Η αυταρχική και διχαστική επιλογή της κυβέρνησης να επιβάλει το αστυνομικό κράτος και στα πανεπιστήμια προβλημάτισε την ηγετική ομάδα του Κινήματος Αλλαγής. Υπήρξε διάχυτος ο φόβος ότι η σχετική συζήτηση στη βουλή θα μπορούσε να αναδείξει για μια ακόμη φορά το πρόβλημα προσανατολισμού του κόμματος και την εκδήλωση των υπαρκτών προσωπικών στρατηγικών διαφόρων στελεχών.
Η αλήθεια είναι ότι η κ. Γεννηματά κατάφερε αυτή τη φορά να διατηρήσει – έστω προσωρινά – τις ισορροπίες και να περιχαρακώσει την κοινοβουλευτική της ομάδα στο πλαίσιο της στρατηγικής «ενότητα και αυτονομία», καθώς οι βουλευτές του ΚΙΝΑΛ καταψήφισαν στο σύνολό του το νομοσχέδιο Κεραμέως. Με μια διατύπωση, από του βήματος της βουλής, πήρε και πάλι σχεδόν ίσες αποστάσεις από την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση: «Αυτό που συμβαίνει είναι ότι κάθε μέρα που περνάει, όλο και περισσότερο, μοιάζουν. Μοιάζουν πάρα πολύ η Νέα Δημοκρατία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Και φαίνεται πως ξεπροβάλλει πλέον ένας γαλάζιος ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά δεν είναι αυτό που χρειάζεται ο τόπος κάτω από αυτές τις συνθήκες», είπε.
Αντιπαράθεση στη Βουλή
Η πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ, αναφερόμενη στις θέσεις του κόμματος για τη φύλαξη των ΑΕΙ, και προτού αναπτύξει την πρόταση νόμου του κόμματος, τόνισε: «Ναι στη φύλαξη, όχι στην αστυνομοκρατία. Ναι στην αναβάθμιση του Δημόσιου Πανεπιστημίου. Όχι στα αστυνομικά τμήματα μέσα στο Πανεπιστήμιο. Όχι στους αστυνομικούς με γκλοπ και χειροπέδες μέσα στις σχολές. Όχι στις κάμερες μέσα στην τάξη και στην παρακολούθηση με drones». Παράλληλα, ζήτησε την επιστροφή στις προβλέψεις του «νόμου Διαμαντοπούλου» του 2011 «που έδινε την δυνατότητα παρέμβασης της αστυνομίας, αλλά μόνο για να αντιμετωπιστούν έκνομες ενέργειες».
Ωστόσο, με την τοποθέτησή της η Νάντια Γιαννακοπούλου, η οποία αντιτίθεται κατά καιρούς στις επιλογές της σημερινής ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ, έκλεισε διακριτικά το μάτι προς την πλευρά Μητσοτάκη, υπενθυμίζοντας ότι οι λογαριασμοί στο κόμμα δεν έχουν κλείσει. Δεν ήταν βέβαια αναγκαία η ψήφος της καθώς το νομοσχέδιο Κεραμέως υπερψηφίστηκε από τη Ν.Δ. και την Ελληνική Λύση.
Αίσθηση, κατά γενική ομολογία, προκάλεσε η ομιλία του Χάρη Καστανίδη, ο οποίος με συγκροτημένα επιχειρήματα αποδόμησε πλήρως το αφήγημα της υπουργού Παιδείας για τις ακαδημαϊκές ελευθερίες, τη δημοκρατία και την ευνομία στα πανεπιστήμια καθώς και την ισότητα ευκαιριών της νέας γενιάς. Ζήτησε μάλιστα, η εισαγωγή στα ιδιωτικά κολλέγια να διέπεται από τους ίδιους κανόνες που ισχύουν για την εισαγωγή στα δημόσια πανεπιστήμια.
Ο χορός των υποψηφιοτήτων
Πάντως, οι συζητήσεις στα δημοσιογραφικά γραφεία επιμένουν ότι έχει ανοίξει για τα καλά ο χορός των υποψηφιοτήτων για την προεδρία του ΚΙΝΑΛ. Στους «μνηστήρες» Νίκο Ανδρουλάκη, Παύλο Γερουλάνο και Ανδρέα Λοβέρδο, συγκαταλέγεται πλέον και ο Χάρης Καστανίδης. Ο Γιώργος Καμίνης «έχει μείνει από καύσιμα» και, πλέον, δεν έχει διάθεση να συνεχίσει. Λέγεται επίσης ότι τα παραδοσιακά επιχειρηματικά συμφέροντα, που ενδιαφέρονται για τις εξελίξεις στο κόμμα, συνεχίζουν να υποστηρίζουν τη σημερινή ηγεσία του. Η δε απόπειρα να εμφανιστεί ο δήμαρχος Πειραιά ως μια ισχυρή υποψηφιότητα αντιμετωπίζεται με θυμηδία, καθώς αντανακλά τις φρούδες ελπίδες του εφοπλιστή και ιδιοκτήτη του γνωστού συγκροτήματος να ελέγξει την πολιτική ζωή της χώρας.
Η κρίσιμη μάζα
Όπως και να ‘χει, όλοι έχουν καταλήξει σε ένα – προσωρινό, τουλάχιστον – μορατόριουμ, καθώς διαπιστώνουν ότι οι εξελίξεις στο εσωτερικό του ΚΙΝΑΛ θα εξαρτηθούν από την έκβαση της πανδημίας, το βάθος της οικονομικής κρίσης και της ύφεσης αλλά και τα περιθώρια που θα έχει ο πρωθυπουργός να προχωρήσει σε έναν εκλογικό αιφνιδιασμό. «Κανείς δεν θέλει να γίνει αρχηγός σε ένα κόμμα - ρετάλι», λένε χαρακτηριστικά.
Απέναντι στις προσωπικές στρατηγικές και στο ενδεχόμενο να παραδοθεί το κόμμα είτε στη μητσοτακική δεξιά είτε στην υπηρεσία διαπλεκόμενων συμφερόντων, στέκεται μια κρίσιμη μάζα στελεχών προερχόμενη, κυρίως, από τη νέα γενιά. Τα στελέχη αυτά είναι διατεθειμένα να στηρίξουν την κ. Γεννηματά για μια ακόμη προεδρική θητεία με την προϋπόθεση ότι, σε κάθε περίπτωση, θα ανοίξει ο δρόμος για να πάρουν τα ίδια τη σκυτάλη. Το ενδιαφέρον εδώ, σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, εστιάζεται στο ότι τα στελέχη αυτά κινούνται με «ορίζοντα δεκαετίας» και προωθούν μια στρατηγική ριζοσπαστισμού. Στον προβληματισμό τους κυριαρχεί «η αίσθηση του επείγοντος» σε σχέση με τα μεγάλα προβλήματα της εποχής: από τις επιπτώσεις της πανδημίας, την κλιματική αλλαγή, τη διεύρυνση των ανισοτήτων, το μοντέλο ανάπτυξης μέχρι και την κρίση χρέους της Ελλάδας αλλά και έναν προοδευτικό πατριωτισμό που πρέπει να διέπει την εξωτερική πολιτική της χώρας». Οι ίδιοι, θεωρούν ότι έχουν πάρει το μάθημα από τη θεωρία «και λοιπές προοδευτικές δυνάμεις» που κυριάρχησε στο μακρινό παρελθόν και, σήμερα, προσδοκούν σε μια συνάντηση των δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων για την υπέρβαση των διαφορών τους, χωρίς ιδιοκτησιακά σύνδρομα ή άλλα συμπλέγματα. Σε αυτή την κατεύθυνση, πετούν το μπαλάκι στον ΣΥΡΙΖΑ και αναμένουν πρωτοβουλίες για έναν ανοιχτό διάλογο.