Ενας καλοπροαίρετος ακροατής της ομιλίας του κ. Μητσοτάκη στη Βουλή την Παρασκευή, θα μπορούσε να πει: επιτέλους, ο πρωθυπουργός ζήτησε συγγνώμη για την αστυνομική βία, εξήγγειλε και μέτρα για τη βελτίωση της συμπεριφοράς των αστυνομικών, ανέλαβε την ευθύνη. Το κακό, όμως, είναι πως με τον κ. Μητσοτάκη δεν μπορείς να είσαι καλοπροαίρετος, γιατί σε πρώτη ευκαιρία θα το εκμεταλλευτεί, για να κρύψει την πραγματικότητα, δηλαδή να σε εξαπατήσει.
Αυτό που στην πραγματικότητα έκανε, ήταν να αναλάβει, εικονικά και ανέξοδα, την ευθύνη που αναλογεί σε ένα αστυνομικό όργανο, που, δυστυχώς, παραφέρεται αμαυρώνοντας την καλή εικόνα της αστυνομίας, για την οποία, προφανώς, φροντίζει η κυβέρνηση. Δεν θεώρησε και δεν θεωρεί ότι υπάρχει θέμα πολιτικής ευθύνης για μια κατάσταση που διαμορφώνει η κυβερνητική πολιτική, μέσα στην οποία βρίσκει έδαφος να εκδηλωθεί η παράνομη αστυνομική βία. Στην ουσία, φόρτωσε τη δική του ευθύνη, την πολιτική ευθύνη, σε ένα απαράδεκτα διαπαιδαγωγημένο εκτελεστικό όργανο.
Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε σε γεγονότα του παρελθόντος για να το τεκμηριώσουμε αυτό. Η υποτιθέμενη αυτοκριτική του κ. Μητσοτάκη συνοδεύεται από μια εκκωφαντική σιωπή για τον τρόπο με τον οποίο επίσημα το κόμμα του επιχείρησε να θολώσει την υπόθεση άγριου ξυλοδαρμού στη Νέα Σμύρνη: με τη γραπτή οδηγία προς τους βουλευτές του, όταν μιλούν για το θέμα, να κατηγορούν το θύμα του ξυλοδαρμού αναφερόμενοι στην πολιτική τοποθέτησή του, για την οποία το νον πέιπερ της ΝΔ έδινε στοιχεία που μόνο ένας χαφιεδικός μηχανισμός μπορούσε να διοχετεύσει. Την ίδια ώρα, δηλαδή, που ζητούσε συγγνώμη για πράξεις που ταιριάζουν σε αστυνομικό κράτος, τροφοδοτούσε τη νοοτροπία του αστυνομικού κράτους με τον πιο επίσημο τρόπο: με την υπόδειξη σε στελέχη του να χρησιμοποιούν στοιχεία από το «φάκελο» του θύματος, για να μειώσουν τις αλγεινές εντυπώσεις. Όταν δασκαλεύεις μ’ αυτό τον τρόπο τους βουλευτές σου, τι μαθήματα θα πάρει ένας αστυνομικός για τη θέση του και το ρόλο του μέσα στο κράτος και απέναντι σε κάθε πολίτη; Αλλά το εντυπωσιακότερο απ’ όλα είναι ότι την ίδια στιγμή που η ΝΔ ξαναφέρνει απ’ το παράθυρο τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, ο αρχηγός της κατηγορεί την αντιπολίτευση ότι γυρίζει τη χώρα στη δεκαετία του ‘ 50.
Στην ίδια ομιλία διέπραξε και μια απρέπεια, που εξηγεί γιατί νιώθουν τα όργανα καταστολής πως έχουν «τα χέρια λυμένα» με την άδεια της κυβέρνησης. Ούτε λίγο ούτε πολύ, αναφέρθηκε στην υπόθεση αστυνομικής βίας, τη γνωστή σαν «υπόθεση Ινδαρέ», όχι σαν μια υπόθεση που ορθά και λογικά πήρε το δρόμο της, έστω μακρόσυρτης, δικαστικής διερεύνησης, αλλά αφήνοντας τον υπαινιγμό ότι ήδη διαφαίνεται πως η δικαστική κρίση δεν πρόκειται να επιρρίψει ευθύνες στα αστυνομικά όργανα. Αποδεικνύοντας πως, όταν μιλάει για θέματα αστυνομικής βίας, δεν μπορεί να αποφύγει να πάρει θέση υπέρ των θυτών και όχι των θυμάτων. Βασική αρχή του αστυνομικού κράτους υπήρξε ανέκαθεν ότι τα θύματα της αστυνομικής βίας είναι που προκαλούν την τύχη τους. Είναι κι αυτός ένας τρόπος αντιμετώπισης αυτής της βίας: η σιωπή των αμνών.