Κατάληψη σε σχολείο στο Ίππειο Λέσβου για να εμποδιστεί η φοίτηση 8 ασυνόδευτων ανηλίκων προσφύγων. Οι ξενοφοβικές αντιδράσεις πληθαίνουν.
Μετά την απαράδεκτη στάση της δημάρχου και του δημοτικού συμβουλίου Χαλκιδέων, που με ψήφισμά τους ζήτησαν από το υπουργείο Παιδείας τον αποκλεισμό των παιδιών προσφύγων της δομής στη Ριτσώνα από τα σχολεία της περιοχής, ξενοφοβικές αντιδράσεις εκδηλώθηκαν την περασμένη εβδομάδα και στο Ίππειο Λέσβου.
Γονείς και μαθητές του γυμνασίου της περιοχής πραγματοποίησαν αποχή και κατάληψη στο σχολείο, προκειμένου να εμποδίσουν τη φοίτηση 8 ασυνόδευτων ανήλικων προσφύγων, με το ψευδές επιχείρημα ότι πρόκειται για 25χρονους, όπως είχε διακινηθεί από ακροδεξιούς κύκλους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τελικά η αποχή και η κατάληψη έληξε την Τρίτη που μάς πέρασε, μετά από παρεμβάσεις της τοπικής ΕΛΜΕ και συζήτηση που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη, παρουσία της περιφερειακής διευθύντριας, εκπροσώπων του σχολείου και στελεχών της εκπαίδευσης (χωρίς να σημαίνει ότι έχουν τελειώσει και οι αντιδράσεις). Το υπουργείο Παιδείας, παρά και την πολλάκις διατυπωμένη αποστροφή του στην πρακτική των καταλήψεων, αυτή τη φορά -που τα κίνητρα μάλιστα είναι ξενοφοβικά- δεν βρήκε να πει ούτε δύο λόγια και να καλέσει στην τήρηση του νόμου, αλλά μαζί με το υπουργείο Μετανάστευσης έλαμψαν δια της απουσίας τους στο ζήτημα.
Με πρόσχημα την πανδημία
Δυστυχώς, βέβαια, η Ριτσώνα και το Ίππειο δεν πρόκειται για τις μόνες περιοχές που εκδηλώνονται ξενοφοβικές αντιδράσεις ενάντια στην εκπαίδευση των προσφύγων στα σχολεία, αλλά είναι ένα φαινόμενο που παρουσιάζεται εν γένει το τελευταίο διάστημα. «Οι αντιδράσεις συνήθως γίνονται με πρόσχημα την πανδημία, αλλά κι αυτή να μην υπήρχε, θα εκδηλώνονταν και πάλι γιατί το βασικό έρεισμα που βρίσκουν, είναι η κυβερνητική πολιτική για το προσφυγικό, που ταυτόχρονα υποχωρεί σε δημοτικά ψηφίσματα που ζητούν να παραβιαστεί ο νόμος για την εκπαίδευση και στις μειοψηφικές ξενοφοβικές αντιδράσεις γονέων. Για την ακρίβεια πολλές φορές είναι οι ίδιοι τοπικοί βουλευτές της ΝΔ που υποδαυλίζουν τέτοιες στάσεις», εξηγεί στην «Εποχή» ο Γιώργος Ψυχογιός, τομεάρχης Μεταναστευτικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής Κορίνθου.
Άλλωστε, η μέχρι τώρα πρακτική που έχει ακολουθήσει η κυβέρνηση στο ζήτημα καταδεικνύει ότι συντάσσεται με την αντίληψη ότι οι πρόσφυγες δεν πρέπει να φοιτούν στα σχολεία. Και πριν εκδηλωθεί η πανδημία στην Ελλάδα, για τη σχολική χρονιά 2019-2020, όπως περιγράφει ο βουλευτής, ενώ είχαν προγραμματιστεί από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ η λειτουργία των απογευματινών τάξεων, δηλαδή των Δομών Υποδοχής για την Εκπαίδευση των Προσφύγων (ΔΥΕΠ), των πρωινών τάξεων ένταξης, οι συντονιστές εκπαίδευσης προσφύγων κτλ, η νέα ηγεσία του υπουργείου Παιδείας δεν υλοποίησε το σχεδιασμό όπως έπρεπε, αλλά τον υπονόμευσε, με αποτέλεσμα τελικά να πάνε, για πρώτη φορά, λιγότερα από τα μισά παιδιά πρόσφυγες στο σχολείο.
Ούτε τηλεκπαίδευση, ούτε δια ζώσης
Η αδιαφορία, όμως, της κυβέρνησης για την εκπαίδευση των προσφύγων έγινε πασιφανής τη φετινή σχολική χρονιά, με τη λειτουργία ελάχιστων ΔΥΕΠ και τάξεων υποδοχής προ του λοκντάουν, αφού ούτε το υπουργείο προέβη εγκαίρως στις απαραίτητες προσλήψεις εκπαιδευτικών για την έναρξη των μαθημάτων, αλλά ούτε και οι περιφέρειες, η πλειονότητα τουλάχιστον αυτών, που είναι υπεύθυνες πια για τη μεταφορά των παιδιών από τις δομές στα σχολεία, ενέκριναν τα απαραίτητα κονδύλια ή και να το πραγματοποίησαν αυτό, δεν τα αξιοποίησαν στο τέλος.
Από το λοκντάουν του Νοεμβρίου και έπειτα δε, τα παιδιά που διαμένουν σε δομές δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τα μαθήματά τους, αφού τα αρμόδια υπουργεία δεν φρόντισαν να υπάρξουν τα απαραίτητα μέσα για τη διεξαγωγή τηλεκπαίδευσης.
Ακόμα, όμως, και με το άνοιγμα των σχολείων τον Ιανουάριο, τα προβλήματα στην εκπαίδευση των προσφύγων συνεχίζονται, εξαιτίας του περιορισμού κυκλοφορίας εκτός των δομών, που έχει θέσει η κυβέρνηση όλο το διάστημα της πανδημίας, αφήνοντας περιθώριο η απόφαση αυτή να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης ακόμα και για τις περιπτώσεις των παιδιών που πρέπει να πάνε σχολείο. Έτσι, λοιπόν, εκτός από την Κόρινθο, σύμφωνα με τον Γιώργο Ψυχογιό, δεν έχει λειτουργήσει ακόμα κάποια άλλη ΔΥΕΠ, ενώ σε πολύ λίγες περιπτώσεις έχουν καταφέρει τα παιδιά των δομών να πάνε στις πρωινές τάξεις ένταξης, ακόμα και σε μεγάλες πόλεις, όπως Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη, που μέχρι τώρα είχε παγιωθεί ως πρακτική.
«Από τη μεριά των παιδιών υπάρχει μεγάλη διάθεση να πάνε ξανά στο σχολείο, όπως μας δείχνει η εμπειρία της Κορίνθου, που φοιτούν με χαρά και συνέπεια. Ταυτόχρονα, η εκπαίδευσή τους στο σχολείο προσφέρει ομαλότητα στη ζωή τους, και συμβάλλει στην καλύτερη καθημερινότητα μέσα στις δομές, όπως μάς μετέφερε ο διοικητής της δομής στην Κόρινθο, που στήριξε, μαζί με τον συντονιστή εκπαίδευσης, την κανονική φοίτηση των παιδιών, παρά τις αρχικές αντιδράσεις, που και εκεί εκδηλώθηκαν από συλλόγους γονέων», τονίζει ο ίδιος.
Σχέδιο μόνιμης γκετοποίησης
Οι θετικές επιδράσεις, όμως, της τυπικής εκπαίδευσης των προσφύγων για τους ίδιους, αλλά και εν γένει για την κοινωνία (ένα θέμα που υποτίθεται ήταν λυμένο μετά από τόσα χρόνια), όχι μόνο δεν φαίνεται να απασχολούν την κυβέρνηση, αλλά τη βρίσκουν και αντίθετη. Δια στόματος της υφυπουργού Σ. Βούλτεψη προ ολίγον ημερών, έγινε γνωστό ότι προετοιμάζεται νομοσχέδιο που θα βάλει τέλος στο σημερινό σύστημα. Ο νέος σχεδιασμός, σύμφωνα με τις μέχρι τώρα πληροφορίες, φαίνεται ότι θα αποκλείει τα παιδιά μέσα στις δομές και η εκπαίδευση θα προσφέρεται από ΜΚΟ ή άλλους φορείς, χωρίς να ακολουθείται το τυπικό πρόγραμμα της γενικής εκπαίδευσης της χώρας, αλλά θα επαφίεται στον κάθε πάροχο τι και πώς θα διδαχθεί.
«Θα πρόκειται για μια εκπαίδευση αμφιβόλου ποιότητας, με στόχο να μην αλληλεπιδρούν καθόλου τα παιδιά με την υπόλοιπη κοινωνία. Αυτή είναι η αντίληψή τους για την ένταξη, που θα αποτελέσει τεράστιο πισωγύρισμα, δημιουργώντας και πρόβλημα στην κοινωνική συνοχή στο μέλλον. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, δεν θέλουν να υπάρξει ένταξη, αλλά αντίθετα να αποκλειστούν τα παιδιά και να αντιμετωπίζονται όλοι οι πρόσφυγες σαν εισβολείς, και ό,τι άλλη ξενοφοβική κατηγορία έχουν ισχυριστεί ανά καιρούς. Το παράδειγμα μιας σωστής πολιτικής, με τα 13.500 παιδιά πρόσφυγες που πήγαν σχολείο τα προηγούμενα χρόνια, που είχε τύχει μεγάλης αναγνώρισης στην Ευρώπη, τώρα θα ξηλωθεί και θα αποτελέσει παρελθόν, μετατρέποντάς μας σε Ουγγαρία του Νότου. Είναι αδιανόητο ότι η κυβέρνηση θεωρεί απειλή ακόμα και τα παιδιά», επισημαίνει ο Γιώργος Ψυχογιός.
Ανάγκη κινητοποίησης
Ζητούμενο, λοιπόν, αποτελεί η άμεση κινητοποίηση ενάντια στους ξενοφοβικούς σχεδιασμούς της κυβέρνησης, ώστε μέσα από τις καλές πρακτικές να καμφθεί και η όποια απήχηση μπορεί να έχει αυτή η πολιτική στις τοπικές κοινωνίες. Γεγονός που αποδεικνύεται εφικτό, αν αναλογιστούμε το παράδειγμα της Κορίνθου, που μετά από τις παρεμβάσεις του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, του συντονιστή εκπαίδευσης, του διοικητή της δομής, αλλά και του ισχυρού κινήματος αλληλεγγύης, που δεν έχει σταματήσει τις σχετικές δράσεις (από συλλογή τροφίμων, μέχρι δωρεάν νομικές υπηρεσίες και πολιτιστικά δρώμενα), η πλειοψηφία πλέον της τοπικής κοινωνίας έχει αγκαλιάσει τα παιδιά πρόσφυγες και η εκπαίδευσή τους πραγματοποιείται κανονικά.
Αντίστοιχα, «ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να σηκώσει περισσότερα αυτά τα θέματα. Δεν είναι ούτε δευτερεύοντα, ούτε τριτεύοντα. Πρέπει βουλευτές και βουλεύτριες, όπως και εν γένει το κόμμα και τα στελέχη του, να βγούμε μπροστά, να διεκδικήσουμε σε κάθε περίπτωση την ένταξη και τα δικαιώματα των προσφύγων και να νικήσουμε σε αυτά τα θέματα. Το παράδειγμα της Κορίνθου μάς δείχνει ότι παρότι βρισκόμαστε σε μια δυστοπική περίοδο, όποτε παρεμβαίνουμε, συγκρουόμαστε και ερχόμαστε κοντά με την τοπική κοινωνία χωρίς να κρυβόμαστε, τότε έχουμε ένα καλό αποτέλεσμα για όλους, και για τους πρόσφυγες και για την τοπική κοινωνία, και δεν αφήνονται βορά στους ακροδεξιούς τέτοιου είδους θέματα», καταλήγει ο Γιώργος Ψυχογιός.