Χριστίνα Κουλούρη, «Φουστανέλες και χλαμύδες. Ιστορική μνήμη και εθνική ταυτότητα 1821-1930», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2020
Γιατί ο τίτλος του βιβλίου; Διότι αν οπτικοποιήσουμε την εθνική συνείδηση, μας λέει εξαρχής η Χριστίνα Κουλούρη, θα την φανταζόμασταν ντυμένη με φουστανέλες ή/και χλαμύδες. Μήπως αυτό δεν είναι και το brand name της Ελλάδας; Μια εικόνα εύγλωττη, λιτή και σαφής, με την οποία αναγνωρίζεις αμέσως τα greek restaurants και τις τουριστικές διαφημίσεις για την Ελλάδα, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Η εισαγωγή αυτή θα παρέπεμπε σε μια φολκλορικού τύπου παρουσίαση της εθνικής ιδεολογίας στην Ελλάδα. Αλλά δεν πρόκειται γι’ αυτό.
Από την εισαγωγή αντιλαμβάνεται κανείς ότι η συγγραφέας, σχεδιάζοντας το βιβλίο, αναλάμβανε ένα μεγάλο και δύσκολο εγχείρημα. Να γράψει για τη διαμόρφωση της ιστορικής μνήμης και της εθνικής ταυτότητας στον πρώτο αιώνα της ανεξαρτησίας. Πώς όμως θα συγκροτήσεις το νήμα της αφήγησης; Πού θα αναζητήσεις και θα ιχνηλατήσεις τη μνήμη και τη συνείδηση; Πού υπάρχει η συνείδηση για να την περιγράψεις; Αυτό είναι ένα πρώτης τάξης θεωρητικό πρόβλημα. Στην ιστορική κουλτούρα θα την αναζητήσεις, μας απαντά η ιστορικός. Και μάλιστα στην οπτικοποιημένη ιστορική κουλτούρα. Η ιστορική κουλτούρα σχετίζεται ασφαλώς με την ιστορία, αλλά είναι διαφορετική. Η ιστορία αποτελείται από κείμενα, ιδέες, αντιλήψεις, νοητικές κατασκευές· η ιστορική κουλτούρα αποτυπώνεται σε εικόνες που αναπαράγονται, μνημεία, παρελάσεις, θεατρικές παραστάσεις κ.λπ.
Τοπολογία
Την απάντηση στο πρόβλημα συγκροτεί η τοπολογία του βιβλίου. Η μνήμη και η συνείδηση μέσα από την οπτική αναπαράσταση της ελληνικής επανάστασης, μέσα από τα μνημεία και τη δημόσια γλυπτική, μέσα από τις αναπαραστάσεις στο αστικό και στο λαϊκό θέατρο, μέσα από τα ιωβηλαία και τις εθνικές τελετουργίες. Κάθε μια από αυτές τις περιοχές, συγκροτεί ένα κύκλο με παράγωγα ερωτήματα.
Πώς εξεικονίζεται η Επανάσταση; Είναι οι μεγάλες στιγμές και οι ήρωες; Μα ούτε οι πρώτες, ούτε οι δεύτεροι είναι δεδομένες. Τί περιλαμβάνουν; Ποιοι ήρωες θα απεικονιστούν; Κι εδώ η σειρά αντιστρέφεται. Δεν προηγούνται οι ήρωες ή οι ηρωικές στιγμές από την εικονοποιία. Ένας πίνακας, επιβάλλει το γεγονός ακόμη κι αν δεν συνέβη (λ.χ. όρκος των επαναστατών στην Αγία Λαύρα), και μια σειρά πορτρέτων δημιουργεί τον εικαστικό κανόνα. Ποιοι όμως δημιουργούν εικόνες; Εικόνες παράγγειλε ο Μακρυγιάννης, εικόνες έφτιαξαν και οι φιλέλληνες. Ποιες επικράτησαν και αναπαράγονται έκτοτε; Βλέπουμε την Επανάσταση μέσα από το φιλελληνικό βλέμμα, μας λέει το βιβλίο.
Διαφορετική είναι η προβληματική των μνημείων. Εκεί το κράτος αναλαμβάνει το ίδιο δράση. Από την εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου το 1822, αποφασίζεται η ανέγερση μνημείων, πριν από το πέρας της επανάστασης. Αλλά αυτό είναι ένα πεδίο στο οποίο διαφορετικές κοινότητες μνήμης ανταγωνίζονται. Στη διαμάχη αυτοχθόνων-ετεροχθόνων, ο Σούτσος με δικά του έξοδα ανήγειρε το μνημείο για τους Ιερολοχίτες εν Δραγατσανίω πεσόντες. Ο Κωλέττης επίσης είχε τους δικούς του σχεδιασμούς για την ανάδειξη των ρουμελιωτών ηρώων.
Πώς σχεδιάζεται η εθνική στολή, και πώς αναδεικνύεται η φουστανέλα ως εθνικό σύμβολο; Αυτή η αλβανική φορεσιά κατά τον Βύρωνα, από σημείο περιφρόνησης (στα απομνημονεύματα του Νικ. Δραγούμη φουστανελάδες ήταν όσοι σύχναζαν στο σπίτι του «λαϊκιστή» Κωλέττη, ενώ φρακοφορεμένοι στο σπίτι του «εκσυγχρονιστή» Μαυροκορδάτου), μετασχηματίστηκε σε εθνική φορεσιά από τον βασιλιά Οθωνα. Απέτυχε ο ίδιος να μπει στον κανόνα, αλλά επέβαλε την οπτική των Βαυαρών πάνω στην επανάσταση. Με φουστανέλες και αμαλίες γιορτάζεται στα σχολεία ακόμη η 25η Μαρτίου.
Τα αρχαία μάρμαρα κι ο μαρμαρωμένος βασιλιάς
Και οι χλαμύδες; Πώς εισέρχονται στο βιβλίο; Η ιστορικός χρησιμοποιεί τον όρο «συμβολικοί πόροι» όπως και «πολιτισμικοί πόροι», οι οποίοι μας βγάζουν από μια ουσιοκρατική αντίληψη της μνήμης και εισάγουν την έννοια του agency, δηλαδή των δρώντων παραγόντων οι οποίοι οργανώνουν τη μνήμη του νέου κράτους. Δύο λοιπόν ήταν οι βασικοί πολιτισμικοί πόροι. Η επανάσταση του Εικοσιένα (στη χρονολογική και εννοιολογική ευρυχωρία της) και η αρχαιότητα. Η αρχαιότητα άλλωστε χάρισε στους Έλληνες μια μεγάλη αναγνωρισιμότητα, είχαν διαβατήριο στην Ευρώπη πριν αποκτήσουν ακόμη ταυτότητα, όπως έλεγε η αλησμόνητη Έλλη Σκοπετέα.
Η αρχαιότητα, και ειδικότερα η αρχαιολογία στα 200 χρόνια του ελληνικού κράτους είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο που γράφεται ακόμη επί του πεδίου. Εκείνο που αναδεικνύει η μελέτη αυτή είναι αφενός η ανάδυση της έννοιας της «ιστορικής κληρονομιάς» στην Ελλάδα, και πώς από ξένο έγινε δικό μας το αρχαίο παρελθόν, η εμπλοκή της αρχαιότητας στους Ολυμπιακούς αγώνες, οι οποίοι ήταν ταυτόχρονα και μια διεθνή επιχείρηση και μια εθνική προβολή στο εξωτερικό, και η «αναβίωση» της αρχαιότητας μέσω της τραγωδίας και των παραστάσεων ως ένα εκπολιτιστικό -φρονηματιστικό πρότζεκτ της αθηναϊκής αστικής τάξης.
Μιλώντας όμως για φουστανέλες και χλαμύδες μας λείπει ο ενδιάμεσος κρίκος: Οι βυζαντινές φορεσιές. Έμπειρη στα ζητήματα αυτά η Χρ. Κουλούρη, τα είχε αναδείξει άλλωστε στο πρώτο της βιβλίο για την ιστορία και τη γεωγραφία στην εκπαίδευση (1988). Μας λέει εδώ ότι δεν είναι το Βυζάντιο συνολικά που αναδεικνύεται, όπως στην ιστοριογραφία, αλλά στιγμές ή μορφές του. Δηλαδή η Άλωση της πόλης και η ηρωϊκή φιγούρα του τελευταίου αυτοκράτορα, και μάλιστα στα χρόνια πριν τους βαλκανικούς πολέμους. Αν το αρχαίο παρελθόν ήταν ξένο και προσοικειώθηκε, το χριστιανικό από οικείο αποξενώθηκε ως ιστορικό παρελθόν. Οι εκκλησίες, οι εικόνες και τα εκκλησιαστικά αντικείμενα, από τη λατρεία περνούν -όχι χωρίς αντιστάσεις- στο μουσείο ή στην μνημειοποίηση. Με έκπληξη διάβασα πως ο Άγιος Σώστης στη Συγγρού ήταν προηγουμένως το ελληνικό περίπτερο στη διεθνή έκθεση του Παρισιού.
Η κοινωνική μορφή της μνήμης
Ποιος καθορίζει τη μορφή της μνήμης; Τα ανάκτορα, οι κυβερνήσεις, οι αστικοί σύλλογοι, και βεβαίως βασικός δρων παράγων, ο στρατός. Μετά από τους πολέμους 1912-1922 η στρατιωτική διοίκηση είχε την πρωτοβουλία να στηθούν σε κάθε πόλη και χωριό ηρώα και αναμνηστικές στήλες με τα ονόματα των πεσόντων σε όλα τα πεδία των μαχών. Ήταν η εποχή που η μικρασιατική καταστροφή γινόταν αντιληπτή πρωτίστως ως καταστροφή του στρατού και όχι, ακόμη, του πληθυσμού. Η ίδια εποχή συγκροτεί και τη μετάβαση από τη μνήμη των ηγετών του πολέμου στη μνήμη των στρατιωτών (που προηγουμένως θάβονταν σε ομαδικούς τάφους). Στον μεσοπόλεμο δημιουργείται και το κατ’ εξοχήν εθνικό μνημείο, ο Άγνωστος Στρατιώτης, μπρος από τη Βουλή (πρώην βασιλικά ανάκτορα), πάνω στην Πλατεία Συντάγματος. Δεν περνά απαρατήρητο ότι οι συμβολισμοί εδώ συνδέουν την εθνική μνήμη με την εξέλιξη των δημοκρατικών θεσμών στην Ελλάδα.
Και οι λαϊκές τάξεις; Αν η ιστορική κουλτούρα, η μνήμη και η συνείδηση παράγεται από τους πάνω, διαχέεται στους κάτω. Δεν υπάρχει μια άλλη, ξεχωριστή ιστορική κουλτούρα. Και στις περιπτώσεις του Θεόφιλου, και του Καραγκιόζη, που περιλαμβάνει το βιβλίο, εκείνο που κυριαρχεί είναι το μοτίβο του διευρυμένου Εικοσιένα (που περιλαμβάνει τον Αλή Πασά και τον Κατσαντώνη) καθώς και του Μεγαλέξανδρου. Διαπνέεται από το ηρωικό στοιχείο, και το μόνιμο μοτίβο του είναι η ελληνοτουρκική αντίθεση. Τουλάχιστο σε ό,τι αφορά τα πρώτα 100 χρόνια και ως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, φαίνεται ότι η από πάνω προς τα κάτω διάχυση είναι μάλλον μονόδρομος.
Εν κατακλείδι: Πρόκειται για μια μεγάλη τοιχογραφία της μνήμης και της ιστορικής κουλτούρας στην Ελλάδα του πρώτου αιώνα της ανεξαρτησίας της. Ένα κλασικό βιβλίο για την ελληνική ιστορία. Και μια στέρεη αφετηρία για τις μελέτες για τον δεύτερο αιώνα που μόλις συμπληρώνουμε, και στον οποίο τα προηγούμενα μοτίβα θα συναντήσουν την προσφυγική μνήμη, τη συγκρουσιακή μνήμη της δεκαετίας του 1940-50, το Πολυτεχνείο και την αξίωση και οι από κάτω να γίνουν συνδιαμορφωτές της πολιτισμικής μνήμης και της εθνικής συνείδησης.