Σοφία Λαΐου, Μαρίνος Σαρηγιάννης «Οθωμανικές αφηγήσεις για την Ελληνική Επανάσταση. Από τον Γιουσούφ Μπέη στον Αχμέτ Τζεβντέτ Πασά», εκδόσεις Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2019
Ο Ναυπλιώτης Γιουσούφ Μπέης, από μητέρα Ελληνίδα, δίνει λεπτομερείς περιγραφές της πολιορκίας του Ναυπλίου, συμπληρώνοντας τις ελληνικές πηγές, ενώ επιπλέον προσπαθεί να κατανοήσει τα κίνητρα και τις ενέργειες των επαναστατών, λέει ο Μαρίνος Σαρηγιάννης, ερευνητής στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, που μαζί με την καθηγήτρια Οθωμανικής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Σοφία Λαΐου, επιμελήθηκαν και σχολίασαν την αφήγησή του.
Η εξέταση οθωμανικών πηγών είναι κάτι σχετικά καινούριο για την ελληνική ιστοριογραφία της Επανάστασης. Πιστεύετε κομίζει νέα στοιχεία στις γνώσεις μας γι’ αυτήν ή απλώς μας βοηθά περισσότερο να κατανοήσουμε την οθωμανική πραγματικότητα;
Η αλήθεια είναι πως οι οθωμανικές πηγές δεν μας προσφέρουν πολλά νέα στοιχεία ως προς την ίδια την Επανάσταση. Οι αρχειακές πηγές, οι οποίες είναι το αντικείμενο μιας σειράς ερευνητικών προγραμμάτων που ολοκληρώθηκαν ή ολοκληρώνονται φέτος από διάφορους φορείς, προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για την αντιμετώπιση των επαναστατών από τις οθωμανικές αρχές. Ζητήματα επιμελητείας έως διαβουλεύσεις για θέματα στρατηγικής, διαμάχες μεταξύ πασάδων και ούτω καθεξής, αποτελούν τέτοια παραδείγματα. Οι αφηγηματικές πηγές, από την άλλη, είναι πολύ διαφωτιστικές ως προς το πώς ερμήνευσαν οι οθωμανικές ελίτ την Επανάσταση και το πώς προσέλαβαν τις νεωτερικές έννοιες μέσω της μετάφρασης επαναστατικών κειμένων ή τις απόπειρες εξήγησης κτλ.
Ήρθαν στο φως ή απλώς μελετήθηκαν πρόσφατα, πέραν του από πιο παλιά γνωστού έργου του Τζεβντέτ Πασά, μαρτυρίες και κείμενα Οθωμανών χρονικογράφων και ιστορικών όπως του Σανί-ζαντέ, του Εσάτ, του Βαχίτ Πασά (που διέταξε τη σφαγή της Χίου), του Βασφή που πολέμησε στην Εύβοια και, βέβαια, του Γιουσούφ Μπέη του οποίου τη μαρτυρία παρουσιάζετε, μαζί με τη Σοφία Λαΐου, μεταφρασμένη και αναλυτικά σχολιασμένη. Το σχετικό γνωστικό πεδίο θα είναι περιορισμένο ή μόλις άνοιξε και μας επιφυλάσσει πολλές νέες γνώσεις και ιστορικές πηγές προς εξέταση για την Ελληνική Επανάσταση στο μέλλον;
Δυστυχώς ο αριθμός τέτοιων πηγών, τουλάχιστον με βάση όσα γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή, είναι περιορισμένος και δεν αναμένουμε την ανακάλυψη νέου υλικού αυτής της μορφής. Από τις πηγές αυτές, ο μεγαλύτερος όγκος είναι επίσημοι ιστοριογράφοι του παλατιού (Σανί-ζαντέ, Εσάτ, Μπαχίρ Εφέντης) και ο Τζεβντέτ Πασάς που ενσωμάτωσε και επέκτεινε το έργο τους στη δική του πολύτομη ιστορία. Κάποιοι είναι αυτόπτες μάρτυρες γεγονότων που τα κατέγραψαν είτε για προσωπική δικαίωση (είναι η περίπτωση του Βαχίτ Πασά) είτε για να καταδείξουν τις αδυναμίες τακτικής των ντόπιων αξιωματούχων (εν πολλοίς το κίνητρο του Γιουσούφ Μπέη). Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί ο Βασφή, διότι πρόκειται για έναν άτακτο στρατιώτη που συμμετείχε σε μεγάλο μέρος των στρατιωτικών επιχειρήσεων χωρίς να έχει καμία επαφή με θέματα στρατηγικής, ερμηνείας ή οποιασδήποτε προσπάθεια κατανόησης της Επανάστασης. Οπωσδήποτε πολλά ακόμα μπορεί να βρει κανείς στις πηγές αυτές, δύσκολα όμως θα ανακαλυφθούν καινούργιες.
Ειδικότερα ο γεννημένος στο Ναύπλιο και με μητέρα Ελληνίδα Αχμέτ-Πασά-ζαντέ-Γιουσούφ Μοραβή ή Γιουσούφ Μπέης, που έζησε την Επανάσταση στο Ναύπλιο και την περιέγραψε, με ποιο τρόπο εμπλουτίζει τις γνώσεις μας;
Από πολλές πλευρές το κείμενο του Γιουσούφ Μπέη είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Ως γνώστης της περιοχής και της ελληνικής γλώσσας δίνει λεπτομερείς περιγραφές των γεγονότων που συμφωνούν και συμπληρώνουν τις ελληνικές πηγές, ενώ επιπλέον προσπαθεί να κατανοήσει τα κίνητρα και τις ενέργειες των επαναστατών. Ιδίως όσον αφορά την πολιορκία του Ναυπλίου, έχει μεγάλο ενδιαφέρον η περιγραφή της ζωής και του ηθικού των πολιορκημένων, «εκ των έσω». Τέλος, εξαιρετικά ενδιαφέρουσες είναι οι συνομιλίες του ίδιου με Έλληνες προύχοντες, όμηρους των πολιορκημένων κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την παράδοση της πόλης. Σε αυτές βλέπουμε μάλλον μια μίξη των πραγματικών απόψεων των προυχόντων αυτών για τους λόγους και τις προοπτικές της Επανάστασης με απόψεις που πιθανόν ανήκουν στον ίδιο τον Γιουσούφ.
Οι Οθωμανοί βλέπουμε πως αποδίδουν σε μεγάλο βαθμό την Επανάσταση σε ρωσική επιρροή. Σε ποιο βαθμό αυτό αποτελεί προϊόν της γνωστής «ρωσοφοβίας» των Οθωμανών της περιόδου και σε ποιο αντικατοπτρίζει πραγματικά γεγονότα;
Περισσότερο θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για την αδυναμία να κατανοήσουν από την πρώτη στιγμή τα κίνητρα και τις επιδιώξεις της Επανάστασης. Γνωρίζουμε ότι η στάση της Ρωσίας απέναντι στην Επανάσταση υπήρξε τουλάχιστον χλιαρή τα πρώτα χρόνια, αντίθετα με τις προσδοκίες των εξεγερμένων. Έχοντας ωστόσο την εμπειρία των Ορλωφικών, οι Οθωμανοί βιάστηκαν να αποδώσουν τα γεγονότα, αρχής γενομένης από την εξέγερση στη Μολδοβλαχία που συνόρευε και με τη Ρωσική Αυτοκρατορία, στις μηχανορραφίες του τσάρου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γιουσούφ Μπέης μεταφέρει μια φήμη για έλευση του Καποδίστρια στην Πάτρα, ενώ ο Σανί-ζαντέ μεταφράζει μεγάλο μέρος της γνωστής επιστολής του προς τους Έλληνες, θεωρώντας την περισσότερο υποκίνηση σε εξέγερση παρά παραίνεση προς αποφυγή του ένοπλου αγώνα, όπως εμείς την κατανοούμε.
Το ελληνικό κοινό, ήδη από το σχολείο, παρακολουθεί μια αφήγηση περί το Εικοσιένα εστιασμένη σχεδόν αποκλειστικά στις ηρωικές πράξεις των πρωταγωνιστών και στους σχεδιασμούς των Φιλικών. Πόσο αναγκαίο είναι να γίνει λόγος σε μεγαλύτερο βάθος για το διεθνές περιβάλλον αλλά και για την οθωμανική ματιά στην Επανάσταση; Και γιατί κάτι τέτοιο δεν γινόταν μέχρι πρόσφατα και αρχίζει να γίνεται τώρα;
Προφανώς η εικόνα της Επανάστασης στην Ελλάδα είναι πρωτίστως ελληνοκεντρική, ιδίως όσον αφορά τη λεγόμενη δημόσια ιστορία. Το γεγονός αυτό δεν έχει αλλάξει παρά τις προσπάθειες αρκετών ιστορικών, οι οποίες με τη σειρά τους άργησαν, καθώς ακολούθησαν την καθυστερημένη ανάπτυξη των οθωμανικών σπουδών στη χώρα μας. Συνηθίσαμε να βλέπουμε την Επανάσταση ως ελληνικό γεγονός, γενεσιουργό συμβάν του ελληνικού κράτους ή απόληξη οικονομικών, κοινωνικών και πνευματικών διεργασιών του Νέου Ελληνισμού, ενώ σχετικά πρόσφατα είδαμε και την προσέγγισή της ως ευρωπαϊκού γεγονότος. Η Επανάσταση, ωστόσο, υπήρξε και ένα οθωμανικό γεγονός. Έλαβε χώρα στα οθωμανικά εδάφη, αντιτάχθηκε στην οθωμανική εξουσία και, μπορεί να υποθέσει κανείς, υπήρξε και απόληξη κοινωνικών διεργασιών που εντάσσονται στην οθωμανική ιστορία. Πέρα από τη σύνδεση με τις φυγόκεντρες τάσεις, που έπαιξαν τόσο σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Αυτοκρατορίας κατά την προεπαναστατική περίοδο, ιδιαίτερα γόνιμη μπορεί να θεωρηθεί η συσχέτιση της ανόδου των βαλκανικών εθνικισμών με τη σταδιακή αποξένωση των χριστιανών υπηκόων από τους μουσουλμάνους, καθώς οι τελευταίοι, κυρίως στις πόλεις, συμμετείχαν μέσω του γενιτσαρικού σώματος όλο και πιο ενεργά στο «πολιτικό έθνος» που διεκδικούσε νόμιμο μερίδιο στην εξουσία από τα τέλη του 17ου αιώνα. Ο ρόλος των γενιτσάρων τόσο στη Σερβική Επανάσταση όσο και στα γεγονότα της Κρήτης τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα μπορεί να υποστηρίξει αυτή την ερμηνεία, η οποία δεν φιλοδοξεί να εξηγήσει αλλά να φωτίσει από μια άλλη πλευρά τις εξελίξεις. Το να δούμε την Επανάσταση σε ένα ευρύτερο πλαίσιο θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα τους περιορισμούς αλλά και τη σημασία της, ενώ θα συντελούσε και σε μια λιγότερο εθνοκεντρική αντίληψη της ιστορίας αλλά και του σύγχρονου κόσμου.