προς τον νεοφιλελεύθερο χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό μοντέλο ανάπτυξης, με βασικό στόχο τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων γενικά και των έμφυλων ειδικότερα. Η πρόταση μετεξελίχθηκε στη συνέχεια από μια μεγάλη ομάδα ευρωπαίων φεμινιστριών οικονομολόγων σε μια πιο ολιστική φεμινιστική προσέγγιση της οικονομίας με τον τίτλο «Μωβ Οικονομία» που υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Λόμπι Γυναικών, τη μεγαλύτερη ομπρέλα γυναικείων και φεμινιστικών οργανώσεων στην Ε.Ε., λίγο πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού.
Παράλληλα, με τον επείγοντα χαρακτήρα που πήρε η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής σε παγκόσμιο επίπεδο, την τελευταία δεκαπενταετία αναπτύχθηκαν και άλλες προσεγγίσεις στο πλαίσιο των φεμινιστικών οικολογικών οικονομικών και του οικο-φεμινιστικού ρεύματος για την ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου και της ισότητας στις αρχές και τις προτάσεις για τον τρόπο μετάβασης σε μια οικολογικά βιώσιμη οικονομία και κοινωνία.
Παρά τη διακριτή συνεισφορά τους, όλες οι φεμινιστικές οικονομικές προσεγγίσεις και προτάσεις συγκλίνουν στο εξής: Ένα προοδευτικό σχέδιο οικολογικού και κοινωνικού μετασχηματισμού των σύγχρονων καπιταλιστικών οικονομιών οφείλει να αναγνωρίζει τον κομβικό ρόλο της (εργασίας) φροντίδας για την κοινωνική αναπαραγωγή, να υποστηρίζει την ισοκατανομή της απλήρωτης εργασίας φροντίδας μεταξύ ανδρών και γυναικών για την προώθηση της ισότητας των φύλων, και να περιλαμβάνει την πραγματοποίηση σημαντικών δημοσίων επενδύσεων του τομέα της κοινωνικής φροντίδας, για την αντιμετώπιση δύο από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας: της κρίσης φροντίδας (ή κοινωνικής αναπαραγωγής) και της κλιματικής (ή οικολογικής) κρίσης. Η κρίση του κορονοϊού έκανε ακόμα πιο ορατές τις παραπάνω προκλήσεις.
Η απλήρωτη οικιακή εργασία ως παραγωγική εργασία
Η συνεισφορά των φεμινιστριών οικονομολόγων την τελευταία δεκαπενταετία εντοπίζεται σε δύο κυρίως θέματα. Πρώτο, στην επιτυχή αμφισβήτηση του ΑΕΠ ως δείκτη επίδοσης των οικονομιών και μέτρο της κοινωνικής ευημερίας και στην ανάπτυξη εναλλακτικών δεικτών. Δεύτερο, στην ανάδειξη της κρίσης της φροντίδας ή της κρίσης κοινωνικής αναπαραγωγής ως μιας από τις πολλαπλές σοβαρές κρίσεις του νεοφιλελεύθερου μοντέλου καπιταλισμού.
Το ΑΕΠ, ως βασικός δείκτης επίδοσης των οικονομιών, είχε μπει στο στόχαστρο των φεμινιστριών οικονομολόγων από τη δεκαετία του 1980, αλλά την τελευταία δεκαπενταετία αυτές ευθυγράμμισαν την κριτική τους με εκείνη του οικολογικού κινήματος και άσκησαν μεγάλη πίεση στους διεθνείς οργανισμούς για την υιοθέτηση εναλλακτικών δεικτών. Με το να μην υπολογίζεται στο ΑΕΠ η αξία της απλήρωτης οικιακής και εθελοντικής εργασίας, οι κυβερνήσεις αγνοούν την συμβολή αυτών των ειδών εργασίας στην οικονομική και κοινωνική ευημερία, ενώ η αποτυχία ενσωμάτωσης στο ΑΕΠ της περιβαλλοντικής υποβάθμισης που προκαλούν οι ενεργοβόρες και ρυπογόνες δραστηριότητες, ενθαρρύνει επενδύσεις και καταναλώσεις που οξύνουν την κλιματική κρίση και υπονομεύουν την οικολογική βιωσιμότητα των οικονομιών.
Με δύο αποφάσεις του το 2008 και το 2013, ο ΟΗΕ, που επιβάλει τα διεθνή πρότυπα στις εθνικές στατιστικές όλων των χωρών του κόσμου, δικαίωσε τους πολύχρονους αγώνες των φεμινιστριών. Αναγνώρισε την απλήρωτη οικιακή εργασία ως παραγωγική εργασία και έκανε δεκτή την ενσωμάτωσή της στους επίσημους στατιστικούς ορισμούς της εργασίας, την εκτίμηση της αξίας της και τον συνυπολογισμό της στη αξία του προϊόντος της οικονομίας (ΑΕΠ). Επιπλέον υιοθέτησε εναλλακτικούς δείκτες του ΑΕΠ, όπως ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης, που επεξεργάστηκαν φεμινίστριες οικονομολόγοι σε συνεργασία με σημαντικούς οικονομολόγους-φιλοσόφους, όπως ο νομπελίστας Αμάρτυα Σεν.
Κρίση φροντίδας, οικονομία της φροντίδας και ισότητα των φύλων
Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 οδήγησε πολλές φεμινίστριες οικονομολόγους, μεταξύ των οποίων η Diane Elson και η Ipek Ilkkaracan, φιλοσόφους όπως η Nancy Frazer και ακτιβίστριες ακαδημαϊκούς όπως η Sylvia Federici στο να αναδείξουν μία άλλη διάσταση της κρίσης του μοντέλου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, πέραν της οικονομικής: την κρίση της φροντίδας ή την κρίση της κοινωνικής αναπαραγωγής, που περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες που δημιουργούν και διατηρούν τους κοινωνικούς δεσμούς μεταξύ γενεών – τεκνοποιία, ανατροφή παιδιών, φροντίδα ηλικιωμένων – και μεταξύ φίλων, γειτόνων, οικογενειών ή στο εσωτερικό μιας κοινότητας, δραστηριότητες υλικές και συναισθηματικές απαραίτητες για την κοινωνική συνοχή και συνεργασία.
Η κρίση φροντίδας αναφέρεται στο μετασχηματισμό των σύγχρονων αναπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών, που είναι όλο και λιγότερο ικανές και διαθέσιμες να παρέχουν την αναγκαία ποσότητα εργασίας φροντίδας και άρα την αναγκαία φροντίδα σε όσα μέλη τους την έχουν ανάγκη, που αποτελεί προϋπόθεση της κοινωνικής ευημερίας. Στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, όπου έχει πλέον επικρατήσει το οικογενειακό μοντέλο των δύο εργαζομένων και η χρονική διαθεσιμότητα των εργαζόμενων γυναικών να παρέχουν απλήρωτη οικιακή εργασία φροντίδας έχει περιοριστεί, οι κοινωνικές ανάγκες φροντίδας δεν μπορούν να καλυφθούν επαρκώς ούτε από το κράτος ούτε από την αγορά, ενώ η διεθνής μετανάστευση γυναικών για να εργαστούν στις χώρες υποδοχής ως φροντίστριες με χαμηλές αμοιβές, συχνά με καθεστώς μειωμένων δικαιωμάτων, σε σπίτια ή στον κρατικό ή ιδιωτικό τομέα φροντίδας αποτελούν την απόδειξη της κρίσης φροντίδας.
Ωστόσο, απόψεις, όπως αυτή της Frazer περί «της εμμένουσας τάσης του καπιταλιστικού συστήματος για κρίσεις κοινωνικής αναπαραγωγής, που παίρνουν μια ιδιαίτερα οξεία μορφή στο καθεστώς του νεοφιλελεύθερου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού», φαίνονται υπερβολικές, δεδομένου ότι τις τελευταίες δεκαετίες, υπό αυτό ακριβώς το καθεστώς του καπιταλισμού, σημειώθηκε σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες μεγάλη ανάπτυξη των κοινωνικών υπηρεσιών φροντίδας, κυρίως παιδιών αλλά όχι μόνο, παράλληλα με αυτήν του ιδιωτικού τομέα φροντίδας και των προσωπικών κατ΄ οίκον υπηρεσιών. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι περισσότερες χώρες δεν αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλα ελλείμματα στη φροντίδα ηλικιωμένων, αναπήρων και άλλων ευπαθών ομάδων που πρέπει να καλυφθούν.
Οι φεμινίστριες οικονομολόγοι πάντοτε υπογράμμιζαν την κομβική σημασία της φροντίδας όχι μόνο για την κοινωνική αναπαραγωγή, αλλά και για την αναπαραγωγή των ανισοτήτων φύλου, μια που οι γυναίκες επιτελούν το μεγαλύτερο μέρος της απλήρωτης οικιακής εργασίας αλλά και της αμειβόμενης εργασίας φροντίδας που είναι χαμηλόμισθη. Γι’ αυτό πάντοτε πρότειναν την ανάπτυξη κοινωνικών υπηρεσιών φροντίδας προς διευκόλυνση των γυναικών να συμμετέχουν στην αμειβόμενη εργασία ισότιμα με τους άνδρες, άρα για την προώθηση της ισότητας των φύλων στην αγορά εργασίας. Η σημερινή πρόταση για μια «οικονομία της φροντίδας», που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια και υποστηρίζεται πλέον από ένα πολύ μεγάλο αριθμό φεμινιστριών οικονομολόγων και ακτιβιστριών, διαφέρει διότι έχει ολιστική προσέγγιση: συνδυάζει την επίτευξη του στόχου της ισότητας των φύλων με την αντιμετώπιση ενός μείζονος κοινωνικού προβλήματος (έλλειμμα φροντίδας σε γηράσκουσες κοινωνίες, όπου οι περισσότερες γυναίκες εργάσιμης ηλικίας έχουν αμειβόμενη εργασία) ή μιας μείζονος κρίσης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου καπιταλισμού (κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής) μέσα από μια εναλλακτική αναπτυξιακή πρόταση που αντιμετωπίζει τον τομέα της φροντίδας όχι μόνο ως μια αναπαραγωγική αλλά και ως μια παραγωγική δραστηριότητα, που πρέπει να ενισχυθεί με δημόσιες επενδύσεις μεγάλης κλίμακας. Ένας τομέας με μικρό υλικό αποτύπωμα και χαμηλές ενεργειακές εισροές, που είναι συμβατός με τον οικολογικό μετασχηματισμό της οικονομίας, ενώ είναι έντασης εργασίας και συμβάλλει σε μια «δίκαιη πράσινη μετάβαση».
Πανδημία: η φροντίδα στην πρώτη γραμμή προτεραιότητας
Η πανδημία του κορονοϊού έφερε το ζήτημα της φροντίδας στην κορυφή των προτεραιοτήτων της κοινωνίας, αποκαλύπτοντας το κεντρικό ρόλο που παίζουν τα δημόσια συστήματα υγείας στην εγγύηση του δικαιώματος των πολιτών στην περίθαλψη. Κατέστησε, επίσης, ορατό το μεγάλο εύρος του τομέα της φροντίδας, που περιλαμβάνει αφενός τις κοινωνικές και προσωπικές υπηρεσίες φροντίδας, την εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη, αφετέρου όλες τις κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται σε κατάσταση εξάρτησης και έχουν ανάγκη βοήθειας: παιδιά, ευπαθείς ηλικιωμένους και αναπήρους, αλλά και θύματα βίας, αστέγους, εξαρτημένους από ουσίες, πρόσφυγες κλπ.
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η περιορισμένη ικανότητα και αντοχή που επέδειξαν τα δημόσια συστήματα υγείας στο να ανταπεξέλθουν στις έκτακτες ανάγκες που δημιούργησε η πανδημία καθώς και οι ανεπάρκειες και τα προβλήματα που αυτή έφερε στην επιφάνεια όσον αφορά τις συνθήκες περίθαλψης και φροντίδα των ηλικιωμένων στους οίκους ευγηρίας αλλά και στο σπίτι, δεν αποτελούν παρά συμπτώματα της «κρίσης κοινωνικής αναπαραγωγής», που προϋπήρχαν στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες.
Η κρίση του κορονοϊού έφερε επίσης στο προσκήνιο τον κυρίαρχο ρόλο των γυναικών στην κοινωνική αναπαραγωγή τόσο μέσω της απλήρωτης οικιακής εργασίας φροντίδας, που αυξήθηκε κατακόρυφα κατά τη διάρκεια των λοκντάουν, όσο και ως πλειοψηφία των αμειβόμενων οικιακών φροντιστών και των μισθωτών στους τομείς της υγείας, της παιδείας και της κοινωνικής φροντίδας. Τέλος, η πανδημία αποκάλυψε, για μια ακόμα φορά, ότι η εργασία φροντίδας είναι υποτιμημένη ως γυναικεία. Επειδή επίσης μεγάλο ποσοστό των εργαζόμενων στο τομέα της φροντίδας είναι και μετανάστριες-ες, οι μισθοί τους είναι χαμηλοί, οι συνθήκες εργασίας μη ικανοποιητικές και το καθεστώς εργασίας επισφαλές.
«Οικονομία της φροντίδας» και «έγνοια για τον άλλο»
Η σημερινή κρίση του κορονοϊού έχει λοιπόν ενισχύσει την πειστικότητα της φεμινιστικής ατζέντας που καλεί για μαζικές δημόσιες επενδύσεις στους τομείς της υγείας, της παιδείας και της κοινωνικής φροντίδας. Αυτή η επιλογή θα προωθούσε την επιστροφή σε μία βιώσιμη και πλούσια σε θέσεις εργασίας ανάκαμψη και θα μπορούσε δυνητικά να οδηγήσει σε μια αλλαγή παραδείγματος, στην «οικονομία της φροντίδας» εντός μια κοινωνίας που έχει ως αρχή «την έγνοια για τον άλλο». Η «οικονομία της φροντίδας» ορίζεται ως μία οικονομία όπου (α) η πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας φροντίδα σε όλες τις ηλικίες αποτελεί καθολικό κοινωνικό δικαίωμα και όχι μια ιδιωτική ή οικογενειακή υπόθεση (β) η αξία της παρεχόμενης φροντίδας και της εργασίας φροντίδας αναγνωρίζεται από την κοινωνία, (γ) οι εργαζόμενοι στον τομέα της φροντίδας απολαμβάνουν αξιοπρεπείς και δίκαιους όρους και συνθήκες εργασίας και ίσης μεταχείρισης, και (δ) η απλήρωτη οικιακή εργασία φροντίδας ισοκατανέµεται μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Οι πολύμηνες διαπραγματεύσεις εντός και μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών για το Ταμείο Ανάκαμψης, που θα χρηματοδοτήσει τα κράτη μέλη της Ε.Ε. με επιπρόσθετους πόρους από εκείνους του νέου κοινοτικού προϋπολογισμού 2021-27 για να υλοποιήσουν την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των οικονομιών τους αναζωπύρωσαν τις φεμινιστικές διεκδικήσεις για μια «Ευρωπαϊκή Συμφωνία για τη Φροντίδα» και για την ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου στα εθνικά σχέδια Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και στις χρηματοδοτούμενες δράσεις του Ταμείου. Σύντομα θα φανεί αν και πόσο η φεμινιστική ατζέντα για την «οικονομία της φροντίδας» έχει καταφέρει να επηρεάσει τις αναπτυξιακές προτεραιότητες των κυβερνήσεων, τα προγράμματα της αντιπολίτευσης στα κράτη μέλη της Ε.Ε. και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.