Ήταν αναμενόμενο ότι η συζήτηση ή σωστότερα η σύγκρουση θα γενικευόταν στη Βουλή διότι ένα νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ που ξεθεμελιώνει βασικές αρχές λειτουργίας τους και τη σχέση τους με την ελληνική κοινωνία δεν είναι κάτι απλό. Και αυτό συνέβη: συγκρούστηκαν δυο κόσμοι, πράγματι και σωστά το βάζει χθες πρώτο τίτλο η «Καθημερινή» επιλέγοντας, ταυτόχρονα, και τη δική της συντηρητική ένταξη. Ο κ. Μητσοτάκης δεν έπεισε παρά μόνο τον κ. Βελόπουλο ότι «αυτό που μπαίνει στα πανεπιστήμια είναι η δημοκρατία και όχι η αστυνομία» και αυτό τον εκθέτει. Διότι είναι ο αψευδής μάρτυρας της ιδεολογικής κατεύθυνσης του ενός εκ των «δυο κόσμων».
Ο κ. Μητσοτάκης τα κατάφερε για μια ακόμη φορά, για πολύ σοβαρότερη αιτία, να φέρει όλη την αντιπολίτευση, από κοινού, απέναντί του. Δεν τον απασχολεί καθόλου, αποκαλύπτοντας για μια ακόμη φορά την αλαζονεία του και τον πολιτικό κυνισμό του. Επιμένει στο να δίνει τροφή στο ακροδεξιό δικό του κομμάτι και το περιφερόμενο –αυτό ανησύχησε ως και τον κ. Βελόπουλο και έτρεξε από κοντά!– θεωρώντας ότι η ελληνική κοινωνία έχει μετατοπιστεί δεξιά και αυτό το συναντά και το τροφοδοτεί. Γι’ αυτό και υποστήριξε ισοπεδωτικά και συκοφαντικά για όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, όσον αφορά την Παιδεία, ότι πρέπει να αλλάξει, και προφανώς και τη μεταρρύθμιση του Γεωργίου Ράλλη που, προς τιμή του, κινήθηκε οριακά, συνάντησε τη λυσσώδη αντίδραση των πολιτικών προγόνων του κ. Μητσοτάκη.
Πολύ σωστά ο Αλέξης Τσίπρας τόνισε σχετικά: «Όσα λέει έχουν σχέση με την ακραία λογική της Alt Right σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα, με την πολιτική του Τραμπ, όχι με τη συντηρητική πολιτική. Είναι δήθεν κεντρώος πολιτικός». Και απευθυνόμενος στον Κ. Μητσοτάκη σχολίασε: “Η πολιτική σας είναι πολιτική ακραίας και αμοραλιστικής Δεξιάς, που δεν έχει ξαναδεί τέτοια ο τόπος. Δεν είστε κεντρώος πολιτικός. Είστε ένας ακραίος πολιτικός που δεν έχει ενσυναίσθηση του πώς βιώνει ο μέσος Έλληνας πολίτης το σήμερα” υπογράμμισε. Ο κ. Μητσοτάκης, αντί απάντησης, εμπλούτισε τα επιχειρήματά του με κατηγορίες του τύπου «σήμερα στα ΑΕΙ βιάζονται κοπέλες» και ότι τώρα θα «πάψουν οι αίθουσες των ιδρυμάτων να μετατρέπονται σε γιάφκες περιθωριακών».
Η κατεδαφιστική αλλαγή
Στη σκιά, όμως, όλων αυτών, των πολύ σπουδαίων κατά τα άλλα, πέρασε τη μείζονα κατεδαφιστική αλλαγή, μείωσης του αριθμού των σπουδαστών και εξώθησής τους στα κολέγια. Δεν είναι απλώς ενίσχυση της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» ή αποπληρωμή λογαριασμών. Είναι βαθύτατα ιδεολογικό ζήτημα, κοινωνική – ταξική επιλογή. Το να ισχυρίζεται ότι όλα αυτά τα είχε πει προεκλογικά και στις προγραμματικές δηλώσεις είναι, τουλάχιστον, μυωπικό. Το να λέει ότι έτσι διασφαλίζεται «η στοιχειώδης ικανότητα για την έναρξη των σπουδών» είναι υποκριτικό. Η καλλιέπεια που του προσφέρει η «Καθημερινή», που στο κύριο άρθρο της χθες ισχυρίζεται ότι «η νομοθετική έκβαση της προγραμματικής αντιπαράθεσης εκπληρώνει την εντολή που έδωσαν οι πολίτες στις τελευταίες εκλογές» είναι εντελώς ασθενής και δεν θα αντέξει στη συνειδητοποίηση του τι έγινε από την κοινωνία όταν δεκάδες χιλιάδες οικογένειες θα πάρουν το αποτέλεσμα.
Κάτι άλλαξε αυτές –αλλά και τις προηγούμενες– μέρες όσο και να κάνει η κυβέρνηση ότι δεν το βλέπει. Πυκνώνουν οι αντιδράσεις. Έχει αρχίσει ο κόσμος να μην φοβάται, πλέον και να συμμετέχει σε αντιδράσεις, διαδηλώσεις. Για τον νόμο για τα ΑΕΙ έγιναν δύο μαζικές συγκεντρώσεις. Η διαδήλωση - πορεία των πολιτιστικών υπήρξε εντυπωσιακή και νικηφόρα καθώς υποχρέωσε την κυβέρνηση να υποχωρήσει. Πριν λίγες μέρες πορεύτηκαν στο υπουργείο Οικονομίας οι επιχειρηματίες της εστίασης. Έγινε διαδήλωση για προστασία του λόφου Στρέφη, επίσης. Έπονται οι υγειονομικοί. Πρόκειται για πρόδρομα φαινόμενα, που θα δώσουν άλλο περιεχόμενο στη σύγκρουση.
Υπονόμευση αντιπολιτευτικού λόγου
Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση δεν περιορίζεται στο να είναι η «κυβέρνηση του μη διαλόγου» και του αυταρχισμού. Επιχειρεί να υπονομεύσει τον λόγο της αντιπολίτευσης κατηγορώντας τον ότι δεν σέβεται το δικαίωμα της πλειοψηφίας να νομοθετεί και ότι υποθάλπει τη βία. Πρώτος απ’ όλους, βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και προς τούτο η κυβέρνηση διαστρέβλωσε τα λόγια του Αλέξη Τσίπρα για να γίνει πιο εύκολη η διαβολή. «Ο κ. Τσίπρας αναλαμβάνει το ρίσκο να κολλήσουν κορονοϊό άνθρωποι στις πορείες». Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ όμως είπε κάτι απλό και πολύ ουσιώδες, απαντώντας στην κατηγορία της ΝΔ: «Βεβαίως δέχομαι το ρίσκο και γι’ αυτό θεωρώ ότι το ορθό θα ήταν η κυβέρνηση να μην φέρει τέτοια νομοσχέδια που εγείρουν σημαντικές κοινωνικές αντιδράσεις». Όπως απάντησε, χωρίς περιστροφές, και για την υπόθεση της υπεράσπισης από στελέχη του κόμματος, μεταξύ των οποίων και ο βουλευτής του Βασίλης Βασιλικός, των δικαιωμάτων κάθε κρατούμενου, στην προκειμένη περίπτωση του Δ. Κουφοντίνα.
Με επικίνδυνο οδηγό το πνεύμα ότι κανένας άλλος, πλην της κυβέρνησης, «δεν δικαιούται ίνα ομιλεί» παίρνονται οι αποφάσεις και για το σοβαρό ζήτημα της υγείας. Συρρικνώνει την πολιτική της στο λοκντάουν και πέραν τούτου ουδέν. Ο πολίτης έχει καταπονηθεί, δοκιμάζονται οι αντοχές του κόσμου, που το μόνο που του απαιτείται είναι η υπακοή και να δέχεται, ταυτόχρονα, ότι πρέπει να κυβερνάται με αυταρχισμό, επιτήρηση, καταστολή και φόβο. Εξαιρετικά επικίνδυνο σχέδιο αυτό.