Η δυσαρέσκεια της κοινωνίας για τους χειρισμούς, τις παλινωδίες και τις αντιφάσεις των Βρυξελλών, αλλά και των εθνικών κυβερνήσεων απέναντι στην πανδημία εκφράζεται όλο και συχνότερα δημοσίως, με τους ακροδεξιούς να προσπαθούν να την καρπωθούν πολιτικά και την Αριστερά να παρατηρεί με εμφανή αμηχανία, φοβούμενη ακόμα την ταύτισή της με τους συνωμοσιολόγους.

 

Δεν ήταν όλοι ακροδεξιοί, αλλά υπήρξαν αρκετοί ανάμεσα σε εκείνους, που το περασμένο Σαββατοκύριακο διαδήλωσαν κατά των περιοριστικών μέτρων με στόχο την αντιμετώπιση της πανδημίας. Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Ολλανδία, Ουγγαρία, Πολωνία, αλλά και αλλού σε μικρότερη ίσως κλίμακα. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα οι διαμαρτυρίες ήταν εξ' αρχής οργανωμένες από εθνικιστικά και λαϊκιστικά κόμματα ή ομάδες συνωμοσιολόγων, με χαρακτηριστικότερη ίσως την περίπτωση της Αυστρίας, όπου το κάλεσμα από το Κόμμα των Ελευθέρων ήταν ανοικτό και δημόσιο.

Βεβαίως μιλάμε για μερικές εκατοντάδες ή έστω χιλιάδες διαδηλωτές, που πολλές κυβερνήσεις δεν τους έπαιρναν στα σοβαρά μέχρι πρότινος. Ωστόσο η εκτίμηση που κάνουν Ινστιτούτα Ερευνών σε διάφορες χώρες είναι ότι η δυσαρέσκεια αυξάνεται και η οργή εναντίον της «πολιτικής ελίτ» επίσης. Η δυσφορία προέρχεται από την αντιφατικότητα των δηλώσεων πολλών αρμοδίων αλλά και από την αδιάκοπη εισαγωγή, χαλάρωση, κατάργηση, επαναφορά μέτρων, που συχνά δεν εξηγούνται καν επαρκώς σε ότι αφορά την αναγκαιότητά τους.

Αλλά φυσικά επειδή στο τέλος «όλα κρίνονται από το στομάχι» μεγάλος φόβος υπάρχει και για τις κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες, που έχουν υποστεί και θα υποστούν και στο μέλλον σημαντικά κομμάτια της κοινωνίας. Ακόμα και το συντηρητικό Ινστιτούτο Μπέρτελσμαν της Γερμανίας προειδοποιούσε για την διόγκωση των ανισοτήτων και την πιθανότητα κοινωνικών εκρήξεων το επόμενο διάστημα σε 41 χώρες μέλη του ΟΟΣΑ και κάνει λόγο για ρήγματα στην ποιότητα της δημοκρατίας, αλλά και στην κοινωνική συνοχή.

Επιπλέον το φιάσκο με τα εμβόλια στην Ευρώπη φαίνεται να οδηγεί πολλούς πολίτες σε κατάσταση υπέρβασης των αντοχών τους. Το ποτήρι ξεχειλίζει. Η πολιτική για μια ακόμα φορά αντιδρά με μισόλογα, δικαιολογίες και υποσχέσεις, που όλοι πλέον αντιμετωπίζουν με καχυποψία. Και η δυσθυμία μεγαλώνει.

 

Η παραδοχή της Μέρκελ

 

Η Ανγκέλα Μέρκελ δεν έχει χαρακτηριστεί τυχαία «τεχνικός της εξουσίας». Η διαίσθησή της για το πού φυσάει ο άνεμος της έδωσε τη δυνατότητα να κυβερνά επί 16 χρόνια ένα λαό σχετικά ικανοποιημένο μαζί της. Αυτή την εβδομάδα, κατά τη διάρκεια μιας ακόμα συνάντησης με τους πρωθυπουργούς των κρατιδίων, αλλά και με εκπροσώπους των φαρμακευτικών εταιριών έκανε λόγο για δύο πράγματα: διαφάνεια στις αποφάσεις και μετριασμό των υποσχέσεων.

Αλλά αυτή η διαπίστωση μπορεί να έρχεται πολύ αργά. Οι αποφάσεις είτε αφορούσαν τις συμφωνίες της Κομισιόν για τα εμβόλια, είτε τους περιορισμούς που επέβαλαν οι κυβερνήσεις, σπανίως πάρθηκαν με διαφάνεια, αιτιολογήθηκαν και εξηγήθηκαν επαρκώς. Τα κοινοβούλια παρακάμφθηκαν, η αστυνομία ανέλαβε υπερεξουσίες, οι πολίτες βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια ομοβροντία διαγγελμάτων, που από ένα σημείο και μετά έμοιαζαν με διαταγές. Η ποιότητα της δημοκρατίας έπεσε κατακόρυφα, σχεδόν χωρίς αντίλογο από καμιά πολιτική δύναμη.

Μετά ήρθε η περίοδος των υποσχέσεων, που αποδείχτηκαν «τζούφιες». Οι ελπίδες για «κανονικά Χριστούγεννα» εξαϋλώθηκαν και οι πανηγυρισμοί για το άρτια οργανωμένο σχέδιο-μαμούθ για τον εμβολιασμό των Ευρωπαίων το μόνο που προκαλούν πια είναι πικρά χαμόγελα.

Ακόμα και οι εθνικές και πατριωτικές κορώνες κάποιων πολιτικών, όπως του Εμανουέλ Μακρόν χάθηκαν μέσα στο μίζερο σκηνικό των άδειων εμβολιαστικών κέντρων. Η Γαλλία δεν κατάφερε να φτιάξει «δικό της» εμβόλιο. Το μόνο που είχε να προσφέρει ο ματαιόδοξος πρόεδρος στους υπηκόους του ήταν περισσότερη αστυνόμευση και αποποίηση των δικών του ευθυνών.

 

Σημαντικές μετατοπίσεις

 

Στην άλλη πλευρά του καναλιού ο Μπόρις Τζόνσον εκπονεί ένα αμφιβόλου επιστημονικότητας πρόγραμμα εμβολιασμού, που αγνοεί τις οδηγίες των ειδικών για δοσολογίες και χρονοδιαγράμματα, αλλά παρουσιάζεται ως η δικαίωση του Βrexit απέναντι στους αποσβολωμένους «Ευρωπαίους».

Μπορεί να χάνονται κάποιες ειδήσεις και να κρύβεται η σημασία τους μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό της δήθεν «πληροφόρησης» για κρούσματα, θύματα, πειράματα, συγκρίσεις, στατιστικές, εμβόλια, εγκρίσεις, μεταλλάξεις, αλλά τα πολιτικά γεγονότα τρέχουν και έχουν χρώμα γκρίζο. Σε όλη την Ευρώπη συντελούνται σημαντικές πολιτικές ανακατατάξεις και μετατοπίσεις. Στην Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν είναι μόλις ένα βήμα πίσω στις δημοσκοπήσεις από τον φλύαρο πρόεδρο, που κοιμάται και ξυπνάει με το άγχος μιας αναζητούμενης ακόμα επικοινωνιακής παράστασης ενόψει των εκλογών του 2022.

Στην Ιταλία, η κυβέρνηση Κόντε καταβροχθίσθηκε από το τραπεζικό κατεστημένο, που βρήκε στο πρόσωπο του Μάριο Ντράγκι ένα δικό της έμπιστο διαχειριστή των πολυαναμενόμενων δισεκατομμυρίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και ο ακροδεξιός Σαλβίνι επιθυμεί διακαώς εκλογές, επειδή θεωρεί ότι μόνο αυτός θα βγει κερδισμένος. Όπως το ίδιο εκτιμούν και οι ακροδεξιοί στην Ισπανία, που από την πρώτη στιγμή αποδείχτηκαν μαέστροι σε μια χυδαία, φτηνή αντιπολιτευτική τακτική με στόχο την εξόντωση της κεντροαριστερής κυβέρνησης.

Στην Πορτογαλία, που είχε περάσει από τρόικες και μνημόνια κρατώντας την ακροδεξιά εκτός Βουλής, ξαφνικά ένας λαϊκιστής, εθνικιστής συγκεντρώνει το 12% των ψήφων αιφνιδιάζοντας την υπόλοιπη Ευρώπη.

Στην Ολλανδία, μένει να δούμε αν οι συγκρούσεις νεαρών «ανυπάκουων» με την αστυνομία, που έγιναν σχεδόν ρουτίνα για δύο εβδομάδες θα έχουν και κάποια πολιτική έκφραση στις εκλογές του Μαρτίου. Στην Γερμανία, είναι άγνωστο πόσοι θα είναι αυτοί που θα ακολουθήσουν κρυφοναζιστικές θεωρίες των «αλλιώς σκεπτόμενων». Μόνη… παρηγοριά είναι οι εσωτερικές έριδες της «Εναλλακτικής για την Γερμανία», που ίσως της στερήσουν ένα μεγάλο εκλογικό άλμα προς τα πάνω τον ερχόμενο Σεπτέμβριο.

Είναι λοιπόν η ακροδεξιά με όχημα αντιεπιστημονικές θεωρίες και εκμεταλλευόμενη τη βουβαμάρα οποιασδήποτε άλλης αντιπολίτευσης, που φορά παντού στην Ευρώπη την προβιά του αρνιού και μετατρέπεται τώρα σε «προστάτιδα του ελεύθερου λόγου» και «υπερασπίστρια της δημοκρατίας».

 

Η ευθύνη της Αριστεράς

 

Και η Αριστερά εγκλωβισμένη σε ένα σύμπλεγμα πολιτικής ορθότητας παρακολουθεί αμήχανη τις εξελίξεις, αδύναμη να παρέμβει και να προτείνει μια άλλη αντιμετώπιση της κρίσης. Αδυνατεί να ζητήσει ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο κοινωνίας, πρόνοιας, οικονομίας. Διστάζει ακόμα και να εκφράσει απλές αμφιβολίες σκεπτόμενων ανθρώπων, που βρέθηκαν ξανά και ξανά αντιμέτωποι με περιορισμούς, που δεν είχαν καμιά σχέση με τον ορθολογισμό. Μοιάζει απλά με κουβαλητή του μπλάνκο για να μπορούν οι νεοφιλελεύθερες εξουσίες να διορθώσουν τις κακογραφίες τους, όταν το παρακάνουν. Επί μήνες το άγχος της να μην ταυτιστεί με τους «ψεκασμένους» την οδήγησε ουσιαστικά σε παράλυση σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ακόμα και το αίτημα για την κατάργηση των πατεντών στα εμβόλια ήρθε με σημαντική καθυστέρηση και αφού Κομισιόν και πολυεθνικές είχαν ήδη... βάλει το νερό στο αυλάκι.

Υπάρχει ίσως μια δικαιολογία σε σχέση με την αδυναμία παρέμβασης στο επιστημονικό πεδίο. Ισως να υπάρχει ένα ενδημικό πρόβλημα στη σχέση της Αριστεράς με τις «αυθεντίες» των θετικών επιστημών. Φταίει ίσως που κάποιοι κορυφαίοι ερευνητές θεωρούν ότι είναι «ελίτ» και δεν θέλουν να έχουν σχέσεις με τις μάζες και τα κινήματα; Φταίει το δέος, κατάλοιπο άλλων εποχών μιας πολιτικής δύναμης, που δηλώνει ότι εκπροσωπεί τους εργαζόμενους απέναντι στους «μορφωμένους»; Φταίει η κυριαρχία μιας απολιτίκ θεώρησης στις τάξεις εκείνων που περνούν τη ζωή τους σε εργαστήρια, μπροστά σε δοκιμαστήρια και μικροσκόπια και ενώ δηλώνουν ότι δεν θέλουν να ανακατεύονται με την εξουσία μετατρέπονται συχνά σε εργαλεία της; Ισως το πιο αμήχανο παράδειγμα των τελευταίων μηνών στην Ελλάδα να ήταν η στιγμή που ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε την κυρία Λινού ως «υπερκομματική» υπουργό Υγείας, με την τελευταία να εξηγεί ακούραστα τις επόμενες ημέρες γιατί η Θεία Κοινωνία αποτελεί «μυστήριο» και δεν μπορεί να ερευνηθεί με επιστημονικό τρόπο αν μέσω αυτής μεταδίδεται ο κορονοϊός.

Οι απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω πρέπει να αναζητηθούν. Κυρίως όμως η Αριστερά οφείλει να απαντήσει στο ερώτημα γιατί συχνά τους τελευταίους μήνες απαρνήθηκε το δικαίωμα και την υποχρέωση της να είναι θεματοφύλακας και διεκδικητής δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που καταπατήθηκαν. Γιατί έχασε την ικανότητά της να είναι δύναμη αμφισβήτησης και ανατροπής, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό, που ήρθαν να καλύψουν κάθε λογής πολιτικοί κομπογιαννίτες. Για αυτό δεν έχει πλέον καμιά δικαιολογία. Ειδικά τώρα, που κάποιοι ετοιμάζονται να προωθήσουν ακόμα πιο γκρίζες λύσεις, μεταμφιεσμένοι δήθεν σε «αντισυστημικούς».

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet