Όχι μόνον αειπράγμων αλλά και αεικίνητος και αειθαλής, είναι επίθετα που χαρακτηρίζουν τον εικαστικό Σώτο Ζαχαριάδη.
Ζωγράφος, αλλά και χαράκτης, γλύπτης, γραφίστας κι ακόμη ποιητής, συγγραφέας και, παρέα με το μπουζούκι του, ερμηνευτής ωραίων ρεμπέτικων τραγουδιών.
Ο Σώτος είναι καλλιτέχνης στην καθημερινότητά του και ταυτόχρονα άνθρωπος χωρίς τουπέ και πόζα, ένας αυθεντικός καθημερινός άνθρωπος της παρέας και της προσφοράς, πραγματικός φίλος για τους φίλους. Και έχει πολλούς, με τους οποίους πίνει το κρασί του, συζητά για τέχνη, αστειεύεται, τραγουδάει, ερωτεύεται κι ανοίγει την ψυχούλα τους.
Αυτόν επέλεξε να μας συστήσει, ο κριτικός κινηματογράφου και, εσχάτως, σκηνοθέτης, Γιάννης Φραγκούλης, με την ταινία ντοκιμαντέρ «Σώτος, ζωγράφος …αειπράγμων», σε σενάριο του Αθανάσιου Αθάνατου.
Ο σκηνοθέτης μίλησε στην «Εποχή» για την ταινία του.
Γιατί επέλεξες να κάνεις ντοκιμαντέρ για το Σώτο;
Ο Σώτος Ζαχαριάδης είναι φίλος από παλιά. Πριν κάποια χρόνια μου είχε δώσει ένα βιβλίο που αφορούσε στην έκθεση και στα έργα του για το ιερό στην τέχνη, επίσης ήμουν καλεσμένος σε κάποιες εκπομπές που έκανε στο ατελιέ του, ο Αλέξανδρος Σταματουλάκης. Η εκπομπή γινόταν σε ένα περιβάλλον, μέσα στα έργα του Σώτου, μοναδικό, ήταν μία ευκαιρία να γευτώ την τέχνη του. Ήθελα, πριν χρόνια, να κάνω ένα ρεπορτάζ, σε βίντεο, που να αφορά στην τέχνη και στις δραστηριότητές του. Σε μια συνομιλία που είχαμε με το Αθανάσιο Αθάνατο, έπεσε στο τραπέζι η ιδέα να κάνουμε μια ταινία για τον Σώτο. Από την πρώτη στιγμή μου άρεσε σαν ιδέα. Είχαμε ήδη ένα πρώτο υλικό. Από την αρχή δεν ήξερα μέχρι που θα φτάσουμε, σε πόσο βάθος, ποια έκταση θα έπαιρνε η ταινία, αυτό το συνειδητοποίησα όσο τα γυρίσματα της ταινίας ήταν σε εξέλιξη.
Πώς προσέγγισες την προσωπικότητά του;
Με τον Σώτο συμβαίνει κάτι απίστευτο. Δεν προσεγγίζεις, από την πρώτη στιγμή, εσύ την προσωπικότητά του. Γίνεται το αντίστροφο. Μόνο που αυτό παίρνει κάποιο χρόνο. Αυτή η διαδικασία είναι γοητευτική, κάνεις ένα ταξίδι μέσα στην τέχνη, στην κοινωνία, στη διανόηση, όπου η συμμετοχή του ενός και του άλλου δημιουργούν ένα όμορφο και ιδιότυπο διανοητικό σύμπαν. Με αυτή την έννοια, η κάμερα, στην αρχή, παρατηρούσε από απόσταση. Όσο η ταινία εξελισσόταν ο φακός έμπαινε όλο και πιο μέσα στον κόσμο του Σώτου. Προοδευτικά έμπαινα μέσα στα έργα του και στις υπόλοιπες καλλιτεχνικές δραστηριότητές του. Έτσι η ταινία ξέφευγε από ένα απλό ρεπορτάζ και γινόταν όλο και πιο πολύ μια βιογραφία του, όπου ο διανοητικός του κόσμος έπαιζε πρωτεύοντα ρόλο, όπως και η καλλιτεχνική κίνηση της Θεσσαλονίκης, όλα αυτά τα χρόνια από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μέχρι σήμερα. Με αυτό τον τρόπο, η ταινία ξέφευγε όλο και περισσότερο από την τηλεοπτική γραφή και πήγαινε προς την κινηματογραφική αφήγηση.
Πόσο καιρό κράτησε η έρευνα και πώς κλιμακώθηκε;
Η έρευνα και τα γυρίσματα κράτησαν περίπου ενάμιση χρόνο. Κάναμε, μαζί με το Αθανάσιο Αθάνατο, την έρευνα, η οποία έμπαινε όλο και πιο βαθιά μέσα στον καλλιτεχνικό κόσμο του Σώτου και, μέσα από αυτή τη διαδρομή, ήταν εύκολο να μπούμε τελικά στην κοινωνία, έτσι όπως την βλέπει ο Σώτος. Ήταν πολύ ενδιαφέρον να δούμε πώς βλέπει την κοινωνία στην οποία συμμετέχει, ποια είναι η οπτική του, η οποία, πιθανόν, δρομολογεί κάποιες αλλαγές. Με αυτή την έννοια, αυτή η ταινία αποκτά κάποιες διαστάσεις πολιτικές, τις οποίες ο θεατής θα πρέπει να ανακαλύψει, αφού είναι κρυμμένες μέσα στις εικόνες και στις λέξεις.
Πρόσεξα πως προσπαθείς να ξεφύγεις από αυτό που ξέρουμε ως τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ. Πώς επιτυγχάνεται αυτό;
Η τηλεοπτική γραφή είναι κάτι που δεν με ενδιαφέρει σχεδόν καθόλου. Η τηλεόραση, έτσι όπως είναι η πολιτική των περισσότερων παραγωγών, δεν έχει να κάνει με τη ζωή, όπως την ζούμε. Αντίθετα, φτιάχνει έναν κόσμο ιδεατό και ψεύτικο, περιβαλλόμενο από ένα περιτύλιγμα που αστράφτει, αλλά δεν έχει τη γοητεία του ζωντανού κόσμου. Ο κινηματογράφος έχει εντελώς διαφορετική λειτουργία. Μπαίνει μέσα στη ζωή, την ερευνά, προτείνει, πιθανόν, έναν άλλο τρόπο να ζήσεις. Έχει ματιά διεισδυτική και επαναστατική, συγχρόνως, με την έννοια ότι ανατρέπει την ισχύουσα τάξη, σε πολλές περιπτώσεις. Έχοντας στο μυαλό μου αυτό, δεν ήθελα να κάνω μια ακόμα βιογραφία, αλλά, με αφορμή αυτή την καταγραφή, μια αναφορά στον καλλιτεχνικό κόσμο της Θεσσαλονίκης, ειδικά στο κομμάτι του όπου ο Σώτος είναι ο κινητήριος μοχλός. Μπορεί ένας καλλιτέχνης να δρομολογήσει έναν άλλο τρόπο ζωής, διαφορετικό από αυτόν που ξέρουμε; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δίνεται σε αυτή την ταινία, με τρόπο όμως υπαινικτικό, όπως πολύ καλά ξέρει ο κινηματογράφος.
Πιστεύεις πως τα κατάφερες;
Μέχρι ενός σημείου νομίζω ότι καταφέραμε να πιάσουμε τους στόχους μας. Χωρίσαμε το βιογραφικό υλικό σε κεφάλαια, «μπερδέψαμε» τις διάφορες τέχνες που έρχονται σε επαφή με το έργο του Σώτου, τη μουσική, τις εγκαταστάσεις, το θεατρικό παίξιμο, και κάναμε ένα έργο που μιλά τόσο για ένα καλλιτέχνη όσο και για έναν απλό άνθρωπο, όπως είναι ο Σώτος, αποδίδοντάς του μια ανθρώπινη διάσταση, με απλές κινηματογραφικές παραστάσεις.
Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σου, το «διαφορετικό» με το οποίο προσεγγίζεις τον χαρακτήρα του Σώτου και το ντοκιμαντέρ, ως είδος, γενικότερα.
Το διαφορετικό μπορείς να το βάλεις σε εισαγωγικά και αμέσως να το βγάλεις από αυτά. Θέλω να πω ότι αυτή η διαφορά, με τη διττή έννοια που της δίνει η γλωσσολογική και η ψυχαναλυτική θεώρηση, ειδικά στον Ζακ Ντεριντά, όπως το αναφέρει και η Τζούλια Κρίστεβα, παράγει λόγο, ο οποίος είναι σε διαρκή εξέλιξη. Έτσι, αν εφαρμόσουμε αυτές τις θεωρητικές αναζητήσεις στην εργοβιογραφία του Σώτου Ζαχαριάδη, όπως θέλαμε να αποδώσουμε σε αυτή την ταινία, είμαστε υποχρεωμένοι να μπούμε στη συνομιλία του έργου και του Άλλου έργου, αν προεκτείνουμε τη λακανική ψυχαναλυτική θεώρηση, να δούμε την προέκταση του καλλιτεχνήματος, την προβολή του στον άνθρωπο που το βλέπει και το λόγο που αυτή η προβολή παράγει. Οι αναφορές μας στο Σώτο, οι επεμβάσεις των φίλων του, οι κοινές τους ενέργειες, τα γενέθλιά του βοηθούν τον θεατή να μπει σε αυτό τον καλλιτεχνικό κόσμο και να συνομιλήσει με το έργο συνολικά του ζωγράφου. Την απάντηση στο ερώτημα –πως ο Σώτος σκέφτεται, σχεδιάζει και εκτελεί ένα έργο;– νομίζω ότι δίνει ένα θεατρικό δρώμενο που υπάρχει μέσα στην ταινία, φτάνει στα όρια της περφόρμανς και μας δείχνει τη διαδρομή από το ασυνείδητο στο συνειδητό. Νομίζω ότι αυτός ο τρόπος σκηνοθεσίας, γνωστός σε πολλούς σκηνοθέτες, από τον Γιόρις Ίβενς και τον Ζαν Ρους και μετά, ήταν στο μυαλό μου συνέχεια. Αν κατάφερα να το αποδώσω καλά ή όχι, αυτό θα το κρίνουν οι θεατές.
Αντιμετώπισες προβλήματα στα γυρίσματα;
Σε αυτή την ταινία τα μόνα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε ήταν η κούραση και ο κακός εαυτός μας που καραδοκούσε για να εκτρέψει τη γραφή της ταινίας. Νομίζω ότι τα κατάφερα στις περισσότερες περιπτώσεις.
* * *
Κινηματογραφώντας έναν εικαστικό
Ο Γιάννης Φραγκούλης
Ο σκηνοθέτης επιχειρεί να υπερπηδήσει τη γοητευτική ευκολία της τηλεοπτικής προσέγγισης των ομιλουσών κεφαλών και να αγγίξει την ουσία της τέχνης του κινηματογράφου. Δηλαδή, να προσδώσει έναν αδιόρατο μυθοπλαστικό μανδύα, χωρίς όμως να κάνει ταινία μυθοπλασίας αλλά παραμένοντας πιστός στο ντοκιμαντέρ.
Γνωρίζοντας πολύ καλά το θέμα του, αλλά ακόμη καλύτερα το τι ήθελε να κάνει, ο Φραγκούλης φέρνει τον άνθρωπο και τον καλλιτέχνη Σώτο κοντά στον θεατή, σε βαθμό που όλο το εγχείρημα να μοιάζει με μεταξύ τους συνομιλία, δηλαδή Σώτου και θεατή, με τον σκηνοθέτη σε ρόλο απλού διαμεσολαβητή.
Εν τέλει το αποτέλεσμα τον δικαιώνει, καθώς το πλούσιο οπτικό υλικό και οι παρεμβάσεις των ανθρώπων που μιλούν για τον Σώτο, βρίσκονται σε απόλυτη ισορροπία. Κι έτσι επιτυγχάνεται αυτό το οποίο είναι το ζητούμενο κάθε ταινίας, δηλαδή ο σκηνοθετικός ρυθμός, ο οποίος θα κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι λήψεις (γωνίες και κάδρα) που σε πολλές περιπτώσεις ξεφεύγουν από την κλασική κινηματογράφηση, αρθρώνοντας μια ιδιαίτερη αισθητική πρόταση.
Θέλω όμως να κάνω κάποιες παρατηρήσεις. Νομίζω πως θα έπρεπε να περιοριστεί η συχνότητα εμφάνισης του ανθρώπου που παίρνει τη συνέντευξη. Επίσης σε ένα-δυο σημεία, θα μπορούσαν οι μονόλογοι των συνεντευξιαζόμενων να εμπλουτιστούν με εικόνα. Τέλος, παρατήρησα κάποια προβλήματα στο μοντάζ τα οποία, ελπίζω, ο μοντέρ να τα διορθώσει. Βέβαια, οι παρατηρήσεις αυτές δεν επηρεάζουν αρνητικά το όλο εγχείρημα, στο οποίο υπερτερούν τα θετικά.
Ο Γιάννης Φραγκούλης κατάφερε να δώσει ένα, σε βάθος, πορτρέτο του Σώτου Ζαχαριάδη, τόσο του έργου του, όσο και του ανθρώπου, εντάσσοντάς τον μέσα στην καθημερινότητα. Μας κάνει κοινωνούς των πολύπλευρων δράσεών του, όχι μόνον στον χώρο της δημιουργίας.