Ξηλώνεται σιγά-σιγά ότι είχε χτίσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ κατά τη θητεία της και κυρίως ξηλώνεται ό,τι έχει να κάνει με πολιτικές που ενίσχυαν τη συμμετοχή των πολιτών, της αυτοδιοίκησης και εν πάση περιπτώσει ό,τι είχε κοινωνικό χαρακτήρα. Μία από αυτές τις περιπτώσεις αφορά και τις ενεργειακές κοινότητες. Ενεργειακές κοινότητες είναι τοπικοί αστικοί συνεταιρισμοί αποκλειστικού σκοπού, μέσω των οποίων πρωτίστως οι πολίτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, μπορούν να δραστηριοποιηθούν στον ενεργειακό τομέα, αξιοποιώντας τις καθαρές πηγές ενέργειας. Το θεσμικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση προέβλεπε ότι στόχος ήταν η ενίσχυση όχι μόνο των ατομικών ή οικογενειακών εισοδημάτων, αλλά και της τοπικής επιχειρηματικότητας, της αλληλέγγυας οικονομίας και της προώθησης της ενεργειακής δημοκρατίας. Όταν λέμε ενεργειακή δημοκρατία, εννοούμε την ενεργό συμμετοχή των πολιτών, της τοπικής αυτοδιοίκησης, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στην παραγωγή ενέργειας. Ήταν ουσιαστικά μια προσπάθεια να πάψει η παραγωγή ενέργειας να είναι μόνο υπόθεση για τις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά να υπάρξει και κοινωνική παρέμβαση. Η μετάβαση από τις βρώμικες μορφές ενέργειας (πετρέλαιο, λιγνίτη κλπ) να γίνει και με τη συμμετοχή κοινωνικών φορέων και πολιτών, έτσι ώστε να προωθηθεί η αλληλέγγυα οικονομία, να αντιμετωπιστεί η ενεργειακή φτώχεια, να ενισχύσουν την αυτοπαραγωγή και την ενεργειακή οικονομία.
Τι έχει γίνει, όμως, μέχρι τώρα στον τομέα αυτό; Όπως προκύπτει από μία έρευνα που έγινε από την Electra Energy Cooperative, σε συνεργασία με την ερευνητική ομάδα SmartRue του τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, εκ μέρους του ελληνικού γραφείου της Greenpeace, με τη στήριξη του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για το Κλίμα, αυτά που καταγράφηκαν ήταν τα εξής:
Το προφίλ των ενεργειακών κοινοτήτων
Βρέθηκαν καταγεγραμμένες 409 ενεργειακές κοινότητες σε όλη την Ελλάδα, με τις περισσότερες στην κεντρική Μακεδονία. Η μεγάλη πλειοψηφία των μελών που απαρτίζουν τις ενεργειακές κοινότητες, πάνω από 75%, είναι από δέκα έως είκοσι μέλη.
Οι περισσότερες ενεργειακές κοινότητες έχουν συνεργατικό κεφάλαιο χαμηλότερο των 10.000 ευρώ, το 35% έχει συνεργατικό κεφάλαιο 10.000-100.000 ευρώ και το 4% πάνω από 100.000 ευρώ.
Υπάρχει πολύ έντονο ενδιαφέρον από τα μέλη (84%) να προσφέρουν υπηρεσίες στην κοινότητά τους (π.χ. ενημέρωση κοινότητας σχετικά με την ανανεώσιμη ενέργεια, εκπαιδεύσεις για ενεργειακή αυτονομία κ.α.). Η ενέργεια που προτιμάται, είναι η ηλιακή. Το 93% των ενεργειακών κοινοτήτων έχουν λιγότερο από 2 γυναίκες στο διοικητικό τους συμβούλιο.
Φαίνεται ότι, μετά την εισαγωγή του σχετικού νομικού πλαισίου, οι Ενεργειακές Κοινότητες έχουν γίνει δημοφιλείς κι έχουν επίσης καταφέρει να προσελκύσουν σημαντικό αριθμό συμμετεχόντων. Ωστόσο, η πραγματοποίηση και η λειτουργοποίηση των έργων φαίνεται ότι είναι περιορισμένη.
Παρόλο που τα μέλη των ενεργειακών κοινοτήτων φαίνεται να εκτιμούν τη συλλογική δράση και την ευαισθητοποίηση πάνω στα περιβαλλοντικά ζητήματα, ο πιο αποφασιστικός παράγοντας για συμμετοχή είναι η οικονομική επένδυση. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ενεργειακές κοινότητες περιορίζονται στην κερδοφορία. Η παρουσία και η ανάπτυξή τους μπορεί να έχει θετική επίδραση στην αποδοχή των ΑΠΕ από τις τοπικές κοινότητες. Μπορεί επίσης να αυξήσει τις ευκαιρίες για ευρύτερη συμμετοχή στην ενεργειακή μετάβαση μέσω συλλογικής, αντί για ατομικής, διαχείρισης των κοινών πόρων. Η ενσωμάτωση των ενεργειακών κοινοτήτων μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία νέων οικονομικών μηχανισμών. Καθώς όλο και περισσότερες αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους, τα οικονομικά εργαλεία θα διαφοροποιούνται αναλόγως, προσφέροντας εξατομικευμένες και πιο προηγμένες λύσεις, που είναι καταλληλότερες για τον τομέα συνολικά.
Τα εμπόδια
Τέλος η έκθεση αναφέρεται στα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανάπτυξη των ενεργειακών κοινοτήτων στη χώρα μας. Έλλειψη χρηματοδότησης, αχρείαστες γραφειοκρατικές διαδικασίες, ελλιπές θεσμικό πλαίσιο είναι μερικά από τα προβλήματα που αναφέρονται στην έκθεση. Το κυριότερο, όμως, είναι η αλλαγή του θεσμικού πλαισίου με το νέο νόμο 4759/2020 (Άρθρο 160, παρ.) του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με τον οποίο υποχρεώνονται, όλες ανεξαιρέτως οι ενεργειακές κοινότητες, από το 2022 να ανταγωνίζονται ιδιώτες επενδυτές σε μειοδοτικές προσφορές για την εξασφάλιση λειτουργικής ενίσχυσης των έργων ΑΠΕ. Η εξέλιξη αυτή καταργεί το διαχωρισμό μεταξύ ενεργειακών κοινοτήτων και ιδιωτών επενδυτών. Με δεδομένο ότι είναι πρακτικά αδύνατο οι ενεργειακές κοινότητες να ανταγωνιστούν με ίσους όρους τους ιδιώτες επενδυτές στις αγορές, η ρύθμιση ουσιαστικά καταργεί κάθε κίνητρο για σύστασή τους από πολίτες και ΟΤΑ από τη νέα χρονιά. Εξίσου σημαντικό είναι ότι αυτό αντιτάσσεται στο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, το οποίο προσδιορίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των κοινοτήτων, αναγνωρίζει το κοινωνικό και αναπτυξιακό τους όφελος και απαιτεί την προστασία του αναφαίρετου δικαιώματος της συμμετοχής των πολιτών στις ενεργειακές αγορές.
Η Νέα Δημοκρατία δεν έκρυψε ποτέ την απέχθειά της για ό,τι δημόσιο και κοινωνικό, όσο και αν -υποχρεωμένη κάτω από την πίεση της περιρρέουσας κατάστασης- προσποιείται σήμερα για τη δημόσια υγεία. Αυτό κάνει και με τον παραπάνω νόμο. Με αφορμή ότι μεταξύ των ενεργειακών κοινοτήτων υπάρχουν κάποιοι ιδιώτες που θέλουν να αποφύγουν τον ανταγωνισμό, αντί να θεσμοθετήσει με διαφάνεια και να ξεκαθαρίσει τις ενεργειακές κοινότητες από τους ιδιώτες, οδηγεί αυτό το νέο θεσμό σε μαρασμό και απαξίωση υπέρ των μεγάλου κεφαλαίου.
Έχει ενδιαφέρον, όμως, να δούμε πώς ακριβώς γίνεται η διαδικασία. Υπενθυμίζεται ότι όταν επρόκειτο να ξηλωθεί το μονοπώλιο της ΔΕΗ και να ιδιωτικοποιηθεί ο τομέας της ενέργειας, είχε επιλεγεί η χρηματοδότηση του ανταγωνισμού. Επέβαλαν, δηλαδή, στη ΔΕΗ να πουλήσει ρεύμα κάτω από το κόστος, έτσι ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά προς τη ΔΕΗ. Με αυτό τον τρόπο, ο ανταγωνισμός απέναντι στη ΔΕΗ έγινε με τη δική της ενέργεια. Σιγά-σιγά παρέδωσε τους πελάτες της στον ανταγωνισμό. Στην προκειμένη περίπτωση γίνεται ακριβώς το αντίθετο. Βγάζει από τη μέση τον κοινωνικό τομέα, την αυτοδιοίκηση και παραδίδει την ενέργεια ξανά στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Εάν αυτό το άρθρο δεν αποσυρθεί, τότε δεν υπάρχει καμία προοπτική για το θεσμό.