Χανς Φάλαντα «Λύκος ανάμεσα σε λύκους», μτφ. Ιωάννα Αβραμίδου, εκδόσεις Gutenberg, 2020
«Είμαστε στο Βερολίνο, στην Γκεόργκενκιρχστρασε, δεύτερη εσωτερική αυλή, τέταρτος όροφος, Ιούλιος του 1923»: είμαστε λοιπόν στην εποχή της Βαϊμάρης, στις μέρες του ανεξέλεγκτου υπερπληθωρισμού. Το μάρκο καταρρέει, η ισοτιμία με το δολάριο αλλάζει κάθε λεπτό, κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει το πρωί πόσες χιλιάδες μάρκα θα κάνει το ψωμί το μεσημέρι, «στο κρατικό νομισματοκοπείο και σε πενήντα ή σε εκατό άλλα επικουρικά τυπογραφεία, τα πιεστήρια τυπώνουν πυρετωδώς χαρτονομίσματα, ετοιμάζουν την καινούργια ημέρα, τη νέα πληθώρα χρημάτων», και ταυτόχρονα υπάρχουν κάποιοι που «πιστεύουν ακόμα στην καταβαράθρωση του μάρκου και κερδοσκοπούν με την υποτίμησή του». Η οικονομία καταρρέει, η κοινωνία μοιάζει να διαλύεται. Ανεργία, τοκογλύφοι, ελλείψεις τροφίμων και άλλων αγαθών, φτώχια («όσο η φτώχια μεγάλωνε στην πόλη, τόσο μειωνόταν η μερίδα του ψωμιού»), αγριότητα, εγκληματικότητα, σκληρή καταστολή: «Απελπιστική κατάσταση ενός απελπισμένου λαού, ο κάθε απελπισμένος συμπεριφέρεται απελπιστικά. Χαοτική, παράλογη εποχή…».
Αυτό είναι το σκηνικό στο οποίο τοποθετεί ο Χανς Φάλαντα (ψευδώνυμο, βγαλμένο από τις ιστορίες των αδελφών Γκριμ) το μυθιστόρημά του, το οποίο θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα βιβλία που έχουν γραφτεί για εκείνη την εποχή. Σε αυτό το σκηνικό τοποθετεί και αφηγείται (σε 1500 σελίδες, στην ελληνική έκδοση, που όμως κρατούν διαρκώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη και της αναγνώστριας) την ιστορία των βασικών πρωταγωνιστών του. Κεντρικό πρόσωπο, ο Βολφ Πάγκελ, αξιωματικός στον Πρώτο Παγκόσμιο και τώρα άνεργος και μανιακός τζογαδόρος. Γύρω από τον Βολφ (λύκος, στα γερμανικά), μέσα στη γενικευμένη παρακμή και αποσύνθεση, τριγυρίζουν άλλοι λύκοι, που όμως κι αυτοί πασχίζουν να βρουν ένα πάτημα, κάπου να κρατηθούν, μια σωτηρία που θα τους κάνει να ανασάνουν. Μια πληθώρα από πρόσωπα, ανάμεσα στα οποία ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η φιγούρα της Πέτρα Λέντιχ, που μοιράζεται, με τον τρόπο της, μεγάλο μέρος της ζωής του Βολφ.
Μια «λαίμαργη εποχή»
Όμως, «είναι λαίμαργη εποχή, εποχή των λύκων». Μια εποχή που «η ζωή ήταν δύσκολη υπόθεση για τους φτωχούς και δυστυχείς ανθρώπους».
Και ενώ κάποιοι σχεδιάζουν πραξικόπημα, οι άνθρωποι, βυθισμένοι στην αγωνία τους, δεν θέλουν να ξέρουν καν τι γίνεται στον γύρω κόσμο, που ωστόσο μοιάζει να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο: «οι περισσότεροι αγόραζαν εφημερίδες για να παρακολουθούν τις διακυμάνσεις της τιμής του δολαρίου […] δεν ήθελαν να διαβάσουν τίποτε, είχαν κορεστεί εδώ και εφτά χρόνια από τους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων, δεν ήθελαν πια ν’ ακούσουν τι συνέβαινε στον κόσμο […] ήθελαν να ζουν, όσο γινόταν, μόνο για τον εαυτό τους». Στην κοινωνία υπάρχει διάχυτη έχθρα για τη Γαλλία που «συνέχιζε τον πόλεμο σε περίοδο ειρήνης» και κατείχε τη Ρουρ, ενώ τα σημάδια της («επονείδιστης») συμφωνίας των Βερσαλλιών είναι βαθιά.
Ο Φάλαντα δημιουργεί ένα τεράστιο πανόραμα, μια μεγάλη τοιχογραφία εκείνης της δύσκολης εποχής, αποτυπώνοντας χαρακτήρες, προσωπικές ιστορίες και μεγάλα γεγονότα με το ψυχρό, χειρουργικό, ρεπορταζιακό, αποστασιοποιημένο ύφος που είναι χαρακτηριστικό του ρεύματος της Νέας Αντικειμενικότητας στο οποίο εντάσσεται, ενός ρεύματος που δημιουργήθηκε ως απάντηση στην υποκειμενική ματιά του εξπρεσιονισμού.
Μια ταραγμένη ζωή
Το μυθιστόρημα αυτό εκδόθηκε το 1937. Μέχρι τότε ο Φάλαντα είχε ζήσει μια ταραγμένη ζωή. Εθισμένος στα ναρκωτικά και το ποτό, έχοντας περάσει από ψυχιατρεία και άσυλα και έχοντας κάνει διάφορες προσπάθειες αποτοξίνωσης, έχοντας επιπλέον φυλακιστεί δύο φορές, κουβαλώντας από πολύ νεαρή ηλικία διάφορα προσωπικά προβλήματα, ζούσε τότε στον απόηχο της επιτυχίας που είχε γνωρίσει το Και τώρα, ανθρωπάκο;, ένα από τα κορυφαία βιβλία του που είχε εκδοθεί το 1932. Ο Φάλαντα ήταν από τους συγγραφείς που είχαν αποφασίσει να μείνουν στη Γερμανία και μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία: έλεγε ότι δεν μπορούσε να ζήσει μακριά από τη Γερμανία και να γράψει σε άλλη γλώσσα πλην των γερμανικών, συνάμα ήταν χαμένος στις εξαρτήσεις και τις σκοτεινές γωνιές της ζωής του, ενώ ισχυριζόταν (πίστευε;) ότι τα βιβλία που θα έγραφε θα ήταν «απολίτικα» και δεν θα ενοχλούσαν το ναζιστικό καθεστώς. Στην παγίδα αυτής της αυταπάτης έζησε εγκλωβισμένος για κάμποσο καιρό, μέχρι που συνειδητοποίησε με οδυνηρό τρόπο ότι τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι.
Ο Φάλαντα είχε καταγραφεί ως «ανεπιθύμητος συγγραφέας» από το ναζιστικό καθεστώς (είχε συλληφθεί και από την Γκεστάπο για λίγες μέρες), ενώ πολλά βιβλία του δέχονταν σφοδρή κριτική από τους ναζί, οι οποίοι ωστόσο διάβασαν μέσα από το δικό τους πρίσμα τη σκληρή εικόνα για την εποχή της Βαϊμάρης που αποτύπωνε ο συγγραφέας, μια εικόνα που άρμοζε με τη δική τους ανάλυση για την «παρακμή» της Βαϊμάρης. Έτσι, ο συγγραφέας τράβηξε την προσοχή των ναζί, που τον προσέγγισαν κάνοντάς του προτάσεις για να γράψει βιβλία κατά παραγγελία ή πιέζοντάς τον να κάνει αλλαγές στα βιβλία του.
Η στάση του Φάλαντα στη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος έχει συζητηθεί πολύ. «Ούτε συνεργάτης ούτε αντιστασιακός» λέει ένας μελετητής του, «ούτε ναζί ούτε αντιφασίστας», λέει ένας άλλος. Στην ουσία ο Φάλαντα είχε συνθηκολογήσει με το καθεστώς («γονατισμένο» τον αποκαλεί απογοητευμένη μια αυτόπτης μάρτυρας, όπως διαβάζουμε στο επίμετρο του Και τώρα, ανθρωπάκο;), προσπαθώντας ταυτόχρονα να ξεφύγει όπου μπορούσε, να διασώσει ό,τι μπορούσε. Άλλωστε και η στάση των ναζί απέναντί του ήταν εξίσου αντιφατική με τη στάση του ίδιου του συγγραφέα – άλλοτε τον προωθούσαν και άλλοτε τον πίεζαν και τον απειλούσαν.
Αργότερα ο Φάλαντα θα ομολογήσει τον φόβο που ένιωθε τότε μήπως καταλήξει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά και την ενοχή του για τη στάση του αυτή, που, όπως έλεγε, θα τον βάραινε για πάντα. Αυτό όμως δεν τον έσωσε από τη σφοδρή κριτική ομοτέχνων του, όπως ο Τόμας Μαν.
Το 1944 ο Φάλαντα θα βρεθεί πάλι στο ψυχιατρείο. Εκεί (υποτίθεται ότι) αρχίζει να γράφει ένα φιλοναζιστικό/αντισημιτικό έργο, παραγγελία του Γκέμπελς, αλλά στην πραγματικότητα γράφει πράγματα εντελώς διαφορετικά. Μάλιστα, για να μη γίνει αντιληπτός καθώς, αν ανακάλυπταν την αλήθεια, αυτό μάλλον θα του στοίχιζε τη ζωή, επινοεί έναν ειδικό τρόπο ώστε να μη φαίνεται εύκολα τι γράφει, δημιουργώντας ένα εξαιρετικά δυσανάγνωστο, σχεδόν ακατάληπτο χειρόγραφο, που χρειάστηκε πολύ καιρό για να αποκρυπτογραφηθεί πλήρως. Εκεί, μεταξύ άλλων, βρέθηκε και το χειρόγραφο του Πότη.
Μετά το τέλος του πολέμου, οι Σοβιετικοί τοποθέτησαν τον Φάλαντα προσωρινό δήμαρχο στην πόλη που έμενε. Σύντομα όμως ο συγγραφέας ξαναγύρισε στις εξαρτήσεις και στη μορφίνη και άρχισε να μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία. Ο Χανς Φάλαντα πέθανε το 1947, σε ηλικία 53 ετών.