Πώς είναι η ζωή μια ανάπηρης νέας, με ρώτησαν. Και τι να πω; Ότι είναι μια χαρά; Όχι υπέροχη, όχι κι απαίσια, όπως η ζωή όλων; Δεν θα το πω αυτό, γιατί ο αγαπητός αναγνώστης θέλει να συγκινηθεί. Και τον αγαπητό αναγνώστη φωτιά να πέσει να με κάψει, αν μπορώ ποτέ να του χαλάσω το χατίρι.
Εκείνο το πρωί που ξύπνησα τυφλή και παράλυτη στο Γεννηματάς, η ζωή μου άλλαξε για πάντα, αυτή είναι μία πραγματικότητα. Κι ούτε που μου αρέσει ότι έκτοτε παίρνω κάθε μέρα φάρμακα κι ούτε και μου άρεσε ο Γολγοθάς που πέρασα να περπατήσω ξανά κι ούτε και μου αρέσει όταν προχωρώ στην κακοτράχαλη Αθήνα και πέφτω στα χυδαία πεζοδρόμια. Αλλά το ίδιο πρόβλημα θα είχα κι αν ήμουν νέα μητέρα. Ή ηλικιωμένη.
Η υπόθεση της αναπηρίας δεν είναι μια συνθήκη ειδυλλιακή, φωτιά να πέσει να με κάψει, αν το πω ποτέ. Όταν με ρωτούσαν τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω, δεν απαντούσα ότι θέλω να γίνω ανάπηρη. Καλόγρια ήθελα να γίνω. Επειδή μου έκανε εντύπωση το ράσο, μετά μου είπαν ότι θα είμαι κλεισμένη στο ίδιο μέρος και άλλαξα γνώμη. Αλλά ήρθε η χρόνια νόσος μαζί με την πανδημία και τελικά το παιδικό μου όνειρο γύρισε και με δάγκωσε εις τον πωπόν.
Αλλά κοιτάξτε κάτι: αρρώστησα με μια πολύ επιθετική και σπάνια μορφή σκλήρυνσης κατά πλάκας πριν τρία χρόνια. Αυτά τα τρία χρόνια, μιας και με άρπαξε γερά η καλορίζικη η νόσος, είμαι ανάπηρη κι είμαι και νέα. Αν άλλαξε η ζωή μου; Τραγικά. Τραγικά, όμως, όπως λέμε ριζικά, όχι όπως λέμε «Μάρθα Βούρτση».
Διατεθειμένοι για πάλη
Κι αν από το δεξί μου μάτι κάηκε το οπτικό νεύρο, τα πράγματα τα είδα πιο καθαρά. Είναι σπουδαία νίκη του εαυτού να κρατιέσαι στο ηθικό σου ύψος, όταν καλείσαι να ζήσεις αυτά που υπερασπίζεσαι. Κι έτσι, η Αριστερά με γλίτωσε από τη μιζέρια. Βλέπετε, όταν ολόκληρη ζωή υπερασπίζεσαι την ισότητα και την ορατότητα για όλους, όταν πια βρίσκεσαι να χάνεις τη δική σου -γιατί η κοινωνία είναι άτιμη και κακούργα- είτε θα «χαθείς» στην εσωστρέφειά σου, είτε θα κληθείς να υπερασπιστείς ακόμα πιο δυνατά όσα πίστευες ως υγιής στην προηγούμενη περίοδο της ζωής σου.
Ίσως αυτό να είναι κάτι που μπορούμε να πούμε πως είμαστε οι νέοι ανάπηροι. Πιο διατεθειμένοι να παλέψουμε. Αλλά ούτε αυτό το ξέρω με σιγουριά.
Πώς είναι να είσαι νέος ανάπηρος... Ξέρω κι εγώ; Έχεις ακόμα δυνατές ορμόνες και ερωτεύεσαι πιο εύκολα, κάνεις όνειρα πιο μη ρεαλιστικά, ασχολείσαι με τα άγχη της κρίσης των 30 (Ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου, δουλειά, οικογένεια ίσως. Κι αν ναι, πότε; Κι αν δεν θες, μήπως πάει κάτι στραβά με εσένα;). Τσακώνεσαι με την κολλητή σου και της το κλείνεις στα μούτρα. Σε προσέχουν περισσότερο, αυτή είναι μία πραγματικότητα. Ας πούμε, οι καλοί φίλοι θα διαλέξουν δραστηριότητες που να συμπεριλαμβάνουν κι εσένα. Δεν θα πάμε σε μέρη που δεν είναι προσβάσιμα, ούτε για πεζοπορία.
Και μετά θυμώνεις, γιατί ο κόσμος είναι χάλια και είσαι, ξαφνικά, ανάπηρος, ακριβώς επειδή ο κόσμος είναι χάλια. Επειδή σε λυπάται ή σε υποτιμά ή επειδή έχει χάλια πεζοδρόμια. Ή επειδή αναρωτιέται «πώς είναι να είσαι νέα και ανάπηρη».
Η ζωή στα μέτρα μας
Η ζωή έρχεται και σε βρίσκει και μετά την φέρνεις στα μέτρα σου. Ναι, από τότε που αρρώστησα δεν βγαίνω όπως πριν, δεν πίνω όπως πριν, έχω πολλά νοσοκομεία, οι πόνοι είναι αφόρητοι -αλλά αφόρητος είναι και ο καπιταλισμός, στην τελική. Εξάλλου, στα 30 μου, η ζωή μου θα μπορούσε κάλλιστα να έχει τους ακριβώς ίδιους περιορισμούς και τις ίδιες ανάγκες (πχ ένα σπίτι που να είναι πολύ καλύτερα εξοπλισμένο, κοντά σε νοσοκομεία και με εύκολη πρόσβαση στο δρόμο) αν ήμουν νέα μαμά. Αν αντί για την σκλήρυνση, με κρατούσε σπίτι το παιδί μου.
Εδώ έρχεται ένα βασικό ζήτημα: είμαι ανάπηρη επειδή με κάνετε να σκέφτομαι πως περιορίζομαι επειδή είμαι ανάπηρη. Στην πραγματικότητα περιορίζομαι επειδή η πόλη μου με θεωρεί αόρατη κι επειδή οι υγιείς με ρωτούν «πώς είναι». Ειλικρινά; Είναι πολύ δύσκολο. Να εξηγήσω, λοιπόν, ότι οι νέοι καιροί φέρνουν νέα καθήκοντα κι ότι όσο πιο σοβαρή γίνεται η κατάσταση, τόσο πιο συρρικνωμένη είναι η γκρίνια, δεν έχεις αντοχές να γίνεις μίζερος κι εξάλλου, ήδη λαμβάνεις μία προσοχή που ποτέ δεν ζήτησες. Να μας λείπει η... «συμπόνια». Όταν εγώ λέω πως είμαι ανάπηρη, το λέω επειδή διεκδικώ τα δικαιώματα που μου αρμόζουν. Όταν με σκέφτεστε εσείς ως ανάπηρη, σκέφτεστε μια ζωή που καταστράφηκε.
Καμία καταστροφή, καμία μιζέρια
Αλλά δεν έχει καταστραφεί η ζωή μου. Ακόμα ερωτεύομαι, μεθάω ενίοτε, έχω τις μαύρες μου, τσακώνομαι με την κολλητή μου και θέλω κάποτε να γράψω ένα κείμενο που θα αλλάξει τον κόσμο. Επίσης, μαγειρεύω, έχω τρεις γάτους, εκνευρίζομαι με τη μαμά μου, που με ρωτάει αν τρώω και αφήνω τον μπαμπά μου να πιστεύει ότι δεν καταλαβαίνω πως προσποιείται τον κουλ τύπο, ενώ στην πραγματικότητα θέλει να δει εγγόνια.
Ξέρετε τι είναι πραγματικά δύσκολο; Να είσαι ανάπηρη στην πανδημία. Να μην μπορείς να εξυπηρετηθείς, γιατί κανένας δεν έχει προβλέψει ότι είσαι κι εσύ πολίτης, είσαι κι εσύ άνθρωπος. Αυτό είναι πραγματικά δύσκολο. Το ότι δεν μπορώ να πάω στο νοσοκομείο, ότι δεν χωράω πια στο κεντρικό αφήγημα που αποκαλεί τον κόσμο «συμπολίτες μου», γιατί εγώ γι’ αυτούς είμαι ένα ευγονικό λάθος -έτσι μετράνε τους ανθρώπους, πόσο παράγουν και πόσο κοστίζω. Κοστίζω περισσότερο απ’ όσο παράγω κι αυτό, ακριβώς αυτό, με καθιστά ανάπηρη γι’ αυτήν την κοινωνία. Κι αυτό με καθιστά μόνη, με κλείνει σπίτι και αλλάζει τη ζωή μου.
Ωστόσο, αν με ρωτάτε μην και είμαι περισσότερο ανάπηρη απ’ όσο είμαι νέα, με νεανική αυθάδεια θα σας πω ότι δυστυχώς πέρασα την ηλικία που θα μπορούσα να πω ότι «σας γαμώ τα λύκεια». Ευτυχώς, όμως, πιστεύω ακόμα ότι μπορώ, μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Αν μη τι άλλο, θα είμαι πάντα περισσότερο η Όλγα, παρά η ανάπηρη. Και η Όλγα αυτής της περιόδου έχει στο μυαλό της εξεγέρσεις κι όχι χάπια, ορούς, αίματα και θεραπείες.