Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής

 

 

 

 

Εκμεταλλευόμενη την αναμφισβήτητη επικοινωνιακή της υπεροπλία, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη επιχειρεί να πείσει ότι έχει κάνει ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για τις επιχειρήσεις της εστίασης που έχουν γνωρίσει πρωτοφανές και καίριο πλήγμα από τα μέτρα των διαδοχικών λοκντάουν που εφαρμόζονται για τον περιορισμό της διασποράς της πανδημίας. Ο δε υπουργός Ανάπτυξης, με το σύνηθες εριστικό στιλ του, κάλεσε όσους ιδιοκτήτες δεν συμφωνούν με τα μέτρα της κυβέρνησης να του παραδώσουν τα κλειδιά της επιχείρησής τους.

Αφήνοντας κατά μέρος τις προκλητικές αντιδράσεις του Άδωνι Γεωργιάδη, ας δούμε πώς έχει πραγματικά η κατάσταση στον κλάδο της εστίασης, στον οποίο απασχολούνται εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι σ' όλη την Ελλάδα.

 

Τα πρώτα λουκέτα

 

Η αφόρητη κατάσταση του τελευταίου χρόνου έχει ήδη δώσει τα πρώτα της μεγάλα χτυπήματα στον κλάδο. Πολλά εστιατόρια και καφετέριες σε όλα τα μήκη και πλάτη της επικράτειας έχουν βάλει λουκέτο. Καταστήματα που πριν την πανδημία είχαν αρκετά έως πολλή δουλειά και βρίσκονταν σε εμπορικούς δρόμους της Αθήνας, όπως είναι αυτοί του Κολωνακίου ή του Κεραμεικού δεν τα κατάφεραν. Στο Κολωνάκι τέτοιου είδους λουκέτα μετριούνται πλέον γύρω στα 50. Η ίδια εικόνα υπάρχει και στους μεγάλους εμπορικούς δρόμους της Θεσσαλονίκης ενώ η κατάσταση, δυστυχώς, δεν διαφοροποιείται στα προάστια.

Και όλα αυτά ενώ πλήρης αποτύπωση της κατάστασης με τα μαγαζιά κλειστά ή ημίκλειστα (για όσα έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν υπηρεσίες take away ή delivery) δεν μπορεί ακόμα να γίνει. Παράγοντες της αγοράς με γνώση της κατάστασης έλεγαν στην "Εποχή" ότι "αυτό που μας ανησυχεί περισσότερο είναι ότι όταν περπατάμε στους δρόμους των μεγάλων πόλεων βλέπουμε μαγαζιά τα οποία δεν έχουν καν μαζέψει τους λογαριασμούς τους από την είσοδο, έχουμε να κάνουμε δηλαδή με επιχειρήσεις παρατημένες". Όπως γίνεται κατανοητό, μία επιχείρηση που δεν έχει πληρώσει καν τις ΔΕΚΟ στο διάστημα της διακοπής της λειτουργίας της δεν θα μπορέσει σε καμία περίπτωση να ανοίξει όταν δοθεί η σχετική κρατική εντολή.

 

Μέτρα στήριξης: Λίγα και αποσπασματικά

 

Κατά την κυβερνητική προπαγάνδα, τα μέτρα στήριξης για τις επιχειρήσεις του κλάδου της εστίασης είναι ίσως τα πιο γενναιόδωρα που έχουν παρθεί σε ευρωπαϊκή χώρα στο διάστημα της υγειονομικής κρίσης. Φύκια για μεταξωτές κορδέλες είναι η ψύχραιμη απάντηση. Στην πραγματικότητα, όπως βεβαιώνουν οι επαγγελματίες του κλάδου, έχουν γίνει λίγα πράγματα ενώ τα μέτρα, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μπορούν να χαρακτηριστούν αποσπασματικά.

Μπορεί, για παράδειγμα, να ισχύει το μέτρο της απαλλαγής από το ενοίκιο, ταυτόχρονα όμως δεν συμβαίνει το ίδιο για τις φορολογικές υποχρεώσεις. Δόσεις για το φόρο εισοδήματος, δόσεις για τον ΕΝΦΙΑ, ο ΦΠΑ, οι υποχρεώσεις για την αυτασφάλιση των επαγγελματιών "τρέχουν" κανονικά και με το νόμο με αποτέλεσμα τα χρέη (και προς το κράτος) να συσσωρεύονται. Για τη δε επιστρεπτέα προκαταβολή τα πράγματα είναι ακόμα πιο ξεκάθαρα και έχουν να κάνουν με τη φύση του μέτρου (το οποίο, σημειωτέον, στην τελευταία εκδοχή του, απέκλεισε σχεδόν το 40% των επαγγελματιών του κλάδου επειδή τα καταστήματά τους ήταν ανοιχτά τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβρη). Γιατί αυτό το ποσό να είναι επιστρεπτέο, να έχει δηλαδή το χαρακτήρα του δανείου, σε μία πολύ δύσκολη συγκυρία όπως αυτή; Αντ' αυτού θα ήταν πολύ χρήσιμο μία μη επιστρεπτέα ενίσχυση ίση με το 30% του τζίρου του κάθε καταστήματος, ποσό το οποίο θα ανακούφιζε σαφώς πολλούς επαγγελματίες.

Τα εστιατόρια, τα μπαρ και οι καφετέριες έχουν και άλλα έξοδα που εξακολουθούν να "τρέχουν": τα τέλη κατάληψης πεζοδρομίων και πλατειών στους Δήμους ή τα έξοδα για τη συνδρομητική τηλεόραση. Τέτοιου είδους δαπάνες φτάνουν για πολλές επιχειρήσεις περίπου στα 3.000 ευρώ το μήνα και εγγράφονται εδώ και αρκετούς μήνες στα χρέη.

Και μιλώντας, τέλος, κυρίως για τους μικρομεσαίους μεγάλο βραχνά αποτελούν οι ανελαστικές δαπάνες που αφορούν την επιβίωση των ιδίων και των οικογενειών τους. Πολλές από τις επιχειρήσεις στο χώρο της εστίασης είναι μικρές, οικογενειακές και φέρνουν στο σπίτι το μοναδικό εισόδημα της οικογένειας. Πολλοί ιδιοκτήτες τέτοιων επιχειρήσεων ζουν στο νοίκι αλλά δεν μπορούν να επωφεληθούν από το μέτρο της μείωσης του ενοικίου κατά 40%. Την ίδια στιγμή, τα παιδιά τους εξακολουθούν να σπουδάζουν σε άλλη πόλη της Ελλάδας ή στο εξωτερικό ή πηγαίνουν φροντιστήριο και ούτω καθεξής.

 

Απολύτως αναγκαία η διαγραφή ιδιωτικού χρέους

 

Ήδη από το Μάρτιο δεν είναι λίγοι αυτοί που έχουν μιλήσει για την ανάγκη διαγραφής του ιδιωτικού χρέους για τις επιχειρήσεις. Ακόμα και ο πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχει ταχθεί υπέρ ενός τέτοιου μέτρου. Στην Ελλάδα ακούγεται μόνο από την αντιπολίτευση (το έχει θέσει πολλές φορές στις επαφές του με τους επαγγελματικούς κλάδους ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας). Η κυβέρνηση, προσώρας, δεν τολμά να θίξει το ζήτημα.

Και όμως, πρόκειται για το μέτρο πάνω στο οποίο πρέπει να οικοδομηθεί το αύριο των επιχειρήσεων της εστίασης, κυρίως των πιο μικρών. Σε διαφορετική περίπτωση όταν θα δοθεί η κρατική εντολή για άνοιγμα, αυτό που θα κάνει η αγορά είναι να μετράει λουκέτα. Ήδη ο σχετικός φόβος, όπως καταγράφηκε σε έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ, διαπερνά σχεδόν έναν στους δύο ιδιοκτήτες. Αν ο φόβος γίνει πραγματικότητα για τις μισές επιχειρήσεις του κλάδου, τότε οι θέσεις εργασίας που θα χαθούν θα είναι περισσότερες από 200.000, νούμερο, που όπως γίνεται αντιληπτό, φέρνει πάλι στο νου τους μνημονιακούς εφιάλτες της προηγούμενης δεκαετίας.

Στην Γερμανία, όπως τονίζουν στην “Εποχή” αξιόπιστες πηγές, οι Ενώσεις των Επαγγελματιών (όχι μόνο στην εστίαση αλλά και σε άλλους κλάδους) βάζουν μετ' επιτάσεως στο τραπέζι το ζήτημα της διαγραφής των ιδιωτικών χρεών και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Ανγκέλα Μέρκελ το λαμβάνει σοβαρά υπόψη της. Εδώ, η ελληνική κυβέρνηση απέχει από τη σχετική συζήτηση και απορεί κανείς για το γιατί.

Οταν η εστίαση ανοίξει και πάλι (με όλα τα υγειονομικά μέτρα που προβλέπονται) επαγγελματίες και εργαζόμενοι δεν θα ξεκινήσουν από το σημείο στο οποίο σταμάτησαν. Έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος, υπάρχει κρατική αδράνεια, εντοπίζονται μία σειρά από πολύ σημαντικά προβλήματα. "Για να φανταστείτε", μας έλεγε ιδιοκτήτης εστιατορίου, "με την έναρξη του πρώτου λοκντάουν οι επιχειρήσεις είδαν να σαπίζουν στα ψυγεία τους προϊόντα αξίας από 1.000 μέχρι 5.000 ευρώ, ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης. Το ίδιο και στο δεύτερο λοκντάουν. Και τώρα μας λένε ότι όταν ανοίξουμε, θα πρέπει να χρησιμοποιούμε μόνο τους εξωτερικούς χώρους. Μα πώς θα γίνει αυτό μέσα στο χειμώνα και την άνοιξη;"

Εύλογο το ερώτημα, δύσκολες οι απαντήσεις, ακόμα και από την υγειονομική πλευρά του πράγματος. Υπάρχει πάντως το πλαίσιο μέσα στο οποίο η κυβέρνηση μπορεί να δώσει μεγαλύτερες ανάσες που μοιάζουν απαραίτητες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση προσφέρει πλέον τη δυνατότητα μέχρι τις 31/12/2021 για μη επιστρεπτέες προκαταβολές, οι επαγγελματίες ζητούν επίσης τη μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση στο 6% (έμμεση παροχή ρευστότητας δηλαδή) και χρηματοδότηση των ασφαλιστικών τους εισφορών για κάποιο διάστημα. Χρειάζεται τόλμη και πολιτική βούληση. Και επίσης χρειάζεται ενσυναίσθηση. Πολλές επιχειρήσεις (μπαρ, αίθουσες δεξιώσεων κτλ) έχουν παρουσιάσει μείωση στον κύκλο εργασιών τους τον τελευταίο χρόνο που έφτασε ακόμα και στο 95%, ουσιαστικά, δηλαδή, δεν δούλεψαν καθόλου. Με τα ισχύοντα μέτρα, ελάχιστες από αυτές τις επιχειρήσεις θα βάλουν ξανά το κλειδί στην ταμειακή τους μηχανή για να λειτουργήσουν...

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet