21 Μαΐου 1823. Μια χήρα στέλνει στον Γρηγόριο Δικαίο (Παπαφλέσσα), Υπουργό Εσωτερικών την εποχή εκείνη, την παρακάτω επιστολή:
Σεβασμιώτατε άγιε αρχιμανδρίτα
Με το δουλικόν μου γράμμα δηλοποιώ, ηξεύρεις την δυστυχίαν μου άγιε αρχιμανδρίτα, πως ήμουν και πως εκατήντησα η άθλια και δεν έχω που να ειπώ το παράπονό μου. Όμως πρώτα έχω τον επουράνιον θεό και δεύτερα τη σεβασμίοτη σου, οπού είμασθε έξι ψυχές όλοι αδύνατοι και δεν ημπορούμε να υποφέρωμε. Αγροικώ και άλλες οπού είναι ωσάν και εμένα και κάτι απόλαυσαν και εγώ η άθλια μένω κατάδικη, και μάλιστα οπού αυτός ο δύστυχος είχε και έξοδα. Και έχω και άλλο ένα παράπονο. Τον περσινόν καιρόν τον Γενάρη επάνδρευε ο Μπελόκας το παιδί του και εις τον γάμον επάνω οπού έφευγαν οι συμπέθεροι και έριναν ντουφέκια, μου εσκότωσαν το μουλάρι μου, οπού εκείνο είχα η πτωχή να αναστήσω τα παιδιά μου. Και αν έχω δίκαιον ναν το λάβω. Ειδεμή να ηξεύρω.
Μένω ξαναπροσκυνώντας
1823 Μαΐου 21 Τριμπολιτζά
Ταπεινή δούλη σας
Θανάσενα Ντεγρήνα
Δεν ξέρουμε αν η γυναίκα έχει συντάξει και γράψει το γράμμα μόνη της. Πάντως ίδιο είναι το χέρι στην υπογραφή και στο κείμενο της επιστολής, το οποίο αποδίδει με ενάργεια τον προφορικό της λόγο, βρίθοντας ορθογραφικών λαθών (ενδεικτικά, δείγμα γραφής: εριναν ντουφέκεια μου εσκώτοσαν το μουλαρι μου οπου εκεινω ήχα). Απευθύνεται στον Παπαφλέσσα προτάσσοντας την ιερατική του ιδιότητα και επισημαίνοντας την προσωπική του γνώση για την κατάστασή της, καθώς μετά τον θάνατο του συζύγου της έχει αναλάβει πια η ίδια μόνη της τη φροντίδα της εξαμελούς οικογένειάς της. Κλείνει με εκφράσεις συνήθεις στην αλληλογραφία της εποχής (προσκυνώ, ταπεινή δούλη σας) που δεν αποδίδουν την κυριολεξία του νοήματός τους αλλά μια παράδοση επιστολογραφίας.
Στο κείμενό της με ευθύ, κοφτό ύφος και λιτό λόγο, με λίγες μονάχα λέξεις, διατυπώνει δύο παράπονα. Το πρώτο, να τύχει όμοιας αντιμετώπισης με άλλες χήρες, τοσούτω μάλλον που ο δύστυχος σύζυγός της είχε έξοδα. Το δεύτερο μάλλον αναπάντεχο. Ζητά «το δίκιο» της γιατί τον περασμένο χρόνο στο σχόλασμα ενός γάμου οι συμπέθεροι έριχναν τουφεκιές και σκότωσαν το μουλάρι της, βασικό εργαλείο για να ζήσει τα παιδιά της.
Είναι ένα ασήμαντο έγγραφο ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα τεκμήρια του 1821; Μια προσωπική υπόθεση άνευ αξίας για την ιστορία της Επανάστασης; Ένα κατά λάθος σκοτωμένο μουλάρι άλλωστε, ποιόν μπορεί να ενδιαφέρει, και τότε και σήμερα; Νομίζω, τεκμήρια σαν και αυτό, ανάμεσα σε πλήθος άλλων αγνοημένων από την ιστόρηση του 1821, επιτρέπουν μια διαφορετική θέαση της φυσιογνωμίας της ελληνικής επανάστασης και των αλλαγών που σήμανε για τους ανθρώπους που την έζησαν.
Ας σταθούμε λίγο στο τεκμήριο. Αποτυπώνει, κατά τη γνώμη μου, τη μετάβαση από την παλαιά εποχή στη νέα που έφερε η επανάσταση, εμπεριέχοντας και τις δύο. Καταρχήν η ίδια η ενέργεια. Το γεγονός ότι μία γυναίκα γράφει στον εκπρόσωπο της πολιτικής εξουσίας, δεν είναι σύνηθες, παρότι απαντά με έναν τρόπο και στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας. Γυναίκες –χήρες κατά κύριο λόγο– απευθύνονται για παράδειγμα στον Αλή πασά για οικογενειακά θέματα, διεκτραγωδώντας τις συμφορές τους και εκλιπαρώντας την προστασία του. Και εκεί, όπως και εδώ, αντλούν νομιμοποίηση για το διάβημά τους τους από το γεγονός ότι έχει πεθάνει ο σύζυγος, ο αρχηγός της οικογένειας, και εκείνες πλέον έχουν αναλάβει τη μέριμνα των ανήλικων τέκνων. Ενεργούν δηλαδή με έναν τρόπο στο όνομα του εκλιπόντος συζύγου. Επίσης η χήρα της επιστολής επιλέγει να ονοματίζει τον εαυτό της όχι με το όνομά της, βαπτιστικό ή οικογενειακό, αλλά με εκείνα του συζύγου, μια συνήθεια που διατηρήθηκε μέχρι τα πρόσφατα χρόνια σε χωριά της Πελοποννήσου. Η επιστολογράφος μάλιστα δεν απευθύνεται σε οποιονδήποτε εκπρόσωπο της εξουσίας αλλά σε κάποιον που τον γνωρίζει καλά, ο οποίος όμως είναι και ο καθ’ ύλην αρμόδιος για την υπόθεσή της. Η πρόταξη του θρησκευτικού ρόλου του Παπαφλέσσα, έχει οπωσδήποτε σημασία, καθώς η εκκλησιαστική ιδιότητα μοιάζει εδώ να υπερκερνά το πολιτικό αξίωμα της νέας Διοίκησης, τα «παράπονα» της όμως έχουν πολιτικό περιεχόμενο.
«Και άν έχω δίκαιον να το λάβω. Ειδεμή να το ηξεύρω».
Το πρώτο αίτημα αφορά την ίση αντιμετώπιση με άλλες ομοιοπαθείς γυναίκες. Η χήρα δηλαδή της επιστολής, χωρίς να εξυμνεί τον ηρωισμό του άνδρα της, χωρίς καν να μνημονεύσει τις συνθήκες θανάτου του, απαιτεί από τη Διοίκηση την κοινή αρωγή που προσφέρεται στις γυναίκες των σκοτωμένων αγωνιστών. Δεν πρόκειται συνεπώς για την παραδοσιακή συνήθη, γνωστή και από την προεπαναστατική εποχή, παράκληση να δείξει έλεος ο αφέντης, αλλά για απαίτηση ίσης μεταχείρισης, η οποία έχει κατακτηθεί από τη νέα μορφή Διοίκησης. Αυτό αποτυπώνεται ανάγλυφα στο δεύτερο παράπονο της χήρας για το σκοτωμένο μουλάρι της. Εκεί, περιγράφει αδρά και παραστατικά το συμβάν και ζητά από τη Διοίκηση να κρίνει εκείνη τι μέλλει γενέσθαι. Δεν εκλιπαρεί, δεν επιδιώκει ειδική μεταχείριση, δεν ζητά ρουσφέτι. Η απόληξη του γράμματος είναι ένα διαυγές μήνυμα υπερηφάνειας και αξιοπρέπειας, διατυπωμένο με ευθύ τρόπο: «Και άν έχω δίκαιον να το λάβω. Ειδεμή να το ηξεύρω».
Αν όμως η επιστολή αυτή επιτρέπει να ανιχνευτεί το νέο τοπίο που δημιούργησε η επανάσταση, όπου παραμένουν διακριτά και ίχνη προεπαναστατικών εδραιωμένων αντιλήψεων, η αντίδραση της Διοίκησης μέσω του υπουργού Εσωτερικών συνιστά νομίζω απτό δείγμα των ραγδαίων αλλαγών που είχαν επέλθει.
Η υπόθεση από τη στιγμή που έρχεται σε γνώση της Διοίκησης εντάσσεται στη γραφειοκρατική διαχείριση που έχει προβλεφθεί, η οργάνωση της οποίας αποτελεί κατεξοχήν νεωτερικό στοιχείο. Στο οπισθόφυλλο του εγγράφου η γραμματεία του παραλήπτη κάνει μία σύνοψη του θέματος, όπου αποκρυσταλλώνεται το ακριβές περιεχόμενο με τρόπο πιο ξεκάθαρο από την ίδια την επιστολή: «αγωγή της Αθανάσενας Ντεγρήνα να της διορισθή ένας μισθός δια 6: ανθρώπους, παιδιά της, διότι ο ανήρ της εσκοτώθη εις τον πόλεμον. Να διορισθή ο Μπελόκας να της πληρώση το μουλάρι οπού τους εσκοτώθη εις τον γάμον του υιού του».
Αυθημερόν με τη λήψη της επιστολής, στις 21 Μαΐου 1823, ο υπουργός Εσωτερικών εκδίδει διαταγή προς τον αντιστράτηγο Νικήτα Δ. Δικαίο, όπου αφού επαναλαμβάνει το περιστατικό του άκαιρου πυροβολισμού του μουλαριού καταλήγει: «διορίζεσαι ευθύς αφού λάβης την παρούσαν διαταγήν να εξετάσης να ευρεθούν ποίοι εσκότωσαν το μουλάρι της, τους οποίους και να υποχρεώσης να το πληρώσουν άνευ προφάσεως, επειδή η ρηθείσα Θανάσενα, ενώ είναι δίκαιον να λαμβάνη βοήθειαν δια τον άνδρα της οπού εσκοτώθη εις τον υπέρ πατρίδος πόλεμον να αδικείται από τους συμπολίτας της, το κακόν είναι ανυπόφορον».
Διοίκηση που έχει χρέος να ακούει
Την ίδια ημέρα ο Παπαφλέσσας στέλνει επίσης το ακόλουθο υπηρεσιακό, θα λέγαμε σήμερα, σημείωμα προς τον γενικό επιστάτη της επαρχίας Λεονταρίου: «Η Θανάσενα Ντεγρίνα επαρρισιάσθη με αναφοράν της και αιτεί την υπεράσπισιν της Διοικήσεως δια να θρέψει την ορφανήν φαμιλλίαν της. Επειδή έχασε τον άνδρα της εις τον υπέρ της πατρίδος ιερόν αγώναν είναι χρέος της Διοικήσεως να την βοηθή. Όθεν διορίζεσαι κατά τον νόμον της Διοικήσεως να δίδης αυτήν από 12½ οκ(άδες) αλεύρι τον μήναν δια κάθε ψυχήν. Η φαμίλλιά της αυτή σύγκειται από έξι ψυχάς».
Ο Παπαφλέσσας, ως υπουργός Εσωτερικών, κινείται, καθώς φαίνεται, αστραπιαία για την άμεση επίλυση των δύο αιτημάτων. Χρησιμοποιεί τη διοικητική οργάνωση που έχει δημιουργηθεί από την επανάσταση και ενεργοποιώντας τον μηχανισμό απαιτεί να βρεθούν άμεσα οι ένοχοι της θανάτωσης του μουλαριού προκειμένου να αποζημιώσουν τη γυναίκα, ενώ φροντίζει η τελευταία να λαμβάνει ένα βοήθημα σε αλεύρι για τη διατροφή των ορφανών παιδιών της. Η λειτουργία μιας διοίκησης που ακούει –που αναγνωρίζει ότι έχει χρέος να ακούει– το δίκαιο αίτημα, τον πόνο, τον καημό του πολίτη και φροντίζει όχι μόνο για την ανακούφιση αλλά και για την απονομή δικαιοσύνης, είναι κατάκτηση της Επανάστασης. Είναι προφανώς μια ανατροπή, που την βιώνουν και την κατανοούν όλοι οι κάτοικοι της χώρας, όπως δείχνει πληθώρα τεκμηρίων με προσωπικά αιτήματα ανάλογα με αυτά που υπέβαλε η γυναίκα της επιστολής. Η επίσημη αναγνώριση των δικαιωμάτων περίθαλψης που απολαμβάνουν τα μέλη της οικογένειας των νεκρών αγωνιστών είναι ένα ακόμη νεωτερικό στοιχείο. Η πολιτεία απονέμει την οφειλόμενη τιμή και την οικονομική θαλπωρή σε όσους θυσιάστηκαν γι’ αυτήν και στα μέλη της οικογένειάς τους. Έχει τη θέληση και την υποχρέωση να το κάνει.
Η όλη διαδικασία θα μπορούσε να είναι η νέα κανονικότητα που δημιούργησε η Επανάσταση, ωστόσο υπάρχει ένα στοιχείο που νομίζω ξενίζει. Αυθημερόν απάντηση και κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού για τη θεραπεία ενός προσωπικού προβλήματος δημιουργεί εύλογη υπόνοια ότι κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει. Και πράγματι, το πρόσωπο που υποβάλλει το αίτημα, η Θανάσενα Ντεγρήνα, δηλαδή η χήρα Θανάση Δαγρέ, δεν ήταν άσημο πρόσωπο. Από το χωριό Βρωμόβρυση στα σύνορα Αρκαδίας και Μεσσηνίας –τότε στην επαρχία Λεονταρίου από όπου καταγόταν και ο Παπαφλέσσας– η οικογένεια Δαγρέ είχε πάρει μέρος ενεργά στον αγώνα. Ο Θανάσης Δαγρές ήταν παλιός κλέφτης που ένθερμα συμμετείχε στην επανάσταση με το ξέσπασμά της με δικό του σώμα ενόπλων, διακρίθηκε για τη γενναιότητά του και σκοτώθηκε κατά την εισβολή στην Τρίπολη στην απόπειρά του να πυρπολήσει εχθρικά σπίτια. Ήταν επομένως πρόσωπο με το οποίο ο Παπαφλέσσας είχε εντοπιότητα και καλή γνωριμία.
Το περιστατικό αυτό και η διαχείρισή τους είναι άραγε μια ένδειξη ότι με την επανάσταση αλλάξαν όλα; Ότι αλλάζουν οι θεσμοί, οι τρόποι σκέψης και συμπεριφοράς των ανθρώπων; Συνήθως οι θεσμικές αλλαγές, έργα φωτισμένων ηγεσιών, μειοψηφικών αλλά εκφραστών της δυναμικής της εποχής τους, προηγούνται. Έπονται τα έθιμα, οι συνήθειες, οι νοοτροπίες, που κινούνται με τους δικούς τους πιο αργούς ρυθμούς. Κάποτε αυτές οι τελευταίες μοιάζουν αναλλοίωτες, αδιάβροχες από το χρόνο. Όπως οι εορταστικές ντουφεκιές στα γλεντοκόπια των γάμων – μαζί με τις τραγικές ενίοτε συνέπειές τους.
Πρόσφατα εκδόθηκε το βιβλίο του «Τρεις Φιλικοί έπαρχοι στην Άνδρο. Από το επαναστατικό σχέδιο στην κρατική διοίκηση (1822-1825)», μεταγραφή τεκμηρίων Άννα Αθανασούλη - Βάλλια Ράπτη, έκδοση Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2020.
Όλα τα έγγραφα προέρχονται από τα ΓΑΚ, Αρχείο Γραμματείας των Εσωτερικών (περιόδου Αγώνος), φ. 11, και έχουν αναρτηθεί στην εφαρμογή Αρχειομνήμων arxeiomnimon.gak.gr. Στην επανάσταση μετέχουν δύο οικογένειες οπλαρχηγών –από το Λεοντάρι και το Άργος– με το οικογενειακό όνομα Δαγρές/Ντεγρές και υπάρχει σύγχυση στη δράση των μελών τους. Ανάλογο πρόβλημα εντοπίζεται και με τη διάκριση των μελών δύο οικογενειών Δικαίων από την Πολιανή Μεσσηνίας.