Συνεχίζεται η λαϊκή εξέγερση στην Αϊτή, εξαιτίας της άρνησης του υπερσυντηρητικού πρόεδρου Ζοβενέλ Μοΐζ να αποχωρήσει στις 7 Φεβρουαρίου που λήγει η θητεία του. Με απεργίες, οδοφράγματα, διαδηλώσεις, και αποκλεισμούς γειτονιών, κόμματα της αντιπολίτευσης, συνδικάτα, κοινωνικά κινήματα, λαϊκές οργανώσεις, κ.λπ., ζητούν να σχηματιστεί μια μεταβατική κυβέρνηση και δηλώνουν την αντίθεσή τους στο σχέδιο του Μοΐζ για διεξαγωγή προεδρικών και βουλευτικών εκλογών στις 19 Σεπτεμβρίου, καθώς και στην ανακοίνωσή του ότι στις 25 Απριλίου θα γίνει δημοψήφισμα για την αντικατάσταση του Συντάγματος, που ψηφίστηκε το 1987 μετά την πτώση του δικτάτορα Ζαν - Κλοντ Ντιβαλιέ, κάτι που το ισχύον Σύνταγμα το απαγορεύει ρητά. Να σημειωθεί, ότι το νέο Σύνταγμα προετοιμάζεται εδώ και δύο μήνες από μια επιτροπή που είναι απόλυτα ελεγχόμενη από τον Μοΐζ, και από όσα έχουν διαρρεύσει θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την επιστροφή στο προεδρικό καθεστώς, την κατάργηση της Γερουσίας και τη δημιουργία ενός μονομερούς Κοινοβουλίου.
Ο Μοΐζ, ένας μεγαλέμπορος μπανάνας, εκλέχτηκε στις εκλογές του 2016, με κατηγορίες για εκτεταμένη νοθεία και με το ποσοστό συμμετοχής σε αυτές να είναι μόνο 18%. Από την άλλη, οι βουλευτικές εκλογές που θα έπρεπε να είχαν διεξαχθεί το 2018 ανεστάλησαν επανειλημμένα με διάφορες δικαιολογίες, ενώ μέσα σε δύο χρόνια άλλαξαν τέσσερις πρωθυπουργοί μαριονέτες. Ο τελευταίος, ο Τζόζεφ Τζούτε, διορίστηκε απευθείας από τον Μοΐζ χωρίς να επικυρωθεί καν από το Κοινοβούλιο, όπως απαιτείται από το Σύνταγμα της χώρας. Τον Ιανουάριο του 2020, μπροστά στην αδυναμία ανανέωσης των βουλευτών και των δύο τρίτων των γερουσιαστών, ο Μοΐζ αποφάσισε να κλείσει το Κοινοβούλιο και από τότε κυβερνά ο ίδιος ως ένα είδος ενιαίας εξουσίας, σε ένα καθεστώς προεδρικής δικτατορίας. Σε αυτό το υβριδικό πολιτικό καθεστώς ημι-κοινοβουλευτικού τύπου, χωρίς εκλογές, Κοινοβούλιο και πρωθυπουργό, που κυβερνιέται με διατάγματα, με το ανώτατο δικαστήριο να έχει μετατραπεί σε συμβουλευτικό σώμα, που δεν έχει κρατικό προϋπολογισμό, χωρίς ανεξάρτητες αρχές, με συνεχόμενες δολοφονίες δημοσιογράφων, συνδικαλιστών και κοινωνικών ηγετών και με τις πολιτοφυλακές και τις εγκληματικές ομάδες να δρουν ανενόχλητες, ουσιαστικά δεν υπάρχουν νομικοί θεσμοί ή συνταγματικές αρχές για να αντισταθμίσουν μια ολοένα και πιο καταπιεστική και αυταρχική κυβέρνηση. Ο πρόεδρος στηρίζει την εξουσία του στη ντόπια ολιγαρχία και στον έλεγχο της δικαιοσύνης, του στρατού και την αστυνομίας, ενώ τον Δεκέμβριο με προεδρικό διάταγμα αποφάσισε μια σειρά μέτρων για την «ενίσχυση της δημόσιας ασφάλειας» με στόχο την καταστολή του λαϊκού κινήματος, και η οποιαδήποτε διαμαρτυρία απέναντι στο καθεστώς χαρακτηρίζεται ως πράξη ανατροπής του και επιφέρει ποινές φυλάκισης που φτάνουν μέχρι τα 50 χρόνια. Να σημειωθεί, επίσης, ότι ο Μοΐζ έχει την πλήρη υποστήριξη των ΗΠΑ, αφού όλα αυτά τα χρόνια έχει κάνει τα πάντα για να εξασφαλίσει την εύνοιά τους: επιδοκιμασία του πραξικοπήματος στην Βολιβία, αναγνώριση του Γκουαϊδό στη Βενεζουέλα, πλήρης ευθυγράμμιση με την πολιτική του Τραμπ στην περιοχή της Καραϊβικής, κ.λπ. Έτσι σήμερα, που ο αϊτινός πρόεδρος επιδιώκει να αποκτήσει μια συνταγματική ασπίδα, η Ουάσιγκτον τον βοηθά με την πρόκριση για την Αϊτή του σχεδίου της «εξομάλυνσης με θεσμικά μέσα», σε μια «δημοκρατία χαμηλής έντασης».
Όμως πέρα από την αντίθεση στα σχέδια που κάνει ο Μοΐζ για να εδραιώσει την εξουσία του, που αποτέλεσαν τη σπίθα για να ανάψει η φωτιά της εξέγερσης, αυτό το ξέσπασμα της αϊτινής κοινωνίας αποτυπώνει κυρίως την τεράστια λαϊκή οργή που υπάρχει εξαιτίας της φτώχειας, της ανεργίας που φτάνει στο 70%, της ατιμωρησίας, της έλλειψης προοπτικής, των προνομίων που απολαμβάνει προκλητικά η πολιτική εξουσία και η επιχειρηματική ελίτ. Μια λαϊκή οργή που πηγάζει από την ιστορική πορεία της χώρας, με την αποικιοκρατία, τις ξένες επεμβάσεις, τα πραξικοπήματα, τις κλιματικές τραγωδίες, τις διεφθαρμένες κυβερνήσεις, τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και φωνάζει «φτάνει πια».