Η συζήτηση για τη σχέση της Επανάστασης με τις τομές και τους μετασχηματισμούς έχει απασχολήσει κλασικούς στοχαστές (Μπερκ, Τοκβίλ, Μαρξ) με αποκορύφωμα εκλεπτυσμένες αναλύσεις στους κόλπους της ιστορικής και πολιτικής κοινωνιολογίας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία αυτής της συζήτησης δεν είναι οι αιτίες των επαναστάσεων αλλά οι συνέπειες των εξουσιαστικών διαδικασιών στο πλαίσιο τους.
Μάλιστα, αυτό το σημείο έχει τη δική του προϊστορία στην ελληνική ιστοριογραφία. Το Εικοσιένα αποτέλεσε ένα από τα αγαπημένα θέματα μαρξιστών και φιλελεύθερων μελετητών που αναζητούσαν ένα εξελικτικό μοτίβο ή αιτίες καθυστέρησης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, σε αντίστιξη με προγραμματικές προσδοκίες του καιρού τους. Βαθμιαία, είδαν το φως της δημοσιότητας πιο επεξεργασμένα ερμηνευτικά σχήματα και χαρτογραφήθηκαν ποικίλες όψεις των κοινωνικών σχέσεων στους κόλπους του νέου ελληνισμού. Αλλά, σε ό,τι αφορά τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς οι πιο σημαντικές συμβολές προέκυψαν μέσα από τη σε βάθος ανάλυση παραδειγματικών περιπτώσεων, οι οποίες κατέδειξαν επιπροσθέτως τα όρια διαδεδομένων ταξινομήσεων (ενδεικτικά: Hering 1996, Ροτζώκος 1997, Πιζάνιας 2003 και 2014, Τζάκης 2009, Κοταρίδης 2017, Ασδραχάς 2019, Μπαχάρας 2020).
Χαρτογράφηση των αλλαγών: δύο παραδείγματα
Ο ιστορικός Πέτρος Πιζάνιας, στην Ιστορία των Νέων Ελλήνων 1400-1820, έχει παρουσιάσει εκτενώς τους βασικούς μηχανισμούς της κοινωνικής κινητικότητας των αξιωματούχων της οθωμανικής εξουσίας –σε αντίθεση με τη μεγάλη μάζα των ραγιάδων– και τις μεταγενέστερες διεργασίες κοινωνικής διαφοροποίησης στους κόλπους ομάδων του νέου ελληνισμού. Διεργασίες που ήταν συνυφασμένες με την ανάπτυξη των εμπορικών και μορφωτικών δικτύων, ιδίως στο δεύτερο μισό του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα.
Η Ελληνική Επανάσταση ενίσχυσε τις διεργασίες κοινωνικής και γεωγραφικής κινητικότητας, αυτή τη φορά με άξονα αναφοράς τον πόλεμο και τη συγκρότηση εθνικού κράτους. Όμως, παρόλο που η πρόσβαση σε πηγές είναι πολύ καλύτερη στις μέρες μας, η συζήτηση για τις κοινωνικές ομάδες το Εικοσιένα, έναν αιώνα μετά την αρχική συμβολή του Κορδάτου, εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να περιστρέφεται γύρω από τα ίδια –και κατά τα άλλα απαντημένα– ζητήματα: ο ρόλος των εμπόρων, των προεστών, των πολιτικών, των οπλαρχηγών, των αρματολών κ.ά.
Η χαρτογράφηση των αλλαγών που προκάλεσε η Επανάσταση στην κοινωνική διαστρωμάτωση προϋποθέτει επεξεργασίες στις αναλυτικές κατηγορίες, έμφαση –αρχικά τουλάχιστον– σε θεματικές προσεγγίσεις και αξιοποίηση ανεκμετάλλευτων πηγών. Σε ό,τι αφορά το τελευταίο, ας σταθούμε σε δύο ενδεικτικά παραδείγματα.
Με βάση καταγραφή των κατοίκων της επαρχίας του Άργους, η οποία πραγματοποιήθηκε επί Καποδίστρια, φαίνεται ότι ο πληθυσμός της μειώθηκε αισθητά, ίσως και στο μισό, αν δεχτούμε ότι το 1821 αριθμούσε 19.000 ψυχές (18.000 χριστιανοί και 1.000 μουσουλμάνοι) ενώ το 1828 μόλις 9.781. Άλλαξε η εθνοπολιτισμική σύνθεση, στο 20% των ελληνικών οικογενειών χάθηκε ο σύζυγος, άνοιξαν ζητήματα επιβίωσης για τις χήρες και τα ορφανά κ.ά. Πέρα όμως από τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, ευρύτερα μιλώντας, ένας μέρος των πληθυσμιακών μεταβολών προέκυψε από (εξ)αναγκαστικές μετακινήσεις (ντόπιοι μουσουλμάνοι, Χιώτες, Ψαριανοί, Κρητικοί, Σουλιώτες κ.ά.) και άλλους παράγοντες (βλ. Κόμης 2003).
Τα κριτήρια ομαδοποίησης του πληθυσμού στην παραπάνω καταγραφή ήταν σαφώς προαποφασισμένα από τις αρχές. Δεν υπήρχε η κατηγορία στρατιωτικοί –εν μέρει εύλογα καθώς ο πόλεμος στην Πελοπόννησο είχε τελειώσει και τα ημιτακτικά σώματα επρόκειτο να στελεχωθούν από Στερεοελλαδίτες κ.ά.– ούτε κάποια αναφορά σε άλλες μορφές δύναμης και επιρροής, καθώς επρόκειτο για απογραφή. Αυτού του τύπου το υλικό όμως, παρά τα μειονεκτήματά του, παρέχει μια ενδιαφέρουσα εικόνα για την κοινωνική μορφολογία στην επαρχία του Άργους, η οποία είχε παρόμοια χαρακτηριστικά με άλλες επαρχίες της Πελοποννήσου.
Το υλικό είναι ταξινομημένο σε τρεις ζώνες: πόλη, πάροικοι, ύπαιθρος. Δηλαδή με βάση μια τιμοκρατικού τύπου διάκριση που υποδηλώνει εδραίες κοινωνικές ιεραρχίες. Όλοι οι κτηματίες και οι πρώτης τάξης έμποροι κατοικούσαν στην πόλη αγορά-διοικητικό κέντρο. Ανάμεσα στον αυξημένο αριθμό των παροίκων είναι αισθητή η παρουσία μιας μάλλον δευτερεύουσας κλάσης εμπόρων. Ωστόσο μένει να διευκρινιστεί, σε ποιο βαθμό συνολικά οι πάροικοι ήταν παλαιότεροι έποικοι ή πρόσφατα εγκατεστημένοι πληθυσμοί πέριξ της πόλης λόγω του πολέμου. Το γεγονός πάντως ότι αυτή η ομάδα είχε λιγότερους γεωργούς και ποιμένες, αρκετές χήρες και πολλούς «εργάτες» αποτελεί όψη μιας κοινωνικά υποδεέστερης θέσης.
Στην ύπαιθρο είναι ορατό το μέγεθος των γεωργών (μάλλον με ιδιοκτησία). Είναι επίσης πολύ μεγάλος ο αριθμός των «εργατών» σε όλες τις βασικές κατηγορίες. Βέβαια, στην περίπτωση της πόλης, η κατηγορία «εργάτες» σίγουρα στέγαζε δραστηριότητες με ανόμοια ιεραρχία: αρχιμάστορες, τεχνίτες, βοηθούς, αχθοφόρους, ποικίλους μεροκαματιάρηδες κ.ά. Στην περίπτωση των παροίκων ο ίδιος όρος είναι πιθανό ότι αφορούσε παρακεντέδες που μαζί με της οικογένειές τους εργάζονταν εποχιακά στο Άργος (βλ. Λιάτα, 2003) και πρόσφυγες που για να επιβιώσουν ασκούσαν περιστασιακές χειρωνακτικές εργασίες. Τέλος, στην περίπτωση της υπαίθρου ως «εργάτες» μάλλον είχαν καταγράψει χωρικούς με πολύ μικρή έως ελάχιστη γη που συμπλήρωναν τα εισοδήματά τους σε ιδιοκτησίες τρίτων και, ίσως, καλλιεργητές εθνικών κτημάτων.
Αυτό το υλικό παρέχει μια στατική πληροφόρηση για την κοινωνική διαστρωμάτωση, που δείχνει ακίνητη, ωστόσο αν εξεταστεί με κριτήριο την επαναστατική διαδικασία, μπορεί να ενταχθεί σε μια συζήτηση με ποικίλες ενδιαφέρουσες πτυχές. Πρώτον, οι πολιτικές αλλαγές το Εικοσιένα σηματοδοτούν τη διάκριση του κτηματία από το πλαίσιο της προεπαναστατικής αρχοντίας, το οποίο τερματίστηκε με την ανατροπή της οθωμανικής κυριαρχίας. Ασφαλώς, δεν κλονίστηκε το κύρος των «οικοκυραίων», έχασε όμως τα παλιά του ερείσματα και χρειάστηκε να προσαρμοστεί σε νέους μηχανισμούς. Δεύτερον, η Επανάσταση ενίσχυσε τη μικροϊδιοκτησία (γη στην ύπαιθρο, εργαστήρια στις πόλεις), ιδίως στους χωρικούς που ανέλαβαν το βάρος της πολεμικής αναμέτρησης και με τη δράση τους εδραίωσαν τον ρόλο του ελεύθερου πολίτη. Τρίτον, οι πληθυσμιακές μετακινήσεις σήμαναν τις απαρχές ανασυγκρότησης των αστικών συσσωματώσεων προς την κατεύθυνση της σύγχρονης πόλης.
Αξιωματικοί από Μαυροβούνιο και Βουλγαρία
Οι δυναμικές φυσικά ήταν πολύπλευρες και ενίοτε αντιφατικές, γι’ αυτό χρειάζεται να εξεταστούν διαφορετικής φύσεως πηγές με έμφαση στο στοιχείο της διάρκειας. Ενδεικτική είναι η περίπτωση των ενόπλων που στα τέλη της Επανάστασης ενσωματώθηκαν στα ημιτακτικά στρατιωτικά σώματα (χιλιαρχίες, ελαφρά τάγματα). Από ένα δείγμα 325 ανώτερων, μεσαίων και κατώτερων αξιωματικών, προκύπτει ότι: συμμετείχαν στην Επανάσταση από πολύ ενωρίς, η συντριπτική πλειοψηφία από το 1821 και ελάχιστοι αργότερα (κυρίως από το 1822 έως το 1824) –όταν μπήκαν στον πόλεμο, οι περισσότεροι ήταν νέοι– μάλιστα, ενώ όλοι έδρασαν στην επικράτεια του Αγώνα, η καταγωγή τους αντλούσε από ποικίλες περιοχές.
Πιο συγκεκριμένα, το 57% των αξιωματικών είχε καταγωγή από περιοχές που συγκρότησαν τα εδάφη του νέου ελληνικού κράτους το 1832: κυρίως από τη Στερεά Ελλάδα. Από την άλλη, η ιδιαίτερη πατρίδα του υπόλοιπου 43%, ενός δηλαδή επίσης υψηλού ποσοστού, ήταν έξω από αυτό το χώρο: από τα μικρασιατικά παράλια, τα Επτάνησα, την πέριξ του Ολύμπου Μακεδονία, την πέριξ των Ιωαννίνων και της Άρτας Ήπειρο, τη Θεσσαλία και κυρίως τη Μαγνησία, το Αργυρόκαστρο, τη Χειμάρρα και την Κορυτσά, τα υπόλοιπα Βαλκάνια (Μπίτολα, Μπόσνα, Μαυροβούνιο, Βουλγαρία, Φιλιππούπολη, Μεσημβρία, Ανδριανούπολη κ.α.), την Κύπρο κ.α.
Οι περισσότεροι είχαν γεννηθεί περί το 1800, είχαν δηλαδή μεγαλώσει στη συγκυρία άνθησης του φιλελεύθερου εθνικού κινήματος και –ανεξάρτητα αν δέχτηκαν σχετικές επιρροές ή αν ορισμένοι είχαν ήδη ενταχθεί σε προεπαναστατικά ένοπλα σώματα– όντας ακόμη νεαροί στρατεύτηκαν στην Επανάσταση. Πολέμησαν από νέοι, δηλαδή σε μια ηλικία που δεν θα μπορούσαν να έχουν καταστεί ριζικά διακεκριμένοι, και η θεσμική αναγνώριση της πορείας τους, σε τελική ανάλυση, κρίθηκε σε ένα νέο πλαίσιο, από νέου είδους αρχές (θεσμούς και ιδέες).
Στο προεπαναστατικό πλαίσιο ο κόσμος των ενόπλων πατριών και των αρματολών είχε δοσμένους τρόπους κοινωνικής ανέλιξης. Η συγκρότηση του ελληνικού εθνικού κράτους οριοθέτησε νέους μηχανισμούς και διαδικασίες θεσμικής ενσωμάτωσης, στις οποίες πήρε μέρος επιπροσθέτως ένα νέο δυναμικό που άρχισε να σχετίζεται με τον κόσμο των αρμάτων μέσα στην Επανάσταση.
Παράλληλα, ο ίδιος ο πόλεμος σήμανε νέες διαδικασίες κοινωνικής διαφοροποίησης που σε κάθε περίπτωση οφείλουν να εξεταστούν στις συγκεκριμένες εκδοχές τους. Και όχι με ένα γενικό τρόπο του τύπου οι ένοπλοι, οι έμποροι, οι προεστοί κ.λπ. ή με βάση προσδοκίες που προβάλλονται εκ των υστέρων σε αυτές τις ομάδες.
Σαφώς τα παραπάνω αφορούσαν επιμέρους τμήματα του πληθυσμού και συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές. Φανερώνουν όμως τη σημασία της αξιοποίησης διαφορετικών πηγών, συμπληρωματικών μεταξύ τους, οι οποίες είναι απαραίτητες για να καλυφθούν τα κενά στην εικόνα που έχουμε για τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς που σήμανε η Επανάσταση του 1821, αφήνοντας κατά μέρος τις τελεολογικές ερμηνείες, π.χ. περί ανολοκλήρωτης επανάστασης, και τις οντολογικές θεωρήσεις των κοινωνικών ομάδων, έτσι ώστε η συζήτηση για το χαρακτήρα της Ελληνικής Επανάστασης να τεθεί με νέους όρους.
Από τις εκδόσεις Ασίνη κυκλοφόρησε το 2020 το βιβλίο του «Ελληνική επανάσταση και δημόσια οικονομία. Η συγκρότηση του ελληνικού εθνικού κράτους 1821-1832».