Η πόλη των Ιωαννίνων αποκαλύπτεται στον κάτοικο ή τον επισκέπτη σε μία διαδρομή που διαρκεί λιγότερο από δύο ώρες. Από την πλατεία, κατεβαίνεις την οδό Αβέρωφ, κάνεις μία παράκαμψη ίσως στην οδό Ανεξαρτησίας στην αγορά, στη συνέχεια στον Μώλο της λίμνης, περιμετρικά του κάστρου, μετά πάνω στο Ιτς Καλέ και επιστροφή. Θα συναντήσεις μνημεία εξαιρετικά διατηρημένα από τρεις θρησκείες, χριστιανικά, μουσουλμανικά και εβραϊκά, στοιχεία από πολλαπλές επιστρώσεις πολιτιστικής δημιουργίας και οργανωμένου βίου εκατοντάδων χρόνων μέσα σε μουσεία αλλά και δίπλα σου, αλλά και μία ζωντανή, νεανική πόλη, με εμπόριο, τουρισμό, μια πόλη σε δράση.
Τα Γιάννενα του σήμερα είναι μία πόλη με πολλαπλές ταυτότητες, όπως ήταν και σε ένα μεγάλο τμήμα της ιστορίας της, έχοντας γνωρίσει περιόδους μεγάλης ακμής ως αστικό κέντρο των Βαλκανίων τον 18ο και 19ο αιώνα, κοιτίδα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, πατρίδα σπουδαίων εμπόρων και διεθνών προσωπικοτήτων που άφησαν με τον Ευεργετισμό ισχυρό αποτύπωμα στην ανάπτυξη της Ελλάδας ως και τον 20ό αιώνα.
Σήμερα είναι και μία πόλη που διατηρεί ακόμα την κοινωνική συνοχή, που διαθέτει χρόνο και χώρο για ανάσες στους κατοίκους της, που μπορεί και συνδιαλέγεται με τα σύγχρονα διακυβεύματα μέσα από το πανεπιστήμιό της, τα μεγάλα νοσοκομεία της, τη σχέση με το φυσικό περιβάλλον.
Τα Γιάννενα όμως είναι και μία πόλη που έχει όλα τα προβλήματα των ελληνικών πόλεων από το κυκλοφοριακό ως την έλλειψη ποιοτικής στέγης για όλους, από τις ελλείψεις σε υποδομές μέχρι την απουσία εναλλακτικών επιλογών για εργασία των νέων τους.
Δύο προβλήματα αναδεικνύονται ως σημαντικότερα.
Το πρώτο είναι η συγκέντρωση δυσανάλογα μεγάλου πληθυσμού στα Γιάννενα σε σχέση με τον υπόλοιπο νομό. Ενδεικτικό είναι ότι ο μόνιμος πληθυσμός του Δήμου Ιωαννιτών, όπως προκύπτει από την απογραφή, αυξήθηκε από το 2001 ως το 2011 κατά σχεδόν 10 χιλιάδες άτομα (από 103.101 το 2001 σε 112.48 το 2011). Αντίθετα, οι υπόλοιποι επτά Δήμοι του νομού, εκτός του Δήμου Βορείων Τζουμέρκων καταγράφουν μείωση του μόνιμου πληθυσμού.
Η υπερσυγκέντρωση πληθυσμού έχει ήδη συνέπειες. Μεγάλες περιοχές της πόλης με ισχυρή ανοικοδόμηση δεν διαθέτουν επαρκές οδικό δίκτυο και αστικές υποδομές για πάνω από 20 χρόνια, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα αναζητούνται λύσεις για την κάλυψη με αποχετευτικό δίκτυο του συνόλου του λεκανοπεδίου.
Παράλληλα, η ύπαιθρος χάνει διαρκώς το νεανικό κυρίως δυναμικό της και είναι ερώτημα αν μπορεί να υποστηρίξει όντως και τις πρόσφατες προσπάθειες για ανάπτυξη μέσω της αξιοποίησης της πρωτογενούς παραγωγής ή ενός ήπιου τουρισμού συνυφασμένου με τη φύση.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι η έλλειψη σύγχρονων, δημόσιων χώρων μέσα στον αστικό ιστό. Ολόκληρες συνοικίες που οικοδομήθηκαν ραγδαία με την αντιπαροχή, δεν διαθέτουν καν πλατεία, λείπουν χώροι πρασίνου, αναψυχής, ποιοτικού ελεύθερου χώρου, χώρων για το παιδί. Δεν είναι ασύνδετη και η έλλειψη επαρκούς σχολικής στέγης πια, για κομμάτια της πόλης τα οποία μπορεί να μην φαίνεται ακόμα έντονα, λόγω των μικρών αποστάσεων και της εύκολης πρόσβασης σε χώρους όπως η παραλίμνια ζώνη, όμως δοκιμάζουν ήδη τη γεύση της ανισότητας και της έλλειψης ευκαιριών.
Τα κεντρικά ερωτήματα που προκύπτουν:
Μπορεί ένας τόπος όπως τα Γιάννενα και η Ήπειρος συνολικά να αναπτυχθεί χωρίς ουσιαστική αποκέντρωση και ισόρροπη ανάπτυξη μεταξύ της πόλης και της υπαίθρου;
Ανάπτυξη που να στηρίζεται στην επιστημονική γνώση, την επιχειρηματική επένδυση στην καινοτομία και την ψηφιακή τεχνολογία, τα νέα προϊόντα από τα πλεονεκτήματα του τόπου, όπως η γεωργία και η κτηνοτροφία των ορεινών περιοχών, τις ποιοτικές υπηρεσίες που σέβονται τον πολίτη.
Και κατά δεύτερον, τι νέο κομίζει μία πόλη με πολλαπλές μεν ταυτότητες από το παρελθόν, αλλά χωρίς τη συμμετοχή των πολιτών σήμερα στον δημόσιο χώρο, παραδομένη στην απουσία ολοκληρωμένου σχεδίου για το μέλλον και τις τακτικές του εύκολου κέρδους από την υπεραξία της ακίνητης περιουσίας, της φοιτητικής διασκέδασης και του επιδερμικού τουρισμού;