ΙΚ 205, σ. 160, Διαταγή αναγγελίας κατάληψης Κασσάνδρας (1-11-1821).
Tο έγγραφο είναι το πάνω δεξιά στη σελίδα του κώδικα.
Δ. Παπασταματίου, Φ. Κοτζαγεώργης «Στις παρυφές της Επανάστασης. Μια νέα προσέγγιση του αγώνα στη Χαλκιδική με βάση οθωμανικό τεκμηριακό υλικό», εκδόσεις ΕΑΠ (υπό έκδοση)
Βασικός χώρος εκδήλωσης της επαναστατικής συγκυρίας το 1821 ήταν ο ελλαδικός νότος, Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα και Κυκλάδες, περιοχές οι οποίες για ποικιλία λόγων πρόσφεραν την εδαφική βάση του επαναστατημένου έθνους, τον χώρο λήψης των πολιτικών αποφάσεων, της ιδεολογικής συγκρότησης του νέου πολιτικού υποκειμένου, το πεδίο των αναγκαίων στρατιωτικών επιτυχιών, και τον ενοποιημένο χώρο μιας οικονομίας δυνάμει νέου τύπου. Σε αυτό το πνεύμα, η ελληνική ιστοριογραφία έχει επικεντρώσει όλο το ερευνητικό και συγγραφικό έργο της σε αυτές τις εκφάνσεις του Αγώνα, η γεωγραφική εκδήλωση των οποίων πύκνωσε στις προαναφερθείσες ζώνες.
Όμως ο Αγώνας εκδηλώθηκε και σε άλλους χώρους εγκατοίκησης από ελληνόφωνους πληθυσμούς, οι οποίοι έδειξαν μια ανάλογη διάθεση μεταβολής του πολιτειακού καθεστώτος και συμμετοχής στην επαναστατική συνθήκη, ακόμη και αν η αντίστοιχη κινητοποίησή τους δεν έδειξε σημαντικά εχέγγυα επιτυχίας ή επαναστατικής ωριμότητας, ή δεν πληρούσε τους αντικειμενικούς όρους επιτυχίας. Το κίνημα του Εμμανουήλ Παπά στην Χαλκιδική, η εξέγερση της Νάουσας και οι στρατιωτικές κινητοποιήσεις των αρματολών του Ολύμπου είναι οι τρεις επαναστατικές εκφάνσεις του Αγώνα στη Μακεδονία, οι οποίες μαζί με τις επαναστατικές εστίες της Σάμου, της Ηπείρου και της Κρήτης, αποτελούν τις περιφερειακές εκδηλώσεις του ελληνικού επαναστατικού εθνικού πνεύματος.
Θέμα του παρόντος βιβλίου είναι η επανάσταση στη Χαλκιδική, όχι όμως στο πλαίσιο μιας γεγονοτολογικής αφήγησης per se, δηλαδή για γεγονότα τα οποία πάνω κάτω είναι γνωστά και επεξεργασμένα βιβλιογραφικά. Στόχος μας είναι η μελέτη της αντανάκλασης που είχε η επαναστατική συγκυρία σε ένα περιφερειακό οθωμανικό αρχείο, αυτό του ιεροδικείου Θεσσαλονίκης. Σε αυτό το πνεύμα, φιλοδοξούμε να μετέχουμε σε σειρά μελετών που έχουν ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια, εργασίες οι οποίες αποσκοπούν στην ιχνηλάτηση των επαναστατικών γεγονότων στα ανεκμετάλλευτα από τους Έλληνες ιστορικούς οθωμανικά αρχεία.
Ιδιαιτερότητες της τοπικής πραγματικότητας
Από την άλλη, αυτό που διαφοροποιεί την παρούσα μελέτη από άλλες παρόμοιες είναι η εστίαση όχι στην αρχειακή πρόσληψη του Αγώνα από την Υψηλή Πύλη, δηλαδή την κεντρική αυτοκρατορική αρχή, αλλά από την περιφερειακή επαρχιακή διοίκηση της πόλης της Θεσσαλονίκης. Η οπτική προφανώς είναι διαφορετική﮲ εκεί που η τεκμηρίωση των κεντρικών αυτοκρατορικών αρχείων καταγράφει κατευθυντήριες στρατηγικές και θεμελιώδεις ιδεολογικές προσλήψεις του Αγώνα εκ μέρους των Οθωμανών, η δική μας τεκμηρίωση εστιάζει στην εφαρμογή των κεντρικά σχεδιασμένων πολιτικών και στις ιδιαιτερότητες, δυσκολίες, αποκλίσεις και αναπροσαρμογές που επέβαλε η τοπική πραγματικότητα. Στο κέντρο της ερευνητικής εστίασής μας δεν είναι η σουλτανική αρχή, αλλά οι περιφερειακές διοικητικές και δικαστικές αυθεντίες στην προσπάθειά τους να καταστείλουν το επαναστατικό κίνημα του Παπά. Φυσικά, σε κάθε περίπτωση, οι επιλογές και πρακτικές του αυτοκρατορικού κέντρου αντανακλώνται σε σημαντικό βαθμό στο υπό μελέτη αρχειακό υλικό, αλλά διαθλασμένες και οπωσδήποτε προσαρμοσμένες στα τοπικά δεδομένα της επαρχίας. Κατά συνέπεια, το υλικό μας είναι επίσης κατάλληλο για τη μελέτη μιας κοινωνίας σε επαναστατικό αναβρασμό και των συνεπειών από την καταστολή των ανατρεπτικών διαθέσεών της. Τέλος, η σχέση του μακεδονικού χώρου με τον επαναστατημένο νότο, έτσι όπως εξειδικεύεται στον σημαίνοντα ρόλο της Θεσσαλονίκης ως στρατιωτικού κέντρου του οθωμανικού στρατού, θα αποτελέσει αντικείμενο του βιβλίου αυτού. Πρόκειται για μια όψη της ιστορίας της πόλης τελείως άγνωστη.
Εικόνα έντονης προπαγάνδας
Η μελέτη ενός οθωμανικού ιεροδικείου εν καιρώ επανάστασης κατέδειξε ορισμένα ενδιαφέροντα ζητήματα. Θα πρέπει εξαρχής να υπογραμμιστεί ότι δεν γνωρίζουμε πόσο συνεπής ήταν ο ιεροδίκης και κατά πόσο συστηματικά καταχωρούσε ό,τι στελνόταν από την Πύλη ή εκδιδόταν από τον ίδιο προς την Πύλη. Με άλλα λόγια, είναι άγνωστο αν ελήφθησαν κι άλλα έγγραφα –όχι μόνο από το κέντρο, αλλά και από περιφερειακές αρχές– τα οποία δεν καταγράφηκαν στους κώδικες για άγνωστους σε μας λόγους, ή αν, επίσης για άγνωστους λόγους, ο ιεροδίκης δεν καταχώρησε κάποια από τα έγγραφα που έστελνε στην Πύλη. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την παράμετρο, μέσα από τη ροή των καταχωρίσεων των κωδίκων προκύπτει μια εικόνα έντασης και αναστάτωσης τον πρώτο καιρό της εκδήλωσης της επανάστασης. Αυτό προκύπτει από τον ατημέλητο κάποιες φορές τρόπο γραφής των διαταγμάτων και το ασυστηματοποίητο των καταχωρίσεων. Γρήγορα, όμως, και μετά την καταστολή της επανάστασης στη Χαλκιδική επανήλθε η κανονικότητα των καταχωρίσεων, παρ’ όλο που η Θεσσαλονίκη δεν είχε σταματήσει να απασχολεί την κεντρική εξουσία σε σχέση με την επανάσταση στον νότο. Στον βαθμό που οι καταχωρίσεις αντικατοπτρίζουν ό,τι πραγματικά έλαβε το ιεροδικείο, προκύπτει αρχικά μια εικόνα έντονης προπαγάνδας. Τα διατάγματα, είτε του σουλτάνου είτε των επαρχιακών διοικητών, παράλληλα με τις οδηγίες, τα πληροφοριακά στοιχεία και τις εντολές που περιείχαν για μετακινήσεις στρατευμάτων, χρημάτων ή τροφίμων, ενσωμάτωναν και μια ρητορική εξόχως προπαγανδιστική περί της αναγκαιότητας κινητοποίησης σύμπαντος του μουσουλμανικού πληθυσμού της επαρχίας. Μέσα από αυτά τα διατάγματα μπορούμε να συλλάβουμε και να διαισθανθούμε την ατμόσφαιρα που δημιουργούταν στην πόλη, εφόσον ο ιεροδίκης υποχρεωνόταν να κοινοποιήσει αυτά τα κείμενα με οποιοδήποτε τρόπο στην πόλη, κατεξοχήν στους μουσουλμάνους. Απόηχοι μιας έντασης εναντίον των μη μουσουλμάνων φαίνονται μέσα σε διατάγματα που καταχωρήθηκαν, με τα οποία γινόταν προσπάθεια να επιβληθεί η τάξη στην πόλη. Οι μουσουλμάνοι στη Θεσσαλονίκη, βέβαια, δεν ήταν η πλειονότητα, όπως σε άλλες πόλεις (π.χ. την πρωτεύουσα) και έτσι οι ισορροπίες ήταν λεπτές και περίπλοκες.
Η αποκατάσταση της τάξης
Παρ’ όλο που η επαναστατική αναστάτωση δεν εκμηδενίστηκε στην περιοχή μετά την καταστολή της επανάστασης, αυτή η αναστάτωση δεν αποτυπώνεται παρά σποραδικά στις καταχωρίσεις του ιεροδικείου. Μετά το 1822 το ιεροδικείο –και μέσω αυτού και την πόλη; – φαίνεται να μην το απασχολεί παρά ελάχιστα η πειρατική δραστηριότητα των Ψαριανών και άλλων ελλήνων νησιωτών στα ανοιχτά του Θερμαϊκού ή της Χαλκιδικής και του Στρυμονικού κόλπου. Αντιθέτως, το απασχολεί η αποκατάσταση της τάξης, η επαναφορά στην κανονικότητα της αγροτικής ζωής, η επανάκαμψη στα χωριά των ανθρώπων που έφυγαν και το ζήτημα των αδιάθετων περιουσιών, όσων είτε εκτελέστηκαν είτε διέφυγαν κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Η αποκατάσταση της κανονικότητας αποτέλεσε μια μακρόχρονη και δύσκολη διαδικασία για τις τοπικές αρχές της Θεσσαλονίκης και απαίτησε την εφαρμογή ευέλικτων πρακτικών, τόσο για την προσέλκυση των φυγάδων χωρικών στις εστίες τους όσο και την εμπέδωση της δημόσιας τάξης, αλλά και την απρόσκοπτη εισροή των φόρων στο κρατικό θησαυροφυλάκιο. Προκύπτει, εν τέλει, ότι η Θεσσαλονίκη δεν ήταν τελικά τόσο μακριά και αποξενωμένη από τον πυρήνα της επανάστασης, αλλά συνέβαλε, από την πλευρά των Οθωμανών, στην προσπάθεια καταστολής της, λειτουργώντας ως σταθμός τροφοδοσίας του οθωμανικού στρατού.
Το βιβλίο τους είναι αποτέλεσμα ερευνητικού προγράμματος του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (2017-2020) και πρόκειται να εκδοθεί εντός του 2021 από τις εκδόσεις Ε.Α.Π.