Πράγματι, φαντάζει αδύνατη. Ίσως, ακόμα περισσότερο, είναι αχρείαστη. Και ακόμα χειρότερα μοιάζει ολοκληρωτική η δημιουργία μιας ολιγαρχίας αντιπροσώπων «για το καλό μας». Κανένα φαντασιακό αντιπροσώπευσης δεν συνεπαίρνει τις καρδιές, αλλά κι αυτό ευφημισμός είναι: στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρει παρά ελάχιστους, συνήθως εκείνους που θα ήθελαν να αντιπροσωπεύουν.
Η κρίση του κομματικού φαινομένου, του συνδικαλισμού, της αντιπροσώπευσης και της πολιτικής συμμετοχής είναι γνωστά θέματα, κάπως σκονισμένα πλέον, σαν να έχουν πολυκαιρίσει. Αρκεί απλώς η αναφορά σε αυτά, για να γλιτώσουμε από την ανάγκη αναγνώρισης των διαδικασιών που τα προκαλούν; Η απάντηση στην κρίση του πολιτικού εδράζεται σε σημεία που φαντάζουν εκτός αυτού.
Ένας κόσμος ανεστραμμένος, σχάσης της σχέσης του σημαίνοντος και του σημαινόμενου αναδύεται διαρκώς και είτε τον επιτελούμε, είτε περνάει μπροστά από τα μάτια μας, αρνούμαστε να τον αποσυσκευάσουμε στα συστατικά του χαρακτηριστικά για χάρη των τετριμμένων, νυσταλέων λόγων αυτού που συνηθίσαμε να ονομάζουμε πολιτικό.
Η «ευτυχιοκρατία» και αισθητικοποίηση των πάντων
Έτσι, ενώ μας διαβεβαιώνουν πως το συγκαιρινό επιδοσιακό υποκείμενο που είμαστε όλοι, όλα μπορεί να τα καταφέρει (να είναι γυναίκα, μορφωμένη, εργαζόμενη, μάνα, πολιτικοποιημένη, με φίλους, ταξιδιάρα), εντούτοις καταλήγει να παθαίνει burn out και κρίσεις πανικού. Έτσι, τα infographics που προτρέπουν σε έναν υγιεινό τρόπο ζωής και διατροφής, οι διαφημίσεις για superfoods, personal trainers, αναβολικά κομψά πλασαρισμένα, αντιστοιχίζονται περισσότερο με μια υγειονολογική και διαφημιστική ακτινοβολία, μια σκοπιμότητα χωρίς σκοπό, που φαρμακώνει τις ψυχές με αυτο-body shaming και διατροφικές διαταραχές. Έτσι, η «ευτυχιοκρατία» της Θετικής Ψυχολογίας και του life couching θέλει να ξεχάσουμε τις ζωογόνες εξεγέρσεις του Αρνητικού, την εμμενή υπόνοια πως δεν είμαστε κύριοι τη μοίρας μας, ούτε και θα μπορούσαμε έτσι όπως είναι ο κόσμος. Έτσι, η αισθητικοποίηση των πάντων και άρα και της ασημαντότητας, το ανιαρό κι ωστόσο διαρκές, νευρωτικό scrolling στις άπειρες εικόνες, αντί να πλουτίζει, εκκενώνει, φαντάζει σαν νομιμοποιημένη απόδραση από το πραγματικό. Τα ανοιχτά tabs που δίνουν και παίρνουν πληροφορίες, η βουλιμία ειδησεογραφικής/αθλητικής/αισθητικής ενημέρωσης -αυτή η ανημπόρια αποστασιοποίησης- αντί να καταλαγιάζει, τελικά επιδεινώνει την αβεβαιότητα. Ο θάνατος του θεού του Νίτσε νομιμοποιεί το γελοιωδώς μαγικό: τα ζώδια και οι ενέργειες είναι η νέα θρησκεία, έστω και για πλάκα. Η περισσότερη παραγωγή πολιτικής γνώμης από ποτέ στη δημόσια σφαίρα, έπειτα από την έκρηξη των social media, όχι απλώς δεν ενδυναμώνει τη δημοκρατία, αλλά παραταξιοποιεί, πολώνει χυδαία και επικίνδυνα, βαλκανοποιεί τις γνώμες.
Αλλά και αλλιώς. Η επωδός -εν είδη μωσαϊκού νόμου- για αυτοπραγμάτωση και ταυτόχρονα για ενδοσκόπηση -και αίτιο και αιτιατό το ένα του άλλου- η άνοδος της θεραπευτικής κουλτούρας και της αυτοβοήθειας, δημιουργούν αρκετή από τη δυστυχία που υποτίθεται ότι θεραπεύουν. Η περισσότερη δυνατότητα για εναλλαγή δραστηριοτήτων, εμπειριών, σεξουαλικών συντρόφων, τρόπων ζωής, η εύκολα άμεση πραγμάτωσή τους δεν μοιάζουν σαν μεγάλες, σαν εκλεκτικές παρορμήσεις, παρά γίνονται βάσανο, «καθήκον υπεραπόλαυσης», γίνονται FOMO (fear of missing out, φόβος δηλαδή ότι μένω στην απ’ έξω), απαξιώσεις ανθρώπων και καταστάσεων, διασπάσεις προσοχής. Οι διαχρονικοί αγώνες για καθολική και δωρεάν μόρφωση των πληθυσμών, η υλοποίησή τους στις δυτικές τουλάχιστον κοινωνίες, τα χιλιάδες μεταπτυχιακά και διδακτορικά μας δεν εμβάθυναν τη δημοκρατία, δεν δημιούργησαν πολίτες με κριτική, διεκδικητική σκευή, παρά -συχνά- χάπατα των fake news ή συνωμοσιολόγους. Η βιωματική τομή της μεταμοντέρνας συνθήκης φουντώνει τους κάποτε κατασιγασμένους ναρκισσισμούς, έτσι που η δίψα για αναγνώριση από τους Άλλους φτιάχνει περιφρόνηση, χειραγώγηση των Άλλων, έτσι που ο φόβος για τα γηρατειά ή το θάνατο παράγει ρηχές συναισθηματικές σχέσεις και πείνα για συγκίνηση, για γέμισμα του κενού που μόνο βαθαίνει. Η αναεγκαθίδρυση παμπάλαιων ανισοτήτων, της τάξης, της φυλής, το φύλου, της μόρφωσης ανταμώνει με νέες ή αδιόρατες τέτοιες, των διασυνδέσεων, των εξωλεκτικών επικοινωνιακών χαρισμάτων, της δυνατότητας υγειούς ζωής, της ψηφιακότητας, της στοργής. Ο φοβερός αυτός παροντισμός -δεν υπάρχει παρελθόν, δεν υπάρχει μέλλον, «ζήσε το τώρα», όπως λένε όλες οι διαφημίσεις- νοηματοδοτεί α-ιστορικά, δηλαδή απονοηματοδοτεί το άπαν σύμπαν, παράγει υποκείμενα χωρίς έγνοιες για γνώση του ιστορικού, χωρίς φροντίδα για το κοινά μοιρασμένο μετά, υποκείμενα που με εστέτ ειρωνεία κοιτούν αισθαντικά τις καταστροφές να έρχονται ή, χειρότερα, ήδη να συμβαίνουν. Η κατασκοπευτική, αλγοριθμική βαθμονόμηση των επιθυμιών μας ελεύθερα κι απλόχερα αποδίδεται από εμάς σε εκείνους που κερδίζουν από υλοποιήσεις των επιθυμιών μας κι από τις ανακατευθύνσεις τους. Δεν είμαστε δα στις κοινωνίες της πειθαρχίας, είμαστε στις κοινωνίες του ελέγχου και του αυτο-ελέγχου, δεν είμαστε δα στις κοινωνίες της εκμετάλλευσης, περάσαμε το ποτάμι και πλέον αυτοεκμεταλλευόμαστε τον εαυτό μας, πουλώντας μας απλά με hashtags, φαντάζει πιο γλυκό κι ας είναι πιο σκληρό.
Καμωνόμαστε τις κινηματογραφικές, βαριεστημένες παρουσίες στον κόσμο που έχουν αίσθηση της έλλειψης, της μη αυθεντικότητας, του άδικου και με καρδιές γεμάτες αληθινούς και φανταστικούς πόνους καπνίζουν άλλη μια τζούρα, περιμένοντας ποιος ξέρει τι, ποιος ξέρει ποιον -δυστυχώς τίποτα, ή μάλλον άλλη μια πρέζα συναισθήματος μέχρι την επόμενη.
Ποιος κόσμος έρχεται;
Δεν μοιάζουν αυτά σαν κατασταλάγματα της κοινωνικής ψυχολογίας; Όντως, κι ωστόσο όχι μόνο. Είναι πολιτικά γιατί αφορούν το φαντασιακό, είναι ψυχοκοινωνικά φαινόμενα που συνιστούν διαρκώς διογκούμενα πολιτικά μεγέθη, είναι η τροπικότητα του καπιταλισμού των ημερών μας και οι ανθρωπολογικοί τύποι που παράγει. Είναι, εντέλει, αναγκαίες οικονομικές ροές για την επιτάχυνση της κίνησης του κεφαλαίου: συναισθηματικός καπιταλισμός, οικονομία της προσοχής, web 3.0, 4η βιομηχανική επανάσταση, λουδικός καπιταλισμός, αλγοριθμική οργάνωση των σημασιών, είναι όλα εκφάνσεις ενός ασθμαίνοντος, λαχανιασμένου συστήματος, που αν σταματήσει θα πεθάνει και για να κρατήσει το ρυθμό που πρέπει, επεκτείνεται στο ασυνείδητο όσο ποτέ πριν. Το πέρασμα από την παραγωγή στην κατανάλωση, από τη συσσώρευση στη χρέωση, από την ανταλλακτική αξία στη σημειακή, από το εδαφικοποιημένο κεφάλαιο στη χρηματιστική, άϋλη εκτόξευσή του, από την πολιτική στην επικοινωνία, από την τυπική δημοκρατία στη μεταδημοκρατία, είναι μακρόσυρτες διαδικασίες αναγκαίες για τους από πάνω, πνιγηρές για τους υπόλοιπους.
«Να ξεκινήσουμε από τις συνέπειες που έχει για τους ανθρώπους το γεγονός ότι οι σχέσεις τους με την παραγωγή έχουν ανασταλεί και αδυνατούν πλέον να ελέγξουν την παραγωγική διαδικασία. Κι αυτό ακριβώς είναι ανικανότητα, νεκρικό πέπλο στη ψυχή[…] βαθμιαία απώλεια του ενδιαφέροντος για τον εαυτό σου και τον έξω κόσμο […] ότι ο Φρόιντ περιγράφει ως πένθος […] και αυτό άλλο δεν σημαίνει από καταναλωτισμό ως αντιστάθμισμα οικονομικής ανέχειας […] απόλυτη έλλειψη πολιτικής ισχύος». Αυτός είναι ο καμβάς που έχουμε στη διάθεσή μας, για να δούμε την αντιπροσώπευση των νέων ανθρώπων και συνδέονται απολύτως με τις αντιφάσεις που επιγραμματικά παρατέθηκαν πριν.
Κι αν φαίνεται να προσδιορίζουν ένα ζοφερό μέλλον κυριαρχίας των τεχνοκρατών ή των δήθεν άριστων στην πολιτική σαν απαράβατη αναγκαιότητα, την ίδια την πολιτική σαν παιχνίδι πουλημένο, των μηχανορραφιών, που κάνει τους νέους να μη θέλουν να παίξουν με αυτό, τα πράγματα δεν είναι μόνο έτσι. Γνωρίζουμε πως κανένα σύστημα -όσο και να το θέλει- δεν μπορεί ποτέ να υφάνει καθολικές κοινωνικές συρραφές και, αφετέρου, οι εξαρθρώσεις των τρόπων ζωής που προκαλεί ο ύστερος -ας τον πούμε έτσι- καπιταλισμός, δεν προκαλούν μόνο πόνο, αλλά δημιουργούν νέες δυνατότητες για το ιστορικό πράττειν. Νέοι δρόμοι ανοίχτηκαν ως αντιστάσεις, σαν παραδείγματα μιας άλλης ζωής, με τη μεθοδολογία αντίστροφων αντικατοπτρισμών: ό,τι κάνετε εσείς, εμείς το κάνουμε αντίθετα.
Έτσι, η αφήγηση, το παραμύθι του τι είναι ο κόσμος μας από τις δυνάμεις του κεφαλαίου, δημιούργησε χιλιάδες αντίρροπες αφηγήσεις, μεγάλες και μικρότερες. Το υποτιθέμενο οικονομικό σφρίγος που φέρει η παγκοσμιοποίηση, έγινε αντιαφήγηση εναντίον της από τα βουνά του Νοτιοανατολικού Μεξικού προς όλο τον κόσμο. Οι Ζαπατίστας απάντησαν με ένα ευθυτενές, κομμουνιστικό «όλα για όλους, τίποτα για εμάς», σαν οδηγό μιας νέας αντιπροσώπευσης. Στις υπερεθνικές μη εκλεγμένες συσσωματώσεις (G7, EE) αντιπαρατέθηκαν με πρόνοιες λογοδοσίας τα παγκόσμια και περιφερειακά Κοινωνικά Φόρουμ. Στις ξενοφοβικές, πατριαρχικές και ταξικές κυβερνήσεις απάντησαν θυληκοποιήσεις της πολιτικής και επιμονές σε κοινοτικές ταυτοτικές διάστασεις. Τις δυνατότητες της «οικονομίας της προσοχής» εκμεταλλεύτηκε το Occupy Wall Street και όλα τα κινηματικά ξεσπάσματα έπειτα από αυτό, σε μια Αμερική που πια οι νέοι της δεν φοβούνται να πουν ότι είναι με το σοσιαλισμό. Στις περιφράξεις τους ανοίχτηκαν κατώφλια ελευθερίας χωρικά, χρονικά, πολιτισμικά. Στις σεξιστικές επιτελέσεις ο φεμινισμός απάντησε επεκτείνοντας την επικράτεια του. Και για τις ασχήμιες στις οποίες υποβάλουμε τη Γη, οι νέοι λένε όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο πολλές «φτάνει, ας το κάνουμε αλλιώς».
Νέες πολιτικές πρακτικές και προγράμματα
Ωστόσο, καμία από αυτές τις εξάρσεις δεν ήταν αρκετή. Κάτι λείπει ακόμα και η διαύγεια της έλλειψής του σχεδόν μας τυφλώνει. «Να το τεράστιο ψέμα και ο μέγας όλεθρος της πολιτικής: να βάζει από τη μια μεριά την πολιτική και από την άλλη τη ζωή, από τη μια μεριά αυτό που λέγεται και δεν είναι πραγματικό και από την άλλη αυτό που βιώνεται και δεν μπορεί να λεχθεί».
Είναι ανάγκη να αφηγηθούμε εμείς και κανένας άλλος ξανά τον κόσμο όπως είναι, τον κόσμο όπως τον θέλουμε να γίνει και αυτά όχι με τον συνήθη τρόπο. Να εντοπίσουμε στη σφαίρα του αισθητού εκείνα που θα μας πάνε πιο πέρα. Να αναρωτηθούμε, για παράδειγμα, τι κάνει απλούς ανθρώπους, Έλληνες και μετανάστες, χωρίς «πολιτική» συγκρότηση να δίνουν το υστέρημα του χρόνου τους στην καθημερινή αλληλεγγύη του «Άλλου Ανθρώπου»; Πώς είναι δυνατόν ένας έμπειρος νοσοκόμος να σπαράζει από τα κλάματα ή τις τύψεις, όταν αναπόφευκτα ένας ασθενής του καταλήγει; Γιατί το κορίτσι στο σούπερ μάρκετ δεν θα δυσανασχετήσει με τις εμμονές του γηραιού πελάτη της, τι βλέπει στα μάτια του; Ποια ανάγκη τελετουργίας, επαναμάγευσης, άλλης ανάπτυξης δεσμών επιτελούν οι παραδοσιακοί χοροί για τους τόσους πολλούς νέους που πια τους χορεύουν; Κι ακόμα πιο ετερόδοξα: πόση αγάπη λείπει και οι νέοι παίρνουν mdma και αγκαλιάζονται με τις παρέες τους;
Κι από αυτά και πολλά άλλα σαν κι αυτά, βγαίνουν τα πολιτικά προγράμματα. Με αυτήν την έννοια, καμία χειρωνακτική, ανειδίκευτη εργασία δεν πρέπει να πληρώνεται ανεπαρκώς, όσες δουλεύουν σε τέτοιες δουλειές αξίζουν έμπρακτο σεβασμό. Δεν είναι σχετικά πολύτιμη η δημόσια υγεία, δεν είναι αξία που θα τη βάλουμε στην πλάστιγγα, είναι τόσο απαραίτητη όσο φαίνεται τώρα στην πανδημία. Την απομάγευση του κόσμου δεν θα την ξορκίσουμε με βασκανίες, αλλά με ισχυροποίηση των κοινωνικών δεσμών. Δεν μπορούμε να κάνουμε τους προοδευτικούς όποιου είδους, αν αυτό δεν φιλτράρεται από φροντίδα και τρυφερότητα. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ έκλαιγε λίγο πριν τη δολοφονήσουν για ένα βασανισμένο βουβάλι, να που φτάνουν οι τρυφεροί. Οι άνθρωποι είναι ικανοί μαζί να πάρουν σωστές αποφάσεις, οι μεταξύ τους συνάφειες και ωσμώσεις, τα περισσότερα μυαλά που ελεύθερα στοχάζονται μπορούν να τα καταφέρουν. Τούτη τη συνθήκη την αντέγραψε το σύγχρονο διαβουλευτικό μάνατζμεντ, γιατί να μην το κάνουμε πράξη εμείς με σχέσεις, με οργανώσεις περιεχομένου κι όχι μορφής; Οι δεκάδες χιλιάδες που ζητωκραύγασαν με την απόφαση στο Εφετείο, ο κόσμος των μελισσών, ξέρουν γιατί ήταν εκεί: ήθελαν να γείρουν το ζύγι προς τη μεριά της ανθρωπιάς. Ώριμη μεταρρύθμιση είναι το δημόσιο πανεπιστήμιο να καταστεί ηγεμονικό όχημα μετάβασης σε ένα περιέχον μέλλον και όχι τα πληρωμένα πτυχία των κολλεγίων. Δεν έχουμε ανάγκη για πανεπιστημιακή αστυνομία, αλλά για σχολές που βγάζουν καλλιεργημένους ανθρώπους, περισσότερο καθολικούς, λιγότερο εξιδεικευμένους. Ώριμη μεταρρύθμιση είναι η νομιμοποίηση της ευφορικής κάνναβης, ο πολιτικός γάμος των ομοφυλοφίλων, ο οικολογικός μετασχηματισμός της οικονομίας και των νοοτροπιών, η αμεσότερη δημοκρατία, η ελεύθερη πρόσβαση στα Κοινά Αγαθά και όχι οι σκοροφαγωμένες εμμονές της Δεξιάς.
Η αντιεξουσία της δημιουργίας
Εχθροί μας δεν είναι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, αλλά τα διευθυντήρια που εξευτελίζουν τους ανθρώπους. Ανώτερη δραστηριότητα είναι η σχόλη, η ποιητικότητα, η γενναιοδωρία, η σμίλευση αξιών κι όχι η τρεχάλα σε υπερδραστηριότητες που μοιάζουν με τις ροές του κεφαλαίου, που παράγουν κατακερματισμούς της εαυτότητας. Να βρούμε τρόπους έτσι ώστε οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες μας να στρέφονται συχνά στην υπηρεσία των κοινών σκοπών, άλλος τρόπος για το καλό είναι αδύνατος. Να ενστερνιστούμε τις αιτιάσεις των θηλυκοτήτων, τους τρόπους και τις αξιοδοτήσεις τους, να ένας καλός οδηγός. «Η ανθρωπότητα πάντα πρέπει να δείχνει συμπόνια σε αυτούς που υποφέρουν», είπε πρόσφατα ο Καντονά -και δεν είναι θεωρητικός ή επαναστάτης.
Ενάντια στις διαρκείς μετρήσεις των πάντων από τους πάντες -λες και όσα είμαστε, τα μέσα και τα έξω μας, είναι δυνατόν ποτέ να μαθηματικοποιηθούν- η Ποιότητα απαιτεί τις ποιότητες της προσήλωσης, της επινοητικότητας, μπόλικη κούραση, εργατικότητα και πολύ από το χρόνο μας. Στους καιρούς μας που αρνούνται μουλαρίσια τις αρνήσεις σαν κάτι κακό, χρειαζόμαστε επιτακτικά την Άρνηση, αλλά και την άρνηση της. Μόνο έτσι φτιάχνουμε θέσεις, θεωρία, πράξεις πέρα από αυτές για τις οποίες μας προορίζουν. Ενάντια στην εξουσία των εμπορευμάτων, βρίσκεται η αντιεξουσία της δημιουργίας. Ας μη φοβάστε το κενό μεταξύ της πραγματικότητας και της αλλαγής της. Έτσι κι αλλιώς, πάντα γεμίζει και μετατοπίζεται πιο πέρα -και ευτυχώς, αλλιώς θα βαριόμασταν.