Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Το σημαντικότερο ελαφρυντικό για τους ενήλικες είναι ότι κάποτε υπήρξαν νέοι. Αν δεν υπήρξαν, έχουν στερηθεί το σημαντικότερο πλεονέκτημα της ζωής τους. Γιατί το χαρακτηριστικό του νέου ανθρώπου στις κοινωνίες μας είναι ότι σε μεγάλο βαθμό, ανεξάρτητα από την κοινωνική καταγωγή τους, νιώθουν άβολα στον κόσμο που τους έχουν φέρει. Και αυθόρμητα έχουν την τάση να θέλουν να τον αλλάξουν.
Ένα πλεονέκτημα που καταστέλλεται
Γενικά στις σύγχρονες κοινωνίες, αντί το χαρακτηριστικό αυτό να αξιοποιηθεί ως πλεονέκτημα και να διοχετευτεί ο δυναμισμός τους σε μια έλλογη και σχεδιασμένη διαδικασία αλλαγής της κοινωνίας, αντιμετωπίζεται σαν αρνητικό ζήτημα, που χρειάζεται καταστολή.
Οι μεγαλύτεροι, για να καλύψουν αυτή τη στρέβλωση, μιλούν γι’ αυτούς σαν να αποτελούν το μέλλον του τόπου, εννοώντας στην πραγματικότητα ότι θα είναι ικανοί να αλλάξουν τον κόσμο, αν θέλουν, όταν μεγαλώσουν. Και ελπίζοντας ότι η διαδικασία ένταξής τους στην κοινωνία δεν θα διαρκέσει πολύ και θα καταλήξει σύντομα σε μια λίγο - πολύ μόνιμη και προκαθορισμένη θέση στον αμετάβλητο κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, σε ένα δεδομένο πλαίσιο κοινωνικών θέσεων και σχέσεων.
Το βασικό σφάλμα σύλληψης σ’ αυτό το σχήμα είναι ότι οι κάθε φορά νέοι δεν αποτελούν το «μέλλον του τόπου», είναι δυναμικό τμήμα του κοινωνικού παρόντος. Στο παρόν διεκδικούν αποφασιστικό ρόλο, συμμετοχή στη διαμόρφωσή του και, μέσα από αυτή, στη συνδιαμόρφωση του μέλλοντος όλων μας και όχι μόνο του δικού τους. Η επίδρασή τους είναι συγχρονική και όχι προκαταβολή ή υπόσχεση ενός μελλοντικού δικαιώματος. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι που τους φέρνει συχνά σε ένα συντονισμό με τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις εκείνες, που έχουν ανάλογους διακηρυγμένους στόχους.
Συνείδηση της ιδιαιτερότητας
Κατ’ αναλογία με ό,τι συμβαίνει και με τις κοινωνικές τάξεις, οι νέοι, για να επιδράσουν στο παρόν και στο μέλλον τους ως δύναμη κοινωνικής αλλαγής, χρειάζεται να αποκτήσουν συνείδηση της ιδιαιτερότητάς τους ως κοινωνική κατηγορία, που μετέχει στον παρόντα και όχι σε κάποιο μέλλοντα κοινωνικό ανταγωνισμό και συσχετισμό.
Αυτά περιληπτικά υποστηρίζαμε ως ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος, σε μια εποχή που οι νεολαιίστικες οργανώσεις αντιλαμβάνονταν το ρόλο τους σχεδόν αποκλειστικά σαν θυγατρικές οργανώσεις του μητρικού κόμματος. Και δεν επρόκειτο για μια εντελώς θεωρητική διαφορά. Ούτε για μια διαφορά εσωτερικού χαρακτήρα, που αφορούσε τον τρόπο συγκρότησης των πολιτικών οργανώσεων νεολαίας. Ήταν μια ουσιαστική και θεμελιώδης διαφορά για τη συνείδηση που θέλαμε να καλλιεργήσουμε στο σύνολο της νεολαίας ως προς τον ιδιαίτερο ρόλο της στην παρούσα κοινωνική πραγματικότητα, που δεν ανταλλάσσεται με την προετοιμασία για ένα μελλοντικό ρόλο, η οποία στην πραγματικότητα αφορά μόνο ένα τμήμα των πολιτικοποιημένων νέων, που έχουν λίγο πολύ κατασταλάξει ιδεολογικά.
Καταχρώμενος το πλεονέκτημα ότι υπήρξα νέος, τολμώ να υποθέσω πως ένας από τους βασικούς λόγους που σήμερα και τα κινήματα της νεολαίας και οι πολιτικές οργανώσεις της δεν ευημερούν, ενώ αντίθετα πιο ελευθεριακά και αδέσμευτα σχήματα ασκούν μεγαλύτερη έλξη στους νέους, είναι η έλλειψη της καλλιέργειας μιας τέτοιας συνείδησης στο σύνολο της νεολαίας, αλλά και η ανάληψη της ευθύνης για την καλλιέργειά της από πολιτικές οργανώσεις νεολαίας και από τους θεσμικούς εκπροσώπους των κινημάτων της.
Νέα γενιά σε νέα κοινωνία
Το αποτέλεσμα είναι ότι τα ζητήματα που κυρίως αναδεικνύονται στο πεδίο ενδιαφερόντων της νεολαίας, είναι υπαρκτά μεν ζητήματα, συνήθως εκπαίδευσης, επαγγελματικής κατάρτισης, νεανικής εργασίας και δημοκρατίας, τα οποία, όμως, διατυπώνονται ως ζητήματα από τις πολιτικές δυνάμεις και διεκπεραιώνονται πολιτικά από αυτές, χωρίς να επιχειρείται να διατυπωθεί με πρωτοβουλία των ίδιων των οργανώσεων των νέων ένα αγωνιστικό πρόγραμμα της νέας γενιάς, να συνοψιστούν και να συναιρεθούν οι διεκδικήσεις και τα δικαιώματα των νέων σε ένα μανιφέστο της νέας γενιάς για την αλλαγή του παρόντος της, που διασφαλίζει και την αποτελεσματική διεκδίκηση του μέλλοντός της.
Μια τέτοια στροφή δεν θα ήταν χωρίς συνέπειες. Θα ωθούσε τα κινήματα των νέων να αποκτήσουν μονιμότερη προοπτική και δική τους επεξεργασμένη στρατηγική, και επομένως μεγαλύτερη αυτονομία, συνέχεια και ελκτικότητα. Δηλαδή, θα τους έδινε τη δυνατότητα να αποκτήσουν μια νέα δυναμική, που έρχεται από το δικό της δρόμο να ενισχύσει τη συνολική κοινωνική δυναμική, αντί να αρκείται στην παρακολούθησή της, στην καλύτερη περίπτωση. Θα ενίσχυε μια αίσθηση αυτοδυναμίας, που απομακρύνει την υπαγωγή σε εξωγενείς προτεραιότητες, χωρίς να αποκόψει κάθε κίνηση στο χώρο της νεολαίας από το γενικότερο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Αντίθετα, θα ενίσχυε και το αίσθημα ευθύνης και την ανάγκη συμμετοχής σε συλλογικές διαδικασίες.
Με αυτή την έλλειψη παρούσα και χαρακτηριστική, οι νέοι δεν μπορούν παρά να περιοριστούν σε έναν χρήσιμο μεν, αλλά συμπληρωματικό και παράπλευρο ρόλο, που δεν μπορεί να ικανοποιήσει το κύριο χαρακτηριστικό κάθε νέου που δεν γέρασε πρόωρα, την αυθόρμητη διάθεσή του να αλλάξει τη ζωή του αλλάζοντας τον κόσμο ή να αλλάξει τον κόσμο αλλάζοντας και η ζωή του, πριν τον καταναγκάσει, πιθανόν, η ζωή που του ετοίμασαν σ’ έναν πραγματισμό χωρίς όνειρα.