Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής

 

 

 

Ήταν το 2014 όταν ένιωσα για πρώτη φορά, ίσως πιο έντονα από ποτέ στη ζωή μου, τι σημαίνει να απορρίπτεσαι από τη χώρα στην οποία έχεις γεννηθεί και μεγαλώσει. Ήμουν στο τέταρτο έτος σπουδών όταν μου ανακοινώθηκε ότι ήμουν η πρώτη ανάμεσα στους φοιτητές που δικαιούνταν να πάρουν κρατική υποτροφία για τις άριστες ακαδημαϊκές τους επιδόσεις. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη, καθώς ένιωσα ότι οι κόποι μου ανταμείβονται. Δυστυχώς ο ενθουσιασμός μου έληξε απότομα, μόλις διαπίστωσα ότι δικαιούχοι της υποτροφίας ήταν μόνο έλληνες πολίτες. Δεν μου ήταν καθόλου κατανοητός ο λόγος για τον οποίο δεν άξιζα μια επιβράβευση για τις επιδόσεις μου, από τη στιγμή που συμμετείχα στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση επί ίσοις όροις με τους υπόλοιπους έλληνες συμφοιτητές μου. Εξαιτίας αυτού του συμβάντος ένιωθα «ανεπαρκής» για τη χώρα που θεωρούσα πατρίδα μου και αναρωτιόμουν τι παραπάνω έπρεπε να κάνω για να αξίζω τα αυτονόητα.

 

Διακρίσεις και θεσμικός ρατσισμός

 

Το παράδειγμα αυτό είναι μια τρανταχτή απόδειξη ότι οι διακρίσεις και ο θεσμικός ρατσισμός είναι αναμφίβολα από τις κύριες προκλήσεις, που έχουν να αντιμετωπίσουν οι νέοι δεύτερης γενιάς στην Ελλάδα. Ειδικά όσοι δεν έχουν στα χέρια τους την ελληνική ταυτότητα, είναι βέβαιο ότι έχουν βιώσει, ή θα βιώσουν, κάποια στιγμή στη ζωή τους τον αποκλεισμό σε διάφορους τομείς. Για παράδειγμα, υπάρχουν νέοι που αδυνατούν να κάνουν πραγματικότητα τα επαγγελματικά τους όνειρα. Αυτό επειδή στην Ελλάδα του σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένα «κλειστά» επαγγέλματα που είναι εξασφαλισμένα μόνο σε έλληνες πολίτες, όπως το επάγγελμα του αστυνομικού, του πυροσβέστη ή του στρατιωτικού. Σε άλλες περιπτώσεις, άτομα αποκλείονται από το δικαίωμα να ακολουθήσουν αυτό το οποίο έχουν σπουδάσει, όπως συμβαίνει με το επάγγελμα του δικηγόρου, για την άσκηση του οποίου απαιτείται η εγγραφή στο δικηγορικό σύλλογο και απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ελληνική ιθαγένεια. Συνεπώς, η στέρηση ίσων ευκαιριών επηρεάζει επί της ουσίας τη ζωή, τα σχέδια και τα όνειρα πολλών νέων ανθρώπων.

 

Το ζήτημα της κοινωνικής αποδοχής

 

Κι ενώ η απόκτηση «νομικού καθεστώτος» -που ως επί το πλείστον γίνεται μέσα από εξαιρετικά γραφειοκρατικές και χρονοβόρες διαδικασίες- είναι θεμελιώδους σημασίας, σίγουρα δεν επιλύει αυτόματα όλα τα προβλήματα των νέων δεύτερης γενιάς. Η νομική αποδοχή μπορεί να βοηθήσει και να διευκολύνει μια κανονική ζωή, ωστόσο, δεν εγγυάται την κοινωνική ή πολιτιστική αποδοχή των ανθρώπων αυτών. Ακόμα και ως αναγνωρισμένοι πλέον έλληνες πολίτες δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτονόητο ότι παύουν να κρίνονται από το μεταναστευτικό τους υπόβαθρο και ότι σταματούν να έρχονται αντιμέτωποι στην καθημερινότητά τους με διαφόρων ειδών διακρίσεις λόγω καταγωγής. Εξάλλου δεν πέρασε αρκετός καιρός από τότε που νέοι -κάτοχοι πλέον ελληνικής ιθαγένειας- δεν μπορούσαν να συμπεριληφθούν στο βιβλιάριο ασφάλισης των γονιών τους, καθώς μια ρατσιστική πρόβλεψη εμπόδιζε πολίτες τρίτων χωρών -αν και εργάζονταν νομίμως στην Ελλάδα, με ίσες ασφαλιστικές εισφορές με τους έλληνες πολίτες- να ασφαλίσουν τα ενήλικα παιδιά τους, ακόμη και εάν αυτά σπούδαζαν σε ελληνικό πανεπιστήμιο. Ακόμα πιο πρόσφατα συναντήσαμε περιπτώσεις αναγνωρισμένων ελλήνων πολιτών που αποκλείονταν από τις διαδικασίες πρόσληψης του ελληνικού δημοσίου, καθώς προαπαιτούμενο για την υποβολή αίτησης συμμετοχής ήταν το πέρας ενός χρόνου ή κάποιες φορές ακόμα και τριών ετών από την απόκτηση της ελληνικής τους ιθαγένειας. Λες και συνιστά υποχρέωση να συμπληρωθεί κάποιο χρονικό διάστημα για να ωριμάσει η ελληνικότητα! Δεν διασφαλίζονται, λοιπόν, όλα με ένα «νομικό καθεστώς»! Όσο σημαντικό κι αν είναι το δικαίωμα να αυτοαποκαλείται κανείς Έλληνας, μένουν ακόμα πολλά για να γίνουν.

Όπως και να έχει, όλοι οι νέοι δεύτερης γενιάς, ανεξαρτήτως χρώματος και εθνικότητας, νιώθουν διαρκώς ένα βάρος. Οι προβληματισμοί για την ταυτότητά τους, η αντιμετώπιση των υψηλών προσδοκιών των γονιών τους, που ήρθαν εδώ για να τους δώσουν μια καλύτερη ζωή, και της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας, που για κάποιο λόγο απαιτεί πάντα από αυτούς να αποδείξουν κάτι παραπάνω, η στάση υπεράσπισης που οφείλουν πολλές φορές να κρατήσουν απέναντι στους γονείς τους στις ανισότητες και τις αδικίες που αυτοί βιώνουν ως μετανάστες πρώτης γενιάς, είναι προκλήσεις που παραμένουν.

Ας τους βοηθήσουμε, λοιπόν, να μην νιώθουν πια κανένα βάρος, παρά μόνο την πραγματική αποδοχή από τη χώρα στην οποία έχουν γεννηθεί, μεγαλώσει, ζουν και αγαπούν.

Margarita Partyka H Margarita Partyka είναι νέα δεύτερης γενιάς, Advocacy Officer – Generation 2.0 RED Περισσότερα Άρθρα
Πρόσφατα άρθρα ( Κοινωνία )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2023 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet