Η γερμανίδα υπουργός Άμυνας, Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ, ήταν σαφής στη γραπτή ανακοίνωση που εξέδωσε το υπουργείο της μετά τη συνάντησή της με τον τούρκο ομόλογό της, Χουλουσί Ακάρ, κατά την επίσκεψή του στο Βερολίνο την περασμένη Τρίτη. Οι προθέσεις της χώρας της συνοψίζονται σε μια φράση που υπονοεί περισσότερα απ’ όσα λέει. Η Άγκυρα, είπε η κα υπουργός, «είναι ένας αξιόπιστος και στενός εταίρος, που συνεισφέρει ουσιαστικά στην ευρωπαϊκή ασφάλεια». Όπου «ευρωπαϊκή ασφάλεια» σημαίνει αποφυγή του ενδεχόμενου να εξαπολυθεί, με προορισμό τη χώρα της, ένα κύμα προσφύγων προερχόμενων από τον «αξιόπιστο και στενό εταίρο» της.
Αποφυγή έναντι ανταλλαγμάτων, φυσικά. Που αναμένεται να διευκρινιστούν στο άμεσο μέλλον και που δεν θα απέχουν από αυτά στα οποία αναφέρθηκε ο Χ. Ακάρ στις δηλώσεις του κατά την επιστροφή του στην Άγκυρα την ίδια ημέρα: «Διαπιστώσαμε με χαρά ότι μοιραζόμαστε παρόμοιες απόψεις σε πολλά θέματα. Εκτιμώ ότι σύντομα θα ληφθούν ορισμένα θετικά μέτρα, ειδικά στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας».
Ο τούρκος υπουργός Άμυνας αναφερόταν, εμφανώς, στις προσδοκίες της Τουρκίας ότι η Γερμανία -η οποία, κατά τον ίδιο, είναι η καλύτερη φίλη της χώρας του- θα σταθεί υποστηρικτικά στο πλευρό της σε σημαντικές συναντήσεις, όπως αυτή των υπουργών Άμυνας των χωρών του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες στις 21 του μήνα, και η συνάντηση, αρχές Μαρτίου, των υπουργών Εξωτερικών, όπου θα τεθούν, μεταξύ άλλων, επί τάπητος ζητήματα που αφορούν άμεσα την Τουρκία, όπως η αγορά των ρωσικών S-400 και η αναστάτωση που προκλήθηκε εξ αυτού εντός της συμμαχίας.
Δεν είναι χωρίς σημασία, σε σχέση με το πώς επιμερίζει τις εύνοιές του το Βερολίνο, το γεγονός ότι ακριβώς οι S-400 ήταν το βασικό επιχείρημα της αρνητικής απάντησής του στο αίτημα της Αθήνας προς τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ισπανία να αναστείλουν τις εξαγωγές όπλων στην Τουρκία, μέχρις ότου η τελευταία πάψει να αμφισβητεί εμπράκτως κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας. Υπενθυμίζεται ότι στις 23 Δεκεμβρίου -δύο μήνες μετά τη σχετική επιστολή του έλληνα υπουργού Εξωτερικών, Ν. Δένδια, στους τρεις ευρωπαίους ομολόγους του- ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Χάικο Μάας, είχε απορρίψει στεγνά το αίτημα, με το επιχείρημα ότι, «κάτι τέτοιο δεν θα ήταν και τόσο εύκολο έναντι ενός νατοϊκού εταίρου. Γιατί έχουμε ήδη βιώσει μια φορά ότι η Τουρκία, επειδή δεν έλαβε άλλους πυραύλους από τις ΗΠΑ, απλά τους αγόρασε από τη Ρωσία». Τόσο απλά.
Ο κίνδυνος της κωλυσιεργίας της ελληνικής πλευράς
Ακολούθησε τον Ιανουαρίου, παραμονές της επανέναρξης των διερευνητικών επαφών Αθήνας - Άγκυρας, και πριν ακόμη γίνει γνωστό το περιεχόμενο της ατζέντας του ελληνοτουρκικού διαλόγου, το μήνυμα τελεσίδικης απόρριψης από το Βερολίνο κάθε ιδέας περί απειλής κυρώσεων στην Τουρκία από την Ευρώπη: «Υπάρχουν θετικές ενδείξεις [ενν. παραγωγικού διαλόγου Αθήνας - Άγκυρας] που τις περιμέναμε από καιρό και που δεν πρέπει να επιβαρυνθούν με νέες κυρώσεις», ήταν το μήνυμα που είχε εκπέμψει τότε ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών.
Η σχέση των παραπάνω με τη συνέντευξη του Α. Σαμαρά στην «Καθημερινή» της Κυριακής 24 Ιανουαρίου, στην οποία ο πρώην πρωθυπουργός καταλογίζει στον νυν ότι ουσιαστικά διευκόλυνε τους ευρωπαίους εταίρους να μην προχωρήσουν σε κυρώσεις στην Τουρκία, είναι προφανής.
Όπως προφανέστατο είναι το γεγονός ότι η Άγκυρα κερδίζει, με τη «συγκατάθεση» του Βερολίνου, το προβάδισμα έναντι μιας Αθήνας, η κυβέρνηση της οποίας τελεί υπό «ομηρία» στο ίδιο της το κόμμα. Αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιλέξει, όπως θεωρείται πολύ πιθανό, να κωλυσιεργεί επί της ουσίας στις διερευνητικές, προκειμένου να κερδίσει χρόνο για να αντιμετωπίσει τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας –ή, ακόμη, για να προετοιμάσει στοιχειωδώς μια σημαντική μερίδα της κοινής γνώμης χειραγωγημένη σε τελείως αντίθετη κατεύθυνση– η κυβέρνηση Ερντογάν θα έχει το άλλοθι, έναντι της Ευρώπης, να τινάξει στον αέρα τις διερευνητικές όποτε το κρίνει σκόπιμο, επιρρίπτοντας όλη την ευθύνη στην ελληνική πλευρά, επιτείνοντας έτσι τη διεθνή απομόνωση της χώρας, με κίνδυνο να εισπράξει αυτή τώρα κυρώσεις. Κυρώσεις που θα της επιφυλάξουν η Ουάσινγκτον, το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες στο όνομα του κοινού συμμαχικού συμφέροντος.
Τα εσωκομματικά παιχνίδια της ΝΔ
Προς το παρόν, στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος –και στις συχνότητες του φιλοκυβερνητικού μιντιακού σύμπαντος– επικρατεί άκρα σιγή. Θα διαρκέσει και μετά τον επόμενο γύρο των διερευνητικών επαφών, για τον οποίο ο Κ. Μητσοτάκης προανήγγειλε την περασμένη Πέμπτη μιλώντας στο Reuters ότι θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα τέλη Φεβρουαρίου ή αρχές Μαρτίου; Αβέβαιο.
Μπροστά στο ενδεχόμενο οι διερευνητικές επαφές να γίνουν, δια της επαναλήψεως, καθεστώς, ο Α. Σαμαράς βρίσκεται, με δική του ευθύνη, μπροστά στη πρόκληση να μην σιωπήσει. Θα τοποθετηθεί ξανά δημοσίως και απερίφραστα;
Αν δεν το πράξει, θα έχει χάσει πόντους στο εσωκομματικό παιχνίδι και στην ερωτοτροπία με την ιδέα να ηγηθεί για δεύτερη φορά της παράταξης, αν τα εκλογικά σχέδια του Κ. Μητσοτάκη ναυαγήσουν στους σκοπέλους της πανδημίας και της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Αν, αντιθέτως, το πράξει, θα πρέπει να γίνει σαφέστερος ως προς το τι εννοούσε στη συνέντευξή του στην «Καθημερινή», ισχυριζόμενος ότι η Ελλάδα μπορεί να συμπήξει μέτωπο απέναντι στην Τουρκία: «Αν η Ελλάδα αρνηθεί να διαπραγματευθεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα με την Τουρκία, τότε οι φίλοι της –δηλαδή όσες χώρες ήδη συσπειρώνονται κατά της Τουρκίας– θα χαρούν! Αν, αντίθετα, η Ελλάδα υποχωρήσει υπό την πίεση των τουρκικών απειλών, τότε οι φίλοι της θα απογοητευθούν…», ήταν η ακριβής δήλωσή του στον κ. Παπαχελά – στον οποίο αναλογεί η ευθύνη ότι απέφυγε να τον ρωτήσει «με ποιους και πώς», αφήνοντας έτσι την κοινή γνώμη έκθετη στην πλάνη έωλων εντυπώσεων, για λόγους που μόνο ο ίδιος γνωρίζει, αλλά που όλοι υποπτευόμαστε.