Η κυβέρνηση δεν μαθαίνει από τα λάθη της στη διαχείριση της πανδημίας. Δεν μπορεί να εξαχθεί άλλο συμπέρασμα πέρα από αυτό. Αρκεί να σταθεί κανείς σε δύο πράγματα: πρώτον, στην τηλεοπτική συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στο ασφαλές, για τον ίδιο, περιβάλλον του ΣΚΑΙ. Δεν διατυπώθηκε ούτε λέξη αυτοκριτικής. Δεύτερον, στα μέτρα για την αντιμετώπιση της διασποράς του ιού, τα οποία έχουν πάντα έναν κυρίαρχο επικοινωνιακό χαρακτήρα και απομακρύνονται από την ουσία.
Από την αρχή της πανδημίας, οι νοσοκομειακοί γιατροί επιζητούν το διάλογο τόσο με τον υπουργό Υγείας, όσο και με τον πρωθυπουργό. Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές (μεσημέρι Πέμπτης), ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είχε απαντήσει στο αίτημα της ΟΕΝΓΕ για τηλεδιάσκεψη που θα είχε πλατιά ατζέντα, έτσι ώστε να τεθούν επί τάπητος όλα τα προβλήματα. Αντί απάντησης, η κυβέρνηση έφερε και πάλι τους νοσοκομειακούς γιατρούς προ τετελεσμένων, όπως είχε κάνει και πριν από μερικούς μήνες. Με απόφασή της περιορίζει τις χειρουργικές επεμβάσεις στα νοσοκομεία της Αττικής μέχρι και στο 80%!
Είναι σαφές, και επισημάνθηκε εγκαίρως από τους γιατρούς και τον προηγούμενο Νοέμβριο, ότι το συγκεκριμένο μέτρο όχι μόνο αυξάνει τη βαριά νοσηρότητα και τη θνητότητα από χειρουργικές παθήσεις, αλλά στρώνει το χαλί στις ιδιωτικές κλινικές να αποσπάσουν πελατεία από το ΕΣΥ και να δώσουν τη λύση. Για όσους έχουν χρήματα, η προσφυγή στον ιδιωτικό τομέα για επείγουσες χειρουργικές επεμβάσεις συνιστά μονόδρομο. Οι υπόλοιποι μπαίνουν στις λίστες αναμονής του ΕΣΥ και κάνουν την... προσευχή τους για να μην επιδεινωθεί η κατάστασή τους στους μήνες που θα μεσολαβήσουν μέχρι να περάσουν το κατώφλι του χειρουργείου.
Επίσης, το μέτρο του περιορισμού των χειρουργείων λαμβάνεται έτσι, ώστε το αρμόδιο προσωπικό να χρησιμοποιείται σε κλινικές Covid και όπου αλλού προκύπτει ανάγκη. Τουτέστιν το ΕΣΥ, όπως τονίζουν σε σχετική ανακοίνωσή τους οι νοσοκομειακοί γιατροί, μετατρέπεται σε μονοθεματικό σύστημα περίθαλψης, που θα ασχολείται αποκλειστικά με ένα μόνο νόσημα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το γενικό επίπεδο υγείας και περίθαλψης των πολιτών. Τα επισημαίνουν εδώ και μήνες οι γιατροί όλα αυτά, αλλά αντί να καλούνται σε διάλογο, διώκονται με διοικητικές πράξεις σε μία ξεκάθαρα εκφοβιστική λογική.
Εμμονές και ψέματα
Στην τηλεοπτική του συνέντευξη, ο πρωθυπουργός ξεστόμισε για μία ακόμη φορά το αμίμητο, ότι δεν μπορεί να γεννήσει γιατρούς και νοσηλευτές. Πέρα από το χυδαίο της έκφρασης, ουδείς του ζήτησε να γεννήσει, παρά μονάχα να... προσλάβει. Είναι μάλλον απλό. Να δώσουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Έχει περάσει ένας χρόνος και ακόμα εκκρεμούν οι προσλήψεις για τις 940 θέσεις μόνιμων γιατρών που προκηρύχθηκαν τον Φεβρουάριο του 2020. Δεν έχουν γίνει, δηλαδή, οι προκηρυγμένες προσλήψεις, την ώρα που το ΕΣΥ δοκιμάζεται όσο ποτέ στο παρελθόν! Αν δεν πρόκειται για αβλεψία και αβελτηρία (που δεν είναι), έχουμε να κάνουμε με μία βαθιά ιδεοληψία. Οι άνθρωποι δεν επιθυμούν να ενισχύσουν το σύστημα με μόνιμο προσωπικό, γι' αυτό όλον αυτόν τον καιρό προτιμούν τους συμβασιούχους. "Μπαλώνουν" κοντολογίς τρύπες με προσωπικό, το οποίο, όταν επανέλθει η κανονικότητα, θα μπορούν εύκολα να ξεφορτωθούν. Δεν είναι έτσι να απορεί κανείς που οι υγειονομικοί της χώρας προχωρούν σε πανελλαδική 24ωρη απεργία την προσεχή Τρίτη (16/2) εν μέσω πανδημίας. Έχει και η υπομονή τα όριά της.
Εκτός, όμως, από τις ιδεολογικές εμμονές που φτάνουν σε βαθμό ιδεοληψίας, στην καθημερινή κυβερνητική ατζέντα βρίσκονται και τα ψεύδη. Έχουν βαλθεί να μας πείσουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των πρώτων χωρών της Ευρώπης στην πορεία του εμβολιασμού. Η πραγματικότητα, όμως, άλλα δείχνει. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία στους ολοκληρωμένους εμβολιασμούς (δύο δόσεις), η χώρα δεν προσεγγίζει καν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στους μη ολοκληρωμένους (μία δόση) βρίσκεται περίπου στην 10η θέση. Παρόλα αυτά, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη (!) δεν είχε κανένα πρόβλημα να βγει δημοσίως (την περασμένη Τετάρτη) και να ισχυριστεί ότι η χώρα είναι 4η στην Ευρώπη στην πορεία του εμβολιασμών, χωρίς βέβαια να μπει στον κόπο να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του. Ξέχασε, βέβαια, να πει ο υπουργός (όπως και ο πρωθυπουργός) ότι στην ηλικιακή κατηγορία άνω των 85 ετών εμβολιάστηκαν μόλις 1 στους 5. Γιατί; Διότι δεν προβλέφθηκε η διαδικασία του εμβολιασμού κατ' οίκον.
Το ΕΣΥ δοκιμάζεται για πολλοστή φορά
Η έλευση του τρίτου κύματος της πανδημίας βάζει για μία ακόμη φορά πολύ δύσκολα προβλήματα στο ΕΣΥ, κυρίως στην Αττική. Στο νομό όπου κατοικεί ο μισός πληθυσμός της χώρας, οι θάλαμοι για Covid έχουν σχεδόν γεμίσει, η πληρότητα αγγίζει το 100%. Σε ό,τι αφορά τις ΜΕΘ, η κατάσταση παραμένει σχετικά ελεγχόμενη, αλλά μόνο προς το παρόν. Νοσοκομειακές πηγές που μίλησαν στην "Εποχή", υπογράμμισαν ότι η επόμενη εβδομάδα είναι κάτι παραπάνω από κρίσιμη και ότι, αν τα κρούσματα συνεχίσουν να αυξάνονται, οι ΜΕΘ της Αττικής θα γεμίσουν πολύ σύντομα.
Την ίδια ώρα τα τεστ αυξάνονται, αλλά η πολιτική τους παραμένει "τυφλή", με την έννοια ότι δεν γίνονται στοχευμένα και με πρόγραμμα. Όσο τα σχολεία έμειναν ανοιχτά, δεν υπήρξε κρατική πρόβλεψη για ολοκληρωμένη πολιτική testing στους εκπαιδευτικούς και τα μεγαλύτερα παιδιά. Για τα παιδιά ειδικά οι τελευταίες 45 ημέρες ήταν ιδιαίτερα δύσκολες, καθώς ο ΕΟΔΥ κατέγραψε σχεδόν 2.000 κρούσματα σε άτομα κάτω των 17 ετών! Αποδείχθηκε, λοιπόν, ότι και στους ανήλικους κολλάει, παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα, ιδιαίτερα μετά την έλευση της βρετανικής μετάλλαξης. Κάπως έτσι καταλήξαμε στην απόφαση για το εκ νέου κλείσιμο των σχολείων, μόλις τέσσερις εβδομάδες μετά από το άνοιγμά τους (για τα δημοτικά). Και αυτό ενώ μόλις την περασμένη Τρίτη η υπουργός Παιδείας ισχυριζόταν ότι η διασπορά στα σχολεία είναι πολύ μικρή και ότι στους κόλπους των εκπαιδευτικών φτάνει μόλις το 0,23%. Δεν ξέρει κανείς πού τελειώνουν οι υπερβολές και πού αρχίζουν τα καθαρά ψέματα.
Το λοκντάουν αποτέλεσε έτσι μονόδρομο, αφού η κυβέρνηση δεν μπορεί να εφαρμόσει άλλες πολιτικές. Λοκντάουν, το οποίο μάλιστα περιλαμβάνει απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τις 6 (!) τα Σαββατοκύριακα στην Αττική, διότι δεν αυξήθηκαν τα δρομολόγια στα μέσα μαζικής μεταφοράς, δεν εφαρμόστηκαν αυστηρά υγειονομικά πρωτόκολλα στους χώρους εργασίας (ειδικά στα μεγάλα εργοστάσια), δεν λειτούργησαν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί για να διαπιστωθεί αν πράγματι οι επιχειρήσεις και το δημόσιο εφαρμόζουν, όσο εκτεταμένα προβλέπουν οι υπουργικές αποφάσεις, το μέτρο της τηλεργασίας. Κλείσιμο, λοιπόν, μέχρι νεωτέρας (τυπικά το λοκντάουν τελειώνει στις 28 Φεβρουαρίου, αλλά ήδη υπάρχουν εισηγήσεις για παράτασή του), χωρίς κανείς να δείχνει μία ουσιαστική σπουδή για την ψυχική υγεία των πολιτών και τις ανθρώπινες σχέσεις που δοκιμάζονται κάτω από αυτή τη σκληρή συνθήκη.
Στην αρμόδια επιτροπή των επιστημόνων, σημειωτέον, δεν μετέχει ούτε ένας ειδικός ψυχικός υγείας, ώστε να λαμβάνεται υπόψιν και ο παράγοντας ψυχολογίας στα όποια μέτρα αποφασίζονται. Αρκεί, όμως, μια ματιά στη διπλανή και στο διπλανό μας, στους αγαπημένους μας ανθρώπους, για να διαπιστώσει κανείς ότι η διατήρηση της ψυχικής υγείας σε ικανοποιητικά επίπεδα κρέμεται από μία κλωστή. Ας το έχουν αυτό στο μυαλό τους αυτοί που αποφασίζουν αβασάνιστα και κυνικά μέτρα σχεδόν απόλυτου εγκλεισμού, επειδή μετά από ένα χρόνο πανδημίας παρουσιάζονται ανίκανοι να σκεφτούν οτιδήποτε άλλο…