Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Συζητάμε με τον πολιτικό επιστήμονα και πρόεδρο της Public Issue, Γιάννη Μαυρή για τη στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, την πολιτική και κοινωνική συγκυρία, το ρόλος των κινημάτων διαμαρτυρίας. Όπως ο ίδιος τονίζει: «Εδώ και καιρό έχει τερματιστεί η όποια περίοδος χάριτος που προκάλεσε η εκλογική νίκη το 2019», συμπληρώνοντας πως «είμαστε σε μια καινούρια ιστορική φάση. Και για αυτό επιχειρείται να συκοφαντηθούν οι διαμαρτυρίες, όπως έγινε και με τα κινήματα των πλατειών. Δεν είναι υπερβολικό να εκτιμήσει κανείς ότι θα ακολουθήσουν τέτοιου είδους κινήματα με μεγαλύτερη ένταση το 2021». «Στην ουσία βλέπουμε την ολοκλήρωση της κατεδάφισης της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Διαμορφώνεται μια αστυνομική δημοκρατία», καταλήγει.
Πώς αποτιμάς την κυβερνητική πολιτική; Έχω την αίσθηση πως έχει αφήσει πίσω της την πολιτική και προτάσσει την επικοινωνία. Είναι έτσι;
Η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με τρεις μείζονες κρίσεις (υγειονομική κρίση, οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, διαχείριση της γεωπολιτικής ανακατάταξης). Μετά από μία σχετικά επιτυχημένη διαχείριση στο πρώτο στάδιο της πανδημίας και της κρίσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, πέρυσι, η κυβέρνηση δείχνει διαχειριστική ανικανότητα καταφεύγει στην καταστολή, την προπαγάνδα και γενικότερα ρέπει σε έναν αυταρχισμό, που μας επιστρέφει σε παλαιότερες εποχές. Εδώ και καιρό έχει τερματιστεί η όποια περίοδος χάριτος που προκάλεσε η εκλογική νίκη το 2019.
Διατηρεί την κοινωνική αποδοχή;
Φυσικά. Ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για το συντηρητικό κόμμα της χώρας και εκφράζει διαχρονικά ένα μπλοκ δυνάμεων. Ένας λόγος που βοηθά τη διατήρηση αυτού του μπλοκ είναι η αδυναμία παρέμβασης της αριστεράς ή της κεντροαριστεράς, μετά την ήττα του 2019, η οποία ήταν στρατηγικού χαρακτήρα.
Φαίνεται να υπάρχει μία τάση ενίσχυσης της δεξιάς στην Ευρώπη. Υπάρχει μια συντηρητική μετατόπιση και της ελληνικής κοινωνίας;
Τη δεκαετία του μνημονίου διασπάστηκε και η δεξιά στην Ελλάδα. Δημιουργήθηκε, έτσι, άκρα δεξιά με μαζικούς όρους: ΛΑΟΣ, Χρυσή Αυγή και Ανεξάρτητοι Έλληνες. Μάλιστα, η Χρυσή Αυγή έφτασε δημοσκοπικά, λίγο πριν τη δολοφονία του Π. Φύσσα, να καταγράφει 13%. Αυτή η αύξηση της άκρας δεξιάς δεν είχε συνέχεια γιατί, από τη μία, αποφάσισε το κράτος να την αντιμετωπίσει και, από την άλλη, γιατί η κοινωνική σύγκρουση –έτσι όπως τη διαχειρίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ- δεν κλιμακώθηκε και δεν απείλησε στην πραγματικότητα το καθεστώς. Η επιστροφή της ΝΔ στην κυβέρνηση συνοδεύτηκε από μια ενσωμάτωση αυτών των ρευμάτων της άκρας δεξιάς στη ΝΔ, που έχει κάποια αναλογία με την ενσωμάτωση, στη μεταπολίτευση, της φιλοδικτατορικής ή της φιλομοναρχικής δεξιάς από τη ΝΔ. Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι η Ελληνική Λύση και τα υπολείμματα της Χρυσής Αυγής αθροίζουν 6,6% στις τελευταίες εκλογές. Επομένως, αυτό το ρεύμα υπάρχει. Απλώς περιθωριοποιήθηκε συγκυριακά ή λόγω της εξέλιξης των πραγμάτων.
Ανάφερες ότι η περίοδος χάριτος τελείωσε. Έχω την αίσθηση ότι υπάρχει μια υποβόσκουσα κοινωνική αναταραχή, που θυμίζει το 2012. Συνεχώς πυκνώνουν οι αντιδράσεις, στο δρόμο αλλά και στα σόσιαλ μίντια, αφού είμαστε ακόμα σε καραντίνα και γι’ αυτό συνεχώς αυξάνεται και η καταστολή. Είναι έτσι;
Οι εκλογές του 2019, που έκλεισαν την προηγούμενη ιστορική περίοδο της εφαρμογής των μνημονίων, η επιστροφή της ΝΔ και η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, κατά τη γνώμη μου, δεν παγίωσαν το κομματικό σύστημα. Επιπλέον, η πρωτόγνωρη συνθήκη που ζούμε, η καραντίνα, προκαλεί μια επιτάχυνση του κοινωνικού μετασχηματισμού, σε όλα τα επίπεδα. Πιστεύω ότι υπάρχει πολιτική και κοινωνική ρευστότητα. Και αυτή αφορά και τη δεξιά και την αριστερά, για διαφορετικούς λόγους.
Υπάρχει, θεωρείς, πολιτική πόλωση; Έχουν διαμορφωθεί πια δύο συμπαγείς πόλοι;
Ο δικομματισμός του 2019 είναι συρρικνωμένος και ευάλωτος. Tον Ιούλιο του 2019, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί πήραν 4 εκατ. ψήφους. Είναι ένα πολύ χαμηλό ποσοστό σε πραγματική κοινωνική επιρροή, αν δει κανείς τα εκλογικά ποσοστά της μεταπολιτευτικής περιόδου. Τη δεκαετία του ’90 και του ’00, το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ από 5,3 έως 6,4 εκατ. ψήφους. Η κοινωνική απήχηση, λοιπόν, των δύο κομμάτων είναι χαμηλότερη και αυτό συνδέεται και με τη γενικότερη αποδυνάμωση των πολιτικών κομμάτων, ως θεσμών της αντιπροσώπευσης, που επέφερε τα μνημόνια. Επομένως, σε καμία περίπτωση ο δικομματισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί σταθεροποιημένος. Αντίθετα, είναι αποδυναμωμένος.
Από την άλλη, υπάρχει κοινωνική πόλωση;
Ναι. Και πιστεύω ότι εντείνεται. Η πανδημία οξύνει τη φτωχοποίηση και την ένταση των ανισοτήτων. Η νεοφιλελεύθερη λογική των μνημονιακών πολιτικών, εκτός από τη βίαιη αναδιανομή του εισοδήματος, που πέτυχε και τη διάλυση της μεσαίας τάξης, επιδιώκει τώρα την αναδιανομή της περιουσίας (πλειστηριασμοί κατοικιών, κόκκινα δάνεια, «περιουσιολόγιο» κ.λπ.). Είμαστε σε μια φάση που συνεχίζεται η λεηλασία των πολλών από τους λίγους και η συγκέντρωση του κοινωνικού πλούτου. Έτσι, η κοινωνική πόλωση οξύνεται αντικειμενικά. Όπως, όμως, γνωρίζουμε από την ιστορία, δεν σημαίνει ότι αυτή μεταφράζεται αυτόματα και σε πολιτική πόλωση, ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά, ούτε οδηγεί ευθύγραμμα στην κοινωνική διαμαρτυρία και το ριζοσπαστισμό. Κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει την εξέλιξη. Άλλωστε, τα αυθεντικά κοινωνικά γεγονότα ουδέποτε προβλέφθηκαν. Αυτό, όμως, που μπορούμε να πούμε είναι ότι υπάρχει ένταση της κοινωνικής ανισότητας, και κυρίως υπάρχει μια ροπή σε ένα νέο αυταρχισμό, που πυροδοτήθηκε και από τη διαχείριση της πανδημίας – είτε αντικειμενικά, είτε ως ευκαιρία. Στην ουσία βλέπουμε την ολοκλήρωση της κατεδάφισης της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Αυτό που διαμορφώνεται, ως νέος μεταδημοκρατικό καθεστώς, με την αυξανόμενη συρρίκνωση ή και κατάργηση πολιτικών και κοινωνικών συλλογικών δικαιωμάτων, αρχίζει να έχει αναλογίες με το προδικτατορικό καθεστώς, που ο Ηλίας Νικολακόπουλος έχει ονομάσει πολύ ευγενικά «καχεκτική δημοκρατία». Διαμορφώνεται μια αστυνομική δημοκρατία.
Το λοκντάουν δεν επιτρέπει ακόμα να δούμε το εύρος της κοινωνικής διαμαρτυρίας.
Η πανδημία έχει θέσει σε αναστολή την καθημερινή ζωή και περιορίζει ασφυκτικά τη φυσική πολιτική δράση. Και η κοινωνική δράση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υποκατασταθεί από την «ψηφιακή αντίδραση». Αν δούμε τη μεγάλη εικόνα, σε διεθνές επίπεδο, ευτυχώς, η κοινωνική διαμαρτυρία δεν έχει καμφθεί από την πανδημία. Σύμφωνα με μελέτες συντηρητικών δεξαμενών σκέψης, το 2019 υπήρξε πρωτοφανές έτος, από πλευράς κοινωνικής κινητοποίησης παγκοσμίως. Μαζικότατα κινήματα διαμαρτυρίας αναπτύχθηκαν σε 38 χώρες (ΗΠΑ, Γαλλία, Ισπανία, Τσεχία, Αλγερία, Λίβανος, Ιράν, Χονγκ Κονγκ, Χιλή, Βολιβία, Βραζιλία, Κολομβία, κ.α.). Το εντυπωσιακό δε είναι, ότι ενώ το 2020 εφαρμόσθηκε λοκντάουν σε παγκόσμιο επίπεδο, η κοινωνική διαμαρτυρία υπήρξε τελικά πολύ εντονότερη. Καταγράφηκαν συγκεκριμένα 83 μείζονα κοινωνικά κινήματα διαμαρτυρίας, σε σχέση με 50 που ήταν το 2019. Αυτό είναι μια γενική ένδειξη ότι είμαστε σε μια καινούρια ιστορική φάση. Και για αυτό επιχειρείται να συκοφαντηθούν αυτές οι διαμαρτυρίες, όπως έγινε και με τα κινήματα των πλατειών. Δεν είναι υπερβολικό να εκτιμήσει κανείς ότι θα ακολουθήσουν τέτοιου είδους κινήματα με μεγαλύτερη ένταση το 2021. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως, ότι επειδή εμφανίζονται κινήματα διαμαρτυρίας στην Ευρώπη, στην Αμερική, στην Ασία, ότι μπορούν να συντονιστούν όλοι οι εθνικοί κύκλοι διαμαρτυρίας και ότι θα ακολουθήσουν όλες οι χώρες αυτό το κύμα. Ας μην ξεχνάμε ότι η κοινωνική διαμαρτυρία στην Ελλάδα προηγήθηκε, τα προηγούμενα χρόνια, στην εφαρμογή των μνημονίων, όταν η Ελλάδα αποτέλεσε το πειραματόζωο. Αυτό το κίνημα, όμως, ηττήθηκε το 2015. Είναι πολύ λογικό, μια περίοδο ανόδου που επισφραγίζεται από μια μεγάλη ήττα, να ακολουθήσει μια περίοδο ύφεσης. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν μπορεί να υπάρξει και πάλι επανεμφάνιση κινημάτων. Κάτι που φαίνεται ήδη στο χώρο της εκπαίδευσης, όπου για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, εμφανίζεται ξανά φοιτητικό κίνημα.
Σε αυτό το κλίμα που έχει διαμορφωθεί, ο ΣΥΡΙΖΑ γιατί δεν καταφέρνει να διαμορφώσει ένα ρεύμα επιρροής;
Κατά τη γνώμη μου, ο ΣΥΡΙΖΑ εισπράττει τα αποτελέσματα της ιστορικών διαστάσεων πολιτικής συνθηκολόγησης του 2015, όταν ακύρωσε το δημοψήφισμα και τη λαϊκή βούληση. Είναι το προπατορικό του αμάρτημα. Η ενσωμάτωσή του στις πολιτικές του μνημονίου, τον αποξένωσε από μια μεγάλη μάζα ψηφοφόρων που είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους σε αυτόν. Θυμίζω ότι το σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ήταν «η ελπίδα έρχεται». Όταν λοιπόν «η ελπίδα πέθανε», αυτός ο κόσμος απογοητεύθηκε, παθητικοποιήθηκε, ιδιώτευσε ή πήγε στην αποχή. Και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κάνει καμία σοβαρή ανάλυση για το ποια είναι η εκλογική του βάση, στις εκλογές του 2015, ούτε στις εκλογές του 2019, ούτε προφανώς θέλει να αναγνωρίσει τις μεταβολές που έχουν επισυμβεί στην εκλογική του βάση στις τέσσερις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Το συνολικό εκλογικό σώμα του 2019 είναι σαφώς συρρικνωμένο (ψήφισαν μόλις 5,8 εκατ.) και το 31,5% του ΣΥΡΙΖΑ αντιστοιχεί σε 1,7 εκατ. ψήφους, αρκετά χαμηλότερα από τις προηγούμενες αναμετρήσεις. Επίσης, ένα τμήμα της εκλογικής βάσης του 2019 οφείλεται στο φόβο που δημιούργησε το σοκ της ήττας των ευρωεκλογών (με «ψαλίδα» 9,4%), που προηγήθηκαν τον Μάιο, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε μόλις 1,3 εκατ. ψήφους –μόλις 23,75%). Ακόμα, υπάρχουν τμήματα του εκλογικού σώματος δεν μπορούν να θεωρούνται δεδομένα και στο μέλλον. Για παράδειγμα, η ψήφος των Ρομά ή η ψήφος των κρατουμένων και των συγγενών τους δεν είναι εξασφαλισμένες. Επομένως, δεν είναι σίγουρο, ποιο είναι το σημείο αφετηρίας για το κοινωνικό μπλοκ του ΣΥΡΙΖΑ· το 26% ή το 31%. Η αποτίμηση της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, και ο χαρακτηρισμός της ως συγκυριακής ή στρατηγικής έχει ιδιαίτερη σημασία. Δεν βλέπω, πάντως, από την πλευρά της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ να κινείται στην κατεύθυνση της πραγματικής αποτίμησης και της αυτοκριτικής, μένει σε ευχολόγια.
Η παρουσίαση μιας ολοκληρωμένης και ριζοσπαστικής πρότασης, μια στροφή προς τα αριστερά, από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, θα του έδινε ώθηση;
Τα κόμματα κρίνονται ιστορικά από την πορεία τους. Και ο ΣΥΡΙΖΑ κρίθηκε και το 2015 και στην περίοδο 2015-2019. Επομένως, υπάρχει ένα ιστορικό βάρος αυτής της διαχείρισης. Από την άλλη πλευρά, ο Αλέξης Τσίπρας και η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ έχουν κάνει μια σαφή και «συνεπή» επιλογή· θέλουν ένα κόμμα διακυβέρνησης, αποδεκτό στο υπάρχον πλαίσιο. Αυτό ως σχέδιο μπορεί να έχει επαγγελματικό ενδιαφέρον. Είναι, όμως, διαφορετικό το ερώτημα, αν αυτό αφορά την αριστερά και αν ικανοποιεί την κοινωνική πραγματικότητα που διαμορφώνεται σήμερα. Δεν είναι αυτονόητο ότι απαντώντας το ένα ερώτημα θετικά, θα απαντηθεί και το άλλο.
Δεν μπορεί ένα κόμμα της αριστεράς να θέτει θέμα κυβέρνησης και να είναι, συγχρόνως, αριστερό και ριζοσπαστικό;
Μετά την λαίλαπα των μνημονίων και με δεδομένο ότι η χώρα αντιμετωπίζει ένα τεράστιο δημόσιο μη-βιώσιμο χρέος, αν δεν τοποθετηθεί κανείς πάνω σε αυτό το θέμα, διαμορφώνοντας μια ρεαλιστική στρατηγική ρήξης, με βάση τα πραγματικά δεδομένα, συζητά στο κενό. Είναι χρήσιμο να βγάλει συμπεράσματα κανείς από τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, από τη συμμετοχή της αριστεράς σε αυτή την υπόθεση. Δεν έχω ακούσει μια σοβαρή αποτίμηση από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ 2015-2019. Και ύστερα, η επιτήρηση της δημοσιονομικής πολιτικής δεν έχει σταματήσει, ενώ πια μπαίνει στη συζήτηση και η παταγώδης αποτυχία της Ευρώπης να διαχειριστεί την πανδημία προς όφελος των λαών. Νομίζω, λοιπόν, ότι αυτή η συζήτηση πρέπει να τεθεί σε άλλη βάση. Από εκεί και πέρα, τα ερωτήματα για εναλλακτική πολιτική και για ριζοσπαστική πρόταση δεν είναι καινούρια. Τέθηκαν δε και την περίοδο 2012-2015. Αν λύση θεωρούμε ότι είναι αυτή που δόθηκε, τότε δεν έχει νόημα η συζήτηση. Νομίζω ότι πρέπει κανείς να βγάλει συμπεράσματα, με επώδυνο τρόπο. Το γεγονός ότι ξανασυζητά κανείς για την αριστερά, δεν πρέπει να αποσυνδέεται με τη στρατηγικού χαρακτήρα ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και με την επάνοδο της δεξιάς. Για να μπορεί η αριστερά να θέσει ξανά θέματα και διλήμματα, πρέπει να έχει αποτιμήσει την πορεία της. Όμως, δεν νομίζω ότι είμαστε σε αυτή τη φάση. Η φάση είναι αμυντική, μετά και την νέα εντατική επίθεση των κυρίαρχων τάξεων που δεν αφήνει ανεκμετάλλευτη τη νέα «ευκαιρία» της κρίσης της πανδημίας. Θα πρέπει να ξεκινήσει κανείς από θεμελιώδη ζητήματα. Και βεβαίως, δεν μπορεί η συζήτηση να γίνει με όρους «γρήγορης επιστροφής» στην κυβέρνηση, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Η αρχή του νήματος δεν είναι στο 2019.
Θεμελιώδεις έννοιες της αριστεράς, ο ρόλος του κράτος, η έννοια του δημοσίου, τα κοινά αγαθά, το δικαίωμα στην υγεία, η κλιματική αλλαγή, ήρθαν στην επικαιρότητα με την πανδημία. Δεν είναι αυτές αντίρροπες τάσεις της αποπολιτικοποίησης;
Η πανδημία ως κοινωνική συνθήκη ανοίγει ρωγμές, και πάλι, παντού. Στην Ελλάδα, όμως, συνέπεσε με την επιστροφή και το ρεύμα του εκκρεμούς να έχει πάει από τα αριστερά και το ριζοσπαστισμό της πρώτης εποχής, στο συντηρητισμό που ευνόησε την παλινόρθωση της ΝΔ. Η πραγματικότητα, όμως, έχει μεγαλύτερη φαντασία από εμάς. Κατά συνέπεια, πράγματι, το ότι ένας νεοφιλελεύθερος πρωθυπουργός ανακαλύπτει την αξία του κράτους, την ανάγκη του δημόσιου συστήματος υγείας, είναι χαρακτηριστικό των νέων αντιφάσεων που δημιουργούνται. Με αυτή την έννοια, η συγκυρία αυτή αν και πολύ «επώδυνη» είναι ενδιαφέρουσα. Αλλά για να τοποθετηθείς, πρέπει να κάνεις αυτοκριτική και να ξανασκεφτείς τα όρια του κυβερνητισμού.
Ποια η σημασία ενός μαζικού κόμματος σε αυτή τη φάση; Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε με τον iSYRIZA να προσελκύσει ψηφοφόρους και να τους εντάξει ως μέλη του. Είναι πετυχημένο παράδειγμα;
Την περίοδο του μνημονίου και ιδίως μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιανουάριο του 2015, όταν η κοινωνική απήχηση της αριστεράς είχε εκτιναχθεί (μετεκλογικά) στο 54%, χάθηκε η ιστορική ευκαιρία να συγκροτηθεί ένα μαζικό κόμμα της αριστεράς, με όρους της νέας εποχής. Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήθελε να συγκροτηθεί μαζικό κόμμα, γιατί το θεωρούσε εμπόδιο. Ανακάλυψε, με επώδυνο τρόπο, την ανυπαρξία μαζικού κόμματος και την ανάγκη να συγκροτηθεί κάποια μορφή οργάνωσης, μετά την ήττα των εκλογών. Όμως, το εγχείρημα iSYRIZA, με τις υπερφίαλες στοχεύσεις για 200.000 μέλη, ενταφιάστηκε. Βεβαίως, μεσολάβησε η πανδημία, αλλά και πριν από αυτή είχε φανεί. Στις συνθήκες της ήττας και της αποδυνάμωσης της αντιπροσωπευτικής λειτουργίας των κομμάτων, που είναι οργανικό στοιχείο της μεταδημοκρατίας, καθώς πια τα κόμματα λειτουργούν ως κρατικοί μηχανισμοί και όχι ως μηχανισμοί μαζών, ήταν δεδομένο ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Και να προσθέσω και κάτι ακόμα. Άλλαξε μόνο ο τίτλος του κόμματος. Και οι συχνές αλλαγές του ονόματος των κομμάτων, στην παράδοση της πολιτικής επιστήμης θεωρούνται ένδειξη μη-παγίωσης και μη-θεσμοποίησης ενός κόμματος. Η αλλαγή τίτλου ως πρακτική, πέρα από τον αντιδημοκρατικό της χαρακτήρα, δεν προωθεί τη συγκρότηση ενός αριστερού κόμματος, αλλά κινείται στην κατεύθυνση της ένταξης του ΣΥΡΙΖΑ στο μνημονιακό τόξο, ώστε κάποια στιγμή –αν χρειαστεί– να συμμετάσχει με το ποσοστό του στη διακυβέρνηση της χώρας. Το έχουμε ξαναδεί να συμβαίνει. Δεν ξέρω γιατί μπορεί αυτό να εμπνεύσει τις μάζες. Κατά την γνώμη μου δεν μπορεί.
Ποια είναι η δημοσκοπική εικόνα που έχεις διαμορφώσει; Τι νέα στοιχεία προστίθενται;
Η αναστολή της ζωής μας, λόγω της πανδημίας, ευνοεί την παράλυση της πολιτικής ζωής, αν και υπάρχει υπόγεια κινητικότητα, σε όλα το φάσμα. Αυτή τη στιγμή μου μιλάμε, δεν βλέπω στην επιφάνεια, να έχουν συμβεί μείζονες εξελίξεις, ώστε να περιμένει κανείς θεματικές ανατροπές μεγάλων διαστάσεων. Εκείνο, όμως, που θεωρώ πιθανό είναι να υπάρχει κάποια φθορά και συρρίκνωση της δύναμης των δύο μεγάλων κομμάτων, της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, για διαφορετικούς λόγους. Η διατήρηση της ρευστότητας και η συσσώρευση της κοινωνικής δυσαρέσκειας που φέρνει η πανδημία, αν δεν βρει διέξοδο στην αξιωματική αντιπολίτευση, ενδεχομένως να βρει διέξοδο στην αποχή ή στην κινητοποίηση ή να αποβεί υπέρ των μικρότερων κομμάτων ή και άλλων νέων σχημάτων. Δεν είναι απίθανη, επομένως, μια τάση κατακερματισμού των κομμάτων. Θυμίζω ότι η απλή αναλογική που θα ισχύσει στις επόμενες εκλογές, μπορεί να ευνοήσει την αναβίωση του κατακερματισμού, που είδαμε στις εκλογές 2012. Τότε, το 19% του εκλογικού σώματος ψήφισε μικρά κόμματα, που έμειναν εκτός βουλής. Αυτό το ποσοστό των λοιπών κομμάτων, στις τελευταίες εκλογές έφθασε στο 8%. Λογικά, σήμερα μπορεί να υπερβαίνει το 10%.