Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Η ραγδαία διείσδυση της ψηφιακής τεχνολογίας στην καθημερινή ζωή και η «θόλωση» των ορίων μεταξύ του φυσικού και του ψηφιακού κόσμου συμβαίνει ήδη από το ξεκίνημα του 21ου αιώνα. Τα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας έκαναν ακόμη πιο ορατά τα επακόλουθα της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης στον τομέα της εργασίας και της οικονομίας, επιβάλλοντας μ’ έναν απότομο, σχεδόν βίαιο τρόπο, τη διαρκή διασυνδεσιμότητα και τη διείσδυση της ψηφιακής τεχνολογίας σε κάθε πτυχή της ζωής. Είχαμε, όμως, όλοι -και ειδικά οι νεότεροι- ήδη παραδοθεί γρήγορα και αβίαστα στη σαγήνη της αυτοέκθεσης στον ψηφιακό χώρο. Ποια εγγενής ανάγκη διοχετεύτηκε στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και ποια ανεκπλήρωτη επιθυμία μετουσιώθηκε σε ανάγκη για αδιάκοπτη ψηφιακή παρουσία;
Σταθερή διαπίστωση των ψυχολογικών ερευνών είναι ότι η ψηφιακή διαμεσολάβηση προσέθεσε νέες διαστάσεις στην αντίληψη του εαυτού, οδηγώντας σε ένα νέο «εκτεταμένο ψηφιακό εαυτό», που αδυνατεί να υπάρξει χωρίς την τεχνολογία. Για να δείξουμε αυτές τις μετατροπές, βασιζόμαστε σε μια παλαιά διάκριση του Neisser, που αποδέχεται ότι το επίκεντρό του εαυτού είναι ένα σταθερό, συνεπές, οργανωμένο μοτίβο αντιλήψεων που αντέχει στον χρόνο, αλλά οι διάφορες πτυχές του εμπλουτίζονται και αναπροσαρμόζονται, ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα.
Οι πτυχές του εαυτού που συνοψίζει ο Neisser αφορούν: (α) τον οικολογικό εαυτό, που σχετίζεται με την αίσθηση του «ποιος ή ποια είμαι» σε αναφορά με το άμεσο φυσικό περιβάλλον και βασίζεται σε ό,τι γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, (β) τον διαπροσωπικό εαυτό, που συγκροτείται ευθέως μέσα από σήματα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, συναισθημάτων, διϋποκειμενικότητας και επικοινωνίας σε ένα περιβάλλον φυσικής συμπαρουσίας, (γ) τον εκτεινόμενο εαυτό, που βασίζεται στη μνήμη του παρελθόντος, την αίσθηση του παρόντος και την προσύλληψη του μέλλοντος, (δ) τον ιδιωτικό εαυτό, που αναδύεται καθώς ανακαλύπτουμε ότι οι προσωπικές μας εμπειρίες είναι αποκλειστικά και μόνον δικές μας και, τέλος, (ε) τον εννοιολογικό εαυτό που βασίζεται στην αυτοαντίληψη, η οποία αντλεί το νόημά της από ένα δίκτυο κοινωνικά εγκαθιδρυμένων υποθέσεων και θεωριών αναφορικά με την ανθρώπινη φύση γενικώς και τον εαυτό μας ειδικώς.
Ψευδαίσθηση μεγιστοποίησης και ματαίωση
Τι έχει αλλάξει, λοιπόν, με τις γενιές που εξαρχής προσπαθούν να συγκροτήσουν την αίσθηση του εαυτού, όχι στο πλαίσιο των ορίων του φυσικού κόσμου, αλλά μέσα σε ένα εκτεταμένο ψηφιακό χωροχρόνο;
Η οικολογική πτυχή του εαυτού οργανώνεται σήμερα πέρα από το βιολογικό σώμα. Η συνεχής συνδεσιμότητα μάς καθιστά διαρκώς «σε επαφή», ώστε να παρακολουθούμε και να συμμετέχουμε σε όλα τα τεκταινόμενα της απτής και της ψηφιακής πραγματικότητας ταυτοχρόνως, αλλά τα φυσικά όρια μάς δεσμεύουν. Δημιουργείται έτσι μια ψευδαίσθηση μεγιστοποίησης, που καθιστά το άτομο επιρρεπές στη σύγχυση και τη ματαίωση. Την ίδια στιγμή που «συμμετέχουμε» σε άυλους χωροχρόνους, παραμένουμε εγκλωβισμένοι στο φυσικό μας σώμα.
Φέρνοντας τον άλλο -στην κυριολεξία- στα ακροδάχτυλά μας, αλλά χωρίς να μπορούμε να τον αγγίξουμε, οι ψηφιακές τεχνολογίες μεγεθύνουν τις διαπροσωπικές επαφές, από τις οποίες όμως απουσιάζουν η φυσική παρουσία, η σωματική γλώσσα και τα προσωδιακά σημάδια. Έτσι, ο διαπροσωπικός εαυτός παραγεμίζεται από «συνομιλίες της απουσίας», δηλαδή από σχέσεις επιρρεπείς στις προβολές και γι’ αυτό εύθραυστες. Αυτή η «ναρκισσιστική προσωπικότητα των καιρών μας», που δεν οφείλεται βεβαίως μόνον στην εξάπλωση των ψηφιακών μέσων, διαστέλλεται ελλειπτικά, αλλά δυσκολεύεται να βρει ένα σταθερό, προσωπικό και διαπροσωπικό νόημα, με πραγματικούς άλλους σε πραγματικό χωροχρόνο. Οι χαρακτηριστικοί ήχοι που δηλώνουν τη λήψη ενός μηνύματος, το ξαφνικό φως στην οθόνη, ο αριθμός των ειδοποιήσεων πάνω σε ένα εικονίδιο, λειτουργούν σαν ψηφιακά κοινωνικά χάδια. Μέσω των «likes», των «comments» και των «followers», ο σύγχρονος άνθρωπος ορίζει και «μετράει» τον εαυτό και τις σχέσεις του. Αλλά καθώς η διαπροσωπική πτυχή διαστέλλεται, ταυτοχρόνως ματαιώνεται, μέσα σε έναν ατέρμονο αγώνα αναγνώρισης μιας υλικής ύπαρξης από άυλους «άλλους».
Η αίσθηση του επείγοντος
Αγγίζουμε το κινητό μας κατά μέσο όρο 2.167 φορές την ημέρα, κυρίως για τη χρήση κοινωνικών δικτύων. Αυτή η ψυχαναγκαστική κίνηση έχει μια αίσθηση επείγοντος, που διακόπτει τη χρονική συνέχεια της εμπειρίας. Κάτι θα συμβεί την στιγμή που στρέφουμε το βλέμμα μας μακριά από την οθόνη. Η αίσθηση του επείγοντος στο παρόν καταλαμβάνει το χωροχρόνο, μέσα στον οποίο θα μπορούσαμε να στοχαστούμε το παρελθόν ή να φανταστούμε το μέλλον. Έτσι, ο εκτεινόμενος εαυτός ακυρώνεται, επηρεάζοντας και την ιδιωτική του πτυχή, αφού τα εντελώς προσωπικά μας βιώματα, το δικό μας παρελθόν, παρόν και μέλλον, προϋποθέτουν την αίσθηση της συνέχειας της ύπαρξής μας στον χρόνο.
Αν σήμερα, η οικολογική πτυχή του εαυτού διαστέλλεται στο διηνεκές, η διαπροσωπική μετριέται με ψηφιακά χάδια και η εκτεινόμενη δεν βρίσκει χρόνο στο παρόν για να αναλογιστεί τη συνέχεια του εαυτού μέσα στο χρόνο, η ιδιωτική πτυχή του εαυτού συρρικνώνεται. Πρώτον, επειδή απουσιάζει ο χρόνος για ονειροπόληση, περισυλλογή και για να αφουγκραστεί ο άνθρωπος «μέσα του» και, δεύτερον, επειδή έχει κυρίως την προσοχή του στραμμένη προς τα «έξω», σε μια διαρκή εγρήγορση για όσα συμβαίνουν στις ψηφιακές περαντζάδες, από φόβο μην του ξεφύγει κάτι. Γι’ αυτό μόλις οι άνθρωποι βρεθούν αντιμέτωποι με τον κενό χρόνο στρέφονται όχι μέσα τους, αλλά στη ζωή των άλλων μέσα από την οθόνη. Η ιδιωτική πτυχή του εαυτού, που υπαγορεύεται από ένα «φόβο να μην βρεθείς εκτός» και «βομβαρδίζεται» με τις ζωές των άλλων, στερεύει από τη δυνατότητα να εντοπίσει κανείς τα προσωπικά, σημαντικά γι’ αυτόν νοήματα. Στη βάση όλων των παραπάνω δομείται η εννοιολογική πτυχή του εαυτού, δηλαδή η αυτοαντίληψη, που αποτελεί τις ερμηνείες που δίνουμε στην ιδιωτική μας εμπειρία, όπως αυτές ορίζονται από την κοινωνία και τον πολιτισμό. Μόνον που αυτή η πτυχή, σήμερα, αναβάλλεται επ’ αόριστον, γιατί η οριστική απόφαση του «ποιος είμαι» καθυστερεί προς χάριν του «ποιος θα μπορούσα να γίνω», μέσα σε ένα εκτεταμένο άυλο κόσμο.
«Χτυπάει, άρα υπάρχω»
Με την ψευδαίσθηση της διαστολής στο χωροχρόνο, αλλά και με μια μόνιμη αγωνία «μην μας ξεφύγει τίποτα», καταναλώνουμε, αλλά δεν ευχαριστιόμαστε, «πολυδιεργαζόμαστε», αλλά δεν προσηλωνόμαστε, συνδεόμαστε, αλλά δεν σχετιζόμαστε, αναζητάμε σημάδια αναγνώρισης και εμπειρίες ανακούφισης, που μέσα σε ένα φαύλο κύκλο, αντί να πληρούν τις ανάγκες, τις μεγεθύνουν. Όπως εμφατικά δήλωσε μια νέα γυναίκα, αναφερόμενη στο κινητό της, «Χτυπάει, άρα υπάρχω». Και όπως εύστοχα το περιέγραψε ο Bowker: «Από τη στιγμή που αποσυνδέομαι σωματικά ή ψυχικά από τους άλλους, υπάρχω μόνο στο βαθμό που είμαι στην πρίζα σε ένα ηλεκτρονικό κύκλωμα συνδεσιμότητας. Κόψε το κύκλωμα και η ζωή μου, ή έστω η ύπαρξή μου, τελειώνει».