Ο δισταγμός ενός μέρους της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής αριστεράς να επενδύσει στην οικολογία έχει διάφορες ερμηνείες. Θεωρείται πως η οικολογία έχει κυριαρχηθεί από τον καπιταλισμό και έχει έτσι απομειωθεί σε εμπόρευμα απογυμνωμένο από την πολιτική αξία του (πράσινος καπιταλισμός). Επίσης, πολιτικά έχει χρεωθεί σε σοσιαλδημοκρατικούς σχηματισμούς, που συνεργάζονται συχνά με νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις. Ακόμα, η κοινωνική θέση των υπερασπιστών της (ανώτερες τάξεις που ζουν σε αστικό περιβάλλον και ανήκουν στη μορφωτική κατηγορία της ανώτατης εκπαίδευσης), έχει οδηγήσει τη ριζοσπαστική αριστερά στην υποτίμησή της. Ωστόσο, μπροστά στην έκταση της οικολογικής κρίσης, η ριζοσπαστική αριστερά με την επαναστατική ιδεολογική παράδοσή της, καθώς και την ικανότητα να οραματίζεται σχέδια ρήξης, αποτελεί την καταλληλότερη πολιτική δύναμη για να αναδείξει την κλιματική πρόκληση.
Το κίνημα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ερμηνεύεται συχνά σαν κίνημα της νεολαίας ή ακόμα σαν κίνημα των πολιτών. Οι ερμηνείες αυτές επιχειρούν να το χρωματίσουν σαν ένα κίνημα που έχει οπαδούς κάθε προέλευσης, δηλαδή απολιτικό. Ωστόσο, τα αποτελέσματα ερευνών δείχνουν ότι κινητοποιεί ένα κοινό ευρύτατα πολιτικοποιημένο, με αριστερή και αντικαπιταλιστική τοποθέτηση. Μια έρευνα που έγινε για τη σύνθεση των διαδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν στη Γαλλία, μας δίνει την εικόνα ενός πλήθους εξαιρετικά πολιτικοποιημένου, που τοποθετεί πολιτικά τον εαυτό του στη μεγάλη του πλειονότητα στην αριστερά (77%, από το οποίο το 32% στην άκρα αριστερά)1. Κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας ημέρας για το κλίμα, που πραγματοποιήθηκαν απεργίες στα σχολεία (15 Μαρτίου 2018), η έρευνα σε τρεις πόλεις έδειξε επίσης ότι πάνω από το 68% των διαδηλωτών θεωρούν ότι «είναι ανάγκη να απαλλαγούμε από τον καπιταλισμό, για να υπάρξει λύση της οικολογικής κρίσης». Αυτούς τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς τους συναντούμε και στο εύρημα της έρευνας που αφορά την ένταξη των διαδηλωτών σε παραδοσιακές οργανώσεις της αριστεράς: 27,7% των διαδηλωτών είναι μέλη κάποιου κόμματος ή συνδικάτου. Ανάμεσά τους βρίσκουμε μέλη ρεφορμιστικών συνδικάτων και των Πράσινων, αλλά η πιο αντιπροσωπευτική ανάμεσά τους πολιτική οργάνωση είναι η Ανυπότακτη Γαλλία και από τα συνδικάτα η CGT, συνδικάτο με επαναστατική παράδοση.
Το πρόταγμα της αποανάπτυξης
Μπορεί η ευρωπαϊκή αριστερά να δυσκολεύεται να ενσωματώσει την οικολογία μ’ ένα τρόπο βαθύτερο κι όχι σαν ένα τίτλο ή μια διεκδικητική γραμμή στο πρόγραμμά της, αλλά τα αντικαπιταλιστικά της διαπιστευτήρια της παρέχουν μια κεντρική θέση στους κόλπους του κινήματος για το κλίμα. Αυτή η ιδεολογική κληρονομιά μπορεί, λοιπόν, να ενεργοποιηθεί, όχι για να αναπαράγει τη λογική της ανάπτυξης με σοσιαλιστική σημαία, αλλά για να υπερασπιστεί το πρόταγμα της αποανάπτυξης επανεξετάζοντας συνολικά τη σχέση με τη βιόσφαιρα.
Σήμερα, η οικολογία τείνει να γίνει μία από τις κύριες θεματικές που δομούν το πολιτικό και εκλογικό πεδίο. Με αυτή την έννοια, η αριστερά οφείλει να αποδεχτεί τη ρήξη με ό,τι μέσα στην κληρονομιά της –η κουλτούρα του παραγωγισμού και η ιστορική σχέση της με τις εργαζόμενες τάξεις στη βιομηχανία– συνιστά τροχοπέδη σε μια πολιτική επένδυση στην οικολογία. Για να το κάνει αυτό, μπορεί να στηριχτεί στα μέσα που ήδη διαθέτει. Μπορεί ο μαρξισμός να εξελίχθηκε έχοντας στον πυρήνα του την ιδέα της προόδου και της ανάπτυξης, αλλά πολλοί διανοητές, που συναντήθηκαν μαζί του στο οικοσοσιαλιστικό ρεύμα, επιχείρησαν να ενεργοποιήσουν την κληρονομιά του ενσωματώνοντας σ’ αυτή την κριτική τής πολιτικής οικολογίας.
Ο Μαρξ και η οικολογική κρίση
Η δυναμική αυτή περιθωριοποιήθηκε μέσα στην ευρωπαϊκή αριστερά, ωστόσο το έργο αυτών των πρωτοπόρων, όπως ο Τζον Μπέλαμι Φόστερ ή ο Αντρέ Γκορζ, εξετάζει τη σχέση που μπορεί να έχει η αριστερά με την οικολογία. Προσφέροντας μια νέα ανάγνωση της μαρξιστικής έννοιας του «μεταβολισμού», ο Τζ.Μπ. Φόστερ υποστηρίζει, για παράδειγμα, ότι ο Μαρξ «είχε προτείνει μια ανάγνωση της κύριας οικολογικής κρίσης της εποχής του, δηλαδή του προβλήματος της γονιμότητας του εδάφους στην καπιταλιστική γεωργική παραγωγή» και ότι πρέπει να βλέπουμε στο έργο του «τα θεμέλια ενός ιστορικο-περιβαλλοντικού υλισμού, που παίρνει υπόψη του την ταυτόχρονη εξέλιξη της φύσης και της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο Αντρέ Γκορζ, από την άλλη, το 1991, υπήρξε ένας από τους πρώτους που δέχτηκε την αναγκαιότητα της ρήξης με την οικονομική λογική του οικονομικού παραγωγισμού και θεώρησε απαραίτητη τη διάκριση του οικοσοσιαλισμού από τον απλό περιβαλλοντισμό, που είναι συμβατός με τον «πράσινο καπιταλισμό» και ικανός μόνο για επιφανειακά μέτρα πολιτικής. Το έργο αυτών των διανοητών καλεί την αριστερά να θεωρήσει την οικολογική κρίση σαν μια νέα αντίθεση του καπιταλισμού και να εγκαταλείψει το κομμουνιστικό ιδανικό της κυριαρχίας του ανθρώπου επί της φύσης.
Μια ρηξιακή αντικαπιταλιστική οικολογία
Αυτός ο ιδεολογικός μετασχηματισμός δεν οδηγεί σε μια απομάκρυνση από τις λαϊκές τάξεις, που η αριστερά επιθυμεί να υπερασπίζεται τα συμφέροντά τους. Στην πραγματικότητα, αυτές είναι οι περισσότερο εκτεθειμένες στην κλιματική απορρύθμιση και οι πιο ευάλωτες. Η θεσμική συγκρότηση της οικολογίας, με την εξατομίκευση που την χαρακτηρίζει και την επικέντρωση στο πρότυπο του οικο-πολίτη, οδήγησε στην απομάκρυνση των λαϊκών τάξεων από την οικολογία, παρότι αυτές συμβάλλουν πολύ λιγότερο στη ρύπανση από τις ανώτερες τάξεις. Σε αντίθεση με την ιδέα ότι θα έπρεπε να μεταστραφούν οι λαϊκές τάξεις προς την οικολογία, η αριστερά οφείλει να λάβει υπόψη της και να εγκολπωθεί τις οικολογικές πρακτικές των λαϊκών τάξεων προτείνοντας μια ρηξιακή αντικαπιταλιστική οικολογία.
Τελικά, μεγάλος αριθμός εργασιών πανεπιστημιακών και ακτιβιστών, μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε τη βαθιά εμπλοκή των σχέσεων κυριαρχίας και συνεπώς των αγώνων που αντιπαρατίθενται σ’ αυτές. Ετσι, η ριζοσπαστική οικολογία μπορεί να συνδεθεί με την αριστερά της μαρξιστικής, φεμινιστικής και αντιαποικιακής παράδοσης, που μπορεί να συμπεριλάβει το οικολογικό ζήτημα, χωρίς να εγκαταλείψει τα παραδοσιακά πεδία των αγώνων της.
Σημείωση
1. Ερευνα που βασίστηκε σε ερωτηματολόγια που απαντήθηκαν από μετέχοντες στην πορεία για το κλίμα, που πραγματοποιήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 2018 στο Παρίσι.