Γιάννενα, η πόλη των ασημουργών, των μύθων, μια πόλη αστικής κουλτούρας στα παρελθόντα έτη, των γραμμάτων, των φαντασμάτων. Παραβλέποντας τις τυπικές (και λανθασμένες) σχολικές μας γνώσεις (ότι, ας πούμε, ο Αλή πασάς έπνιξε την κυρά-Φροσύνη και το χαρέμι της επειδή ήταν χριστιανές), αφήνουμε στην άκρη την επίμονη προσπάθεια του κεντρικού ιστορικού αφηγήματος να αγνοεί την ισχύ των γυναικών και ερχόμαστε στη λαϊκή έκφραση μέσω της τέχνης που, εξάλλου, δεν κάνει λάθος.
Στα Γιάννενα οι γυναίκες είχαν ισχύ. Οι αστές γυναίκες, δηλαδή, αν και γενικώς η κοινωνία είχε μητριαρχικά χαρακτηριστικά. Και πώς να μην, οι άντρες έλειπαν πολύ είτε ως έμποροι είτε ως μετανάστες αργότερα είτε ως νεκροί στους πολέμους. Οπότε η γυναίκα ήταν κυρίαρχη φιγούρα στη συγκρότηση της οικογένειας. Επομένως, της κοινωνίας. Εξάλλου, στην πραγματικότητα γι’ αυτό την έπνιξε την κυρά-Φροσύνη: Επειδή ήταν αστή και συγκέντρωνε στα χέρια της επιρροή και δύναμη.
Το όμορφο του πράγματος, σε σχέση με τις γυναίκες, το βλέπουμε στη λαϊκή μουσική. Τη δημοτική μουσική, αν θέλετε, που είναι ουσιαστικά το ίδιο πράγμα. Το ηπειρώτικο τραγούδι, κυρίως των Ιωαννίνων, σε αντίθεση με άλλες περιοχές της Ελλάδας δεν «κλέβει» τη γυναίκα, δεν ανακοινώνει ότι θα την κάνει δική του, δεν βγάζει τέτοιου είδους... λεβεντιά (sic). Το δημοτικό τραγούδι του τόπου μου παρακαλάει.
Η γυναίκα είναι κόσμημα, ή μοιάζει με κόσμημα – έχουμε παράδοση στην πόλη. Τα δόντια της είναι πυκνά και μαργαριταρένια, είναι πολύτιμη σαν ασημένια αλυσίδα, πηγαίνουν τα αγόρια να της κάνουν δώρο χρυσά πλεξούδια για τα μαλλιά της κι οι κόρες είναι από κρύσταλλο κι από διαμάντι.
Κι ύστερα, παρακαλάνε: «να γίνει πλέον παραδουλάκι για να της στρώνει το σεντόνι της μπαζαργκάνας» (ο πονηρούλης), να γλιστρήσει μπροστά από την πόρτα της για να πέσει στην αγκαλιά της «περδικομάτας» (ο τσαχπίνης), να λέει στην παντρεμένη ερωμένη του με τα μαργαριταρένια δόντια ότι η «σκύλα η πεθερά σου θέλει μαχαίρωμα ως το ξημέρωμα» (ο πιο νταής). Και πάει λέγοντας ιστορίες αγάπης, απόγνωσης και ιερών εντολών: «μου είπαν οι άγγελοι αν αγαπάς μελαχρινή να μην τραβήξεις χέρι». Όχι επειδή τις ξανθές τις δέρνανε. Επειδή βοηθούσε στο στιχουργικό μέτρο.
Έτσι και στα πανηγύρια. Η όμορφη κοπέλα ήταν εκείνη που θα επέτρεπε στον ερωτίλο να χορέψει μαζί της. Τον διάλεγε στον «πόλεμο που πολεμούν τα μάτια». Ειδικά αν ήταν καμιά σαν τη «φεγγαροπρόσωπη» που έκανε ό,τι της έλεγε η καρδιά της; Ουαί τοίς ηττημένοις!
Δεν είναι μόνο μοιρολόι το ηπειρώτικο τραγούδι, ούτε μόνο αποχωρισμός είναι, είναι κι έρωτας. Πολύς έρωτας. Παράνομος ή όχι, δραματικός υπέρ το δέον, ενίοτε, κάποτε είναι κι αστείος (σαν στην «Μπαζαργκάνα»). Μα πάντοτε η γυναίκα δεν είναι αντικείμενο πόθου, επειδή δεν είναι αντικείμενο. Μοιάζει με κόσμημα και με εικόνες από τη φύση – αυτές που έχουμε στην Ήπειρο σε πλεόνασμα. Και πάνω από όλα, η γυναίκα είναι αυτή που στο τέλος πρέπει να σε διαλέξει στο ηπειρώτικο τραγούδι. Ίσως, επειδή συγκεντρώνει πάνω της όλες τις δυνάμεις της φύσης. Έτσι, λοιπόν, με τρυφερότητα, έρωτα και λίγο χιούμορ, αναδεικνύεται μια μορφή θηριώδης μέσα από τα τραγούδια μας που δεν είναι άλλη παρά η εικόνα μέσα από τα μάτια του καημένου του ερωτευμένου.