Ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων μπορεί να θεωρηθεί ένας συνεπής και επίμονος «μεταρρυθμιστής εργάτης» δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών. Για πολλούς αυτό δεν είναι κατακριτέο, για κάποιους είναι απογοητευτικό. Υπάρχουν, όμως, και οι άλλοι, οι περισσότεροι, που παρακολουθούν με αμηχανία «τις δράσεις απορρύθμισης» του κ. υπουργού, αμηχανία που μετατρέπεται σε ανησυχία και θυμό, γιατί οι δράσεις του τους ακουμπούν.
Σε αυτή την κατηγορία προστέθηκε ένα μεγάλο και απροστάτευτο μέρος του πληθυσμού, που περιμένει να πάρει εδώ και χρόνια τη σύνταξή του, παρασύροντας στην απογοήτευση και όσους η διαβίωση τους επηρεάζεται από την χορήγηση της. Εκτιμάται ότι το πρόβλημα αφορά το 6% του συνολικού πληθυσμού! Η κατηγορία αυτή δεν έχει τύχει καμίας προστασίας και φροντίδας.
Ο υπουργός διαθέτει στη φαρέτρα του κλασικές πρακτικές και μεθοδεύσεις, τις οποίες επικαιροποιεί με ό,τι νεότερο του προκύπτει από χώρες αναφοράς. Η μέθοδος που ακολουθεί, είναι αποτελεσματική και δοκιμασμένη. Περνάει από συστηματική απορρύθμιση και αποδυνάμωση της δημόσιας υπηρεσίας (πχ ΕΦΚΑ), η μιας παραγωγικής μονάδας (ΛΑΡΚΟ, Σκαραμαγκά, ΕΛΒΟ κλπ), των οποίων ως εκ της θέσης του εντέλλεται να διασφαλίσει την ορθολογική λειτουργία, τον έλεγχο και παρακολούθηση.
Με το πρόσχημα της αποτελεσματικότητας, ευρέως καθοριζόμενης, μετατρέπεται η στοχευμένη, με όρους νεοφιλελεύθερους, «προβληματική» δημόσια υπηρεσία σε ιδιωτική, καλλιεργώντας το μύθο της ιδιωτικής αποτελεσματικότητας, συγκριτικά με εκείνη του δημοσίου τομέα. Παράλληλα, με τεχνικές κατακερματισμού και απαξίωσης, την καθιστά εύκολη λεία σε κάθε μορφή επιθετικών εξαγορών ή εκποιήσεων.
Παράλληλες και αλληλοκαλυπτόμενες διοικήσεις
Ενδεικτική των ως άνω, είναι η τύχη που επιφυλάχθηκε στη σημερινή διοίκηση του ΕΦΚΑ και συνολικά στον οργανισμό. Η απόφαση του υπουργού να συγκροτήσει «ομάδα έργου» με επικεφαλής project manager, προκειμένου να επιταχύνει την απονομή των συντάξεων, αξιολογώντας με ταχύτητες φωτός την υφιστάμενη διοίκηση ανεπαρκή και αναποτελεσματική, τις δε πολιτικές του προκατόχου του αναποτελεσματικές και αποτυχημένες, σηματοδοτεί την εξέλιξη της δυναμικής εισόδου του υπουργού στο νέο του κυβερνητικό ρόλο.
Ο υπουργός απέφυγε να εξηγήσει πειστικά τι έχει οδηγήσει στο πρωτάκουστο μπλοκάρισμα της απόδοσης των συντάξεων (μια διαδικασία που είναι γνωστή και λειτουργούσα πολλά χρόνια, και που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί σαν αποτέλεσμα έκτακτων συνθηκών). Αποφασίζει, όμως, να απαξιώσει και υποβαθμίσει την τρέχουσα διοίκηση του οργανισμού, δεν την αντικαθιστά (ως είθισται στις διαδεδομένες πρακτικές της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας), ενώ ορίζει μια παράλληλη διοίκηση, δημιουργώντας προϋποθέσεις υπερκαλύψεων, λειτουργική σύγχυση ρόλων και ευθυνών και ένταση. Παράλληλα, η πανηγυρική και δημοσίως εκφραφθείσα έλλειψη εμπιστοσύνης του υπουργού στη διοίκηση του οργανισμού, δεν είναι ικανή να οδηγήσει σε παραίτηση την τρέχουσα διοίκηση. Θα ήταν, ίσως, πιο λογικό η αντικατάσταση της υφιστάμενης διοίκησης, δεδομένου ότι έχει βρεθεί και ο υποκατάστατης, ο οποίος φέρνει εμπειρία ανάλογων «πετυχημένων» πειραμάτων ιδιωτικοποιήσεων (μαζί με τον υπουργό ιδιωτικοποίησαν την Ολυμπιακή, την ΔΕΗ κλπ), αποφεύγοντας έτσι τη δημιουργία παράλληλων διοικητικών κέντρων.
Ενδιαφέρον έχει η διευκρίνιση ότι η πενταμελής «ομάδα» θα παράσχει τις υπηρεσίες της αμισθί. Αυτό, πέραν του ότι είναι άδικο (η εργασία πρέπει να αμείβεται), αφήνει υποψίες για τους λόγους που οδηγούν στη συμμετοχή (ένας manager, δυο καθηγητές, ένα στέλεχος υπουργείου και ένα στέλεχος του ίδιου του ΕΦΚΑ, που είναι μάλλον και ο μόνος που ξέρει τι γίνεται…).
Δεν εκπλήσσει, βέβαια, ότι στη «ομάδα» δεν εκπροσωπούνται οι εργαζόμενοι, που γνωρίζουν καλύτερα από οιονδήποτε τι συμβαίνει στον οργανισμό. Η παρουσία τους, προφανώς, δεν συνάδει με την αντίληψη περί διαλόγου που έχει ο υπουργός, που μάλλον τους θεωρεί φορείς όχλησης και ενόχλησης. Ο δε συνδικαλιστικός τους φορέας υποστηρίζει με σαφήνεια ότι το πρόβλημα είναι η υποστελέχωση, όχι η έλλειψη «συντονιστή έργου» και «τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο e-ΕΦΚΑ δεν επιλύονται με πρακτικές και όρους αγοράς».
Νομοθετικές ακροβασίες
Μια ανάγνωση του νόμου 3144/2023, που επικαλείται ο υπουργός για τη συγκρότηση της «ομάδας έργου», αναδεικνύει τις νομοθετικές ακροβασίες που μετέρχεται. Ο υπουργός βρίσκει τη «λύση» στο άρθρο 16, παράγραφο 1, που αφορά στη δυνατότητα συγκρότησης επιτροπών υποβοηθητικών του έργου του υπουργού. Η διάταξη αναφέρει, περιοριστικά, σαν μοναδικό έργο των επιτροπών αυτών το νομοπαρασκευαστικό, που μάλλον δεν είναι μόνο αυτό που έχει κατά νου ο «συντονιστής έργου».
Εάν, πάντως, η αναμονή είναι η οργάνωση «έργου», η καλύτερα «project», όπως ισχυρίζεται το υπουργείο, τότε, σύμφωνα με τις κοινές επιχειρησιακές πρακτικές, θα πρέπει με σαφήνεια να καταστεί δημόσια γνωστό ποιος είναι ο ποσοτικός και χρονικός στόχος απονομής των συντάξεων που τίθεται στην ομάδα. Αν αυτό δεν προσδιοριστεί και κοινοποιηθεί, η «ομάδα» θα χάσει την ευκαιρία και να καρπωθεί την επιτυχία και θα καταφύγει στο δοκιμασμένο «κάναμε ό,τι μπορούσαμε, αλλά …», που χρησιμοποιούν παλαιοκομματικοί και κρατιστές, με τους οποίους ο υπουργός δεν διατηρεί καλές σχέσεις, αλλά από τους οποίους δεν διστάζει να δανείζεται πρακτικές…
Η περίπτωση των παγωμένων συντάξεων ξεπερνά όποια ανεκτικότητα μπορεί να επιδείξει κάποιος σε νεοφιλελεύθερες πρακτικές -και για τούτο προσφέρεται για εξαγωγή συμπερασμάτων για το πώς η κυβέρνηση, ή ένα μέρος της, αντιλαμβάνονται το ρόλο του κράτους και των υπηρεσιών που παράγει.
Τα χρήματα των συντάξεων δεν είναι ούτε επίδομα ούτε παροχή, είναι αντίθετα μια σχέση που δεσμεύει και τους δυο συναλλασσόμενους: το κράτος και τον πολίτη. Το ισχυρό μέρος, δηλαδή το Κράτος, συχνά πυκνά αποτυγχάνει να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις του χωρίς συνέπειες. Το άλλο μέρος, το αδύναμο, υφίσταται τις συνέπειες χωρίς να μπορεί να αντιδράσει, παραιτούμενο των διεκδικήσεων και μετατρεπόμενο σε επαίτη, έτοιμο να ικανοποιηθεί έστω και με χρονικούς και ποσοτικούς περιορισμούς από τα δικαιώματα του. Αυτή είναι σήμερα μια σοβαρή πηγή δημιουργίας ανισότητας, στο μέτρο που ενισχύει ακόμη περισσότερο τις μισθολογικές αποκλίσεις, αλλά θεσμοποιώντας και νέες κοινωνικές κατηγορίες πολιτών που μετατρέπονται σε «ανθρώπινο ομόλογο», μελλοντικού εισοδήματος.
Νεοφιλελεύθερη επέλαση
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική εκφράζεται και προωθείται αποτελεσματικά μέσα στο αντιπαρατιθέμενο μείγμα κυβερνητικών τάσεων, όπου η καθεμία προσδοκά την επικράτηση. Η ομάδα των κρατικόφυλων, που για χρόνια φιλοξενούσε ο χώρος της καραμανλικής λαϊκής δεξιάς, δεν παράγει ούτε προτάσεις, ούτε καν ενστάσεις με ό,τι διαφωνεί. Η δεξιότερη ομάδα, που ενδύεται εθνικές και ενίοτε ακροδεξιές μορφές, βρίσκεται σε αδυναμία να επιβάλει την άποψη της σχετικά με τη διατήρηση ορισμένων παραγωγικών μονάδων υπό κρατικό έλεγχο, που συνδέονται με θέματα ασφαλείας και άμυνας, ενώ μάλλον δυσφορούν με την αποδυνάμωση άλλων κρατικών λειτουργιών, που καθιστά την επιβίωση του «ισχυρού κράτους » προβληματική. Εξαίρεση ο χώρος του «εθνικού software». Δηλαδή η εκπαίδευση και ο πολιτισμός, που η μεν πρώτη ομάδα επιδιώκει την εμπορευματοποίηση της, μέσω της ιδιωτικοποίησης, η δε δεύτερη τη δεξιόστροφη ανάπλαση της.
Το δε «γεννητσαρικής» προέλευσης τμήμα της κυβερνητικής μηχανής εξειδικεύεται και δραστηριοποιείται σαν φύλακας εγγυητής των κοινωνικών επιπτώσεων της νεοφιλελεύθερης επέλασης μέσω του μόνου αποτελεσματικού εργαλείου που διαθέτει, την καταστολή.
Σε αυτό το περιβάλλον, η ομάδα των κρατικών απορρυθμιστών φαίνεται να έχει το πάνω χέρι στο Μέγαρο Μαξίμου, αλλά δεν έχει αποκτήσει σταθερότητα.
Η ιδιωτικόστροφη εξέλιξη στη δομή και τη λειτουργία του κράτους, συναντά τη χλιαρή και ακατέργαστη αντίσταση από τη μεριά της αντιπολίτευσης. Το συζητούμενο πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας βρίσκει την Αριστερά σε βραδυφλεγή διαδικασία επεξεργασίας προτάσεων.
Στο πρόγραμμα του Ταμείου, ο ρόλος του κράτους είναι κεντρικός και η αποστολή του αναντικατάστατη, σαν ισχυρού φορέα υλοποίησης της βιώσιμης και κοινωνικά και περιβαλλοντολογικά δίκαιης ανάπτυξης, αποκτώντας και αναπτύσσοντας όλες τις απαιτούμενες επιχειρησιακές γνώσεις και δεξιότητες που θα είναι ικανές, εκτός των άλλων, να προσδιορίσουν και εγγυηθούν με σαφήνεια την περίμετρο των σχέσεων του με την ιδιωτική επιχειρηματικότητα.