Το κύμα των αποκαλύψεων και των καταγγελιών για βιασμούς, σεξουαλικές κακοποιήσεις και παρενοχλήσεις νέων κοριτσιών και αγοριών σε χώρους δουλειάς, εκπαίδευσης και αθλητισμού που πλημμυρίζει το τελευταίο διάστημα/ δίμηνο τα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, επιδέχεται πολλές αναγνώσεις και κάθε ανάγνωση υποβάλλει μια ερμηνεία του φαινομένου και ένα συμπέρασμα.
Θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω μια διαφορετική οπτική για αυτό το κύμα των αποκαλύψεων στο οποίο συμμετέχουν και γνωστές/ γνωστοί καλλιτέχνες/-νιδες και αθλητές/αθλήτριες, και το οποίο αναπαράγεται με μεγάλη ταχύτητα και γίνεται αυτό που στη γλώσσα του διαδικτύου αποκαλείται viral. Ένα κύμα αποκαλύψεων, το οποίο επιδιώκει την αποκάλυψη και τη διάδοση της αλήθειας για ένα υπαρκτό, αλλά μέχρι σήμερα συγκαλυμμένο ζήτημα «δημόσιας αγωγής» ή όπως έχει καταγραφεί σε επιστημονικές αναλύσεις της άτυπης εκπαίδευσης «δημόσιας παιδαγωγικής», παρόλο που αφορά όχι μόνο παιδιά αλλά και ενήλικες. Προτάσσοντας την αποκάλυψη και διάδοση της αλήθειας το κύμα αυτό διαταράσσει τα όρια μεταξύ ορατού και αόρατου και εμφανίζεται ως ένα αντί-παράδειγμα στον κυρίαρχο πολιτικό και μιντιακό λόγο, στον οποίο κατασκευασμένες εικόνες, προκαθορισμένες ερμηνείες, τετελεσμένες εκδοχές διεκδικούν αξιοπιστία και εγκυρότητα σε βάρος των γεγονότων, κοινωνικών ή οικονομικών, αλλά και των συναισθημάτων, των επιφυλάξεων ή των αντιρρήσεων που μας προκαλούν.
Ας διευκρινίσουμε καταρχάς τον όρο «δημόσια αγωγή». Η δημόσια αγωγή είναι μια άτυπη/μη τυπική εκπαιδευτική διαδικασία η οποία αναπτύσσεται εκτός των θεσμοθετημένων εκπαιδευτικών δομών σε προνομιακά πεδία όπως είναι τα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, οι κοινωνικές δράσεις και τα κοινωνικά κινήματα, ακόμα και οι διαφημιστικές εκστρατείες. Με άλλα λόγια, η δημόσια αγωγή αναφέρεται σε χώρους, πεδία και ρητορικές που ασκούνται έμμεσα διεργασίες αγωγής και εκπαίδευσης, χωρίς προκαθορισμένη εκπαιδευτική στόχευση.
Ειδικότερα, στην περίπτωση μας ο όρος «δημόσια αγωγή» αναφέρεται στον άτυπο και συγκαλυμμένο παιδαγωγικό ρόλο των μέσων ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία συστηματικά προβάλλουν και αναπαράγουν πατριαρχικές, σεξιστικές, ομοφοβικές/τρανσφοβικές και υπερσυντηρητικές απόψεις και αντιλήψεις για την έμφυλη και σεξουαλική βία, καθρεφτίζοντας τον ηγεμονικό λόγο της εξουσίας η οποία διεκδικεί τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας και τη μονοσήμαντη κατανόηση και ερμηνεία της. Παρά την κυριαρχία του ωστόσο, ο λόγος αυτός δεν γίνεται (πάντα και διαρκώς) αποδεκτός.
Πολλοί θεωρητικοί της ριζοσπαστικής εκπαίδευσης έχουν περιγράψει τη δημόσια αγωγή ως μορφή πολιτικής πρακτικής, η οποία μπορεί να αναδείξει περιθωριοποιημένες φωνές, να αμφισβητήσει κατεστημένες αφηγήσεις και τελικά να δημιουργήσει «κοινότητες συμπαράστασης και αλληλεγγύης», πρόθυμες να εμπλακούν σε μια συλλογική δράση υποκινούμενη από τη συναίσθηση ότι «οι ζωές των άλλων μας ενδιαφέρουν», εξίσου με τη δική μας. Οι περιγραφές εμπειριών βίας, που έχουν υποστεί τα θύματα σεξουαλικών εγκλημάτων, δημιουργούν στους/στις ακροατές/τριες ή αναγνώστες/στριες τους τις προϋποθέσεις να υπερβούν τα ατομικά τους συναισθήματα και τις προσωπικές τους αντιδράσεις και να αναπτύξουν μια κριτική στάση και τελικά μια εμπλοκή σε συλλογικές κινητοποιήσεις.
Στους τόπους συνάντησης των προσωπικών εμπειριών και αναμνήσεων των αφηγητριών με τις δημόσιες αφηγήσεις εμπειριών και αναμνήσεων των θυμάτων/επιζωσών της βίας δημιουργούνται οι όροι ανάδειξης προσωπικών διλημμάτων που ίσως τελικά οδηγήσουν σε μετασχηματισμούς συνειδήσεων και πρακτικών.
Το ελληνικό metoo με τις διαστάσεις που έχει ήδη πάρει είναι μάλλον αδύνατον να περιθωριοποιηθεί και παρά το γεγονός ότι πολλές καταγγελίες δεν έχουν πάρει ή δεν θα πάρουν νομική μορφή, «διαπαιδαγωγεί» πολλούς και πολλές.
Όπως συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις που μια «κρυμμένη γνώση» αναδεικνύεται, και μια «κρυμμένη γλώσσα» εκφράζεται στον δημόσιο χώρο, η πρόκληση εδώ βρίσκεται στην αντιπαράθεση μεταξύ της ατομικής εμπειρίας, η οποία σε μεγάλο βαθμό είναι προσωπική και μέχρι τη στιγμή της αφήγησής της αόρατη, και των κυρίαρχων ορισμών της «αλήθειας», που αφορούν την ουσία της σεξουαλικής βίας, η οποία γίνεται ορατή και απτή μέσα από τις αφηγήσεις-μαρτυρίες. Με άλλα λόγια, η αλήθεια της προσωπικής μαρτυρίας (πρέπει να) είναι απολύτως σεβαστή. Η αλήθεια της ατομικής εμπειρίας είναι μη αμφισβητήσιμη ή υπόκειται σε κανόνες δικαιοσύνης ως προς την αξιοπιστία της όταν οδηγεί σε καταγγελία συντελεσμένης εγκληματικής πράξης ή ονοματίζει δημόσια, πρόσωπα και πράγματα. Παράλληλα, η αποκάλυψη της αλήθειας του προσωπικού βιώματος (του τραύματος και της οδύνης που έχει βιώσει το υποκείμενο), είναι μια διεργασία με χειραφετητική δυναμική η οποία μπορεί να αμφισβητήσει ή και να ανατρέψει κοινωνικά εμπεδωμένες πεποιθήσεις.
Η αντιμετώπιση του ελληνικού metoo ως μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας θέτει πολλές προκλήσεις γιατί δεν αφορά α-σώματα, επομένως τραντάζει και το δικό μας σώμα και την αποδοχή ή μη της σεξουαλικής βίας και τα όρια της κοινωνικής και θεσμικής αποδοχής της. Το κύμα αυτό μπορεί βέβαια να οδηγήσει στο ανεπιθύμητο συμπέρασμα ότι αποτελούσε ή αποτελεί μια «εξαίρεση», επειδή η αλήθεια του απειλεί κατεστημένες μορφές εξουσίας που θα κάνουν ό,τι μπορούν να εμποδίσουν το αόρατο να γίνει ορατό.
Εμείς από την άλλη, εμπνεόμενες από τις μαχητικές φεμινιστικές κινητοποιήσεις στη Λατινική Αμερική, στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια, δεν θα σταματήσουμε να διεκδικούμε το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα σε μια ελεύθερη και αυτόνομη ζωή χωρίς έμφυλη βία για όλες τις γυναίκες και τις θηλυκότητες για όλους ανεξαιρέτως γιατί: «ακόμα κι αν φορέσω τη φούστα μου καπέλο, όταν λέω όχι σημαίνει πως δε θέλω!» και αυτό το σύνθημα είναι ένα δικό μας δημόσιο μάθημα.