Jean-Patrick Manchete «Νεκροτομείο πλήρες», μτφ: Ειρήνη Παπακυριακού, επίμετρο: Κώστας Θ. Καλφόπουλος, εκδόσεις Άγρα, 2021
Ο Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ (1942-1995) θεωρείται και είναι ο συγγραφέας που ανακάτεψε εκ νέου την τράπουλα του νέου γαλλικού αστυνομικού μυθιστορήματος (neo-polar). Η οπτική της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και οι προβληματισμοί που γέννησε η έφοδος στον ουρανό τον Μάη του ’68, που τελικά δεν ευοδώθηκε, κυριαρχούν στη συλλογιστική του έργου του. Το «γιατί» δεν σταμάτησε ποτέ να τον απασχολεί. Η λογοτεχνία του όμως δεν βασίστηκε μόνο σ’ αυτούς τους προβληματισμούς. Οι καταστασιακοί του Ντεμπόρ επηρέασαν εξίσου ενδόμυχα τον μελαγχολικό κατά τα άλλα Μανσέτ, ενώ καθοριστικός παράγοντας που τον έστρεψε στα Αριστερά σε νεαρή ηλικία ήταν το αλγερινό ζήτημα και η αλγερινή επανάσταση.
Ο Μανσέτ ήταν, αν μη τι άλλο, πολυτάλαντος. Ασχολήθηκε συστηματικά με το σινεμά (συνδέθηκε φιλικά μεταξύ άλλων με τον Κλοντ Σαμπρόλ), με το θέατρο και με τη μετάφραση. Ήταν λάτρης των γουέστερν, ειδικά των «αιρετικών» (Σαμ Πέκινπα, Σέρτζιο Λεόνε κ.ά.) και της επιστημονικής φαντασίας. Διετέλεσε διευθυντής σειράς κόμικ και διεύθυνε το Φεστιβάλ της Ανγκουλέμ. Άκουγε φανατικά τζαζ (και λιγότερο ροκ) και είχε ειδική προτίμηση στους αυτοσχεδιασμούς του Miles Davis, του Thelonious Monk και του αδικοχαμένου Clifford Brown.
Ήταν επίσης ένας ριζοσπάστης της γραφής. Στις προτάσεις του δεν περισσεύει μία λέξη. Επιθετικοί προσδιορισμοί, κοσμητικά και λοιπές πλουμιστές λέξεις; Μακριά. Εσωτερικοί μονόλογοι; Ψυχολογική ενδοσκόπηση; Ούτε για αστείο. Επηρεασμένος από την αμερικανική hard boiled σχολή του αστυνομικού, από τον Ρέιμοντ Τσάντλερ και τον Τζιμ Τόμσον κυρίως, ο Μανσέτ είχε μια λακωνικότητα (ειδικά στους διαλόγους) που τσάκιζε κόκαλα. Ο ρυθμός στην αφήγησή του δεν ήταν απλώς κοφτός, αλλά κοφτερός σαν φαλτσέτα, γεγονός που σπίνταρε την εξέλιξη της πλοκής, ακόμη κι όταν αυτή ξεκινούσε κάπως ράθυμα («Το μελαγχολικό τραγούδι της Δυτικής Ακτής»). Η γραφή του ήταν ώρες-ώρες, όχι απλώς στεγνή, αλλά αποσταγμένη, «ξερός πάγος». Χώριζε επίσης κάθετες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στον ίδιο και στους χαρακτήρες του. Πλήρης αποστασιοποίηση.
Η στρατηγική της υπονόμευσης
Ο Μανσέτ επέφερε ριζική ανατροπή στις συμβάσεις του είδους επειδή ακριβώς αρνήθηκε να κάνει διαχωρισμούς ανάμεσα σε καλούς και κακούς. Στην κοινωνία του θεάματος η βία και η διαφθορά είναι κυρίαρχες, σαν να επαναλαμβάνει ως μότο στα μείζονα έργα του («Η πρυνής θέση του σκοπευτή», «Νάδα»). Ακόμα και στο εξτρεμιστικό «Νάδα», στο φινάλε ο ακροαριστερός αντάρτης πόλεων αντιλαμβάνεται ότι έχει πέσει σε παγίδα που του έχει στήσει το σύστημα. Προηγουμένως, ο Μανσέτ έχει φροντίσει να περιγράψει έξω από τα δόντια την ηθική αποσύνθεση της γαλλικής κοινωνίας, όπως και στην Πρυνή θέση του σκοπευτή, πριν φτάσουμε στο τελικό ξεκαθάρισμα. Στο δε Μελαγχολικό κομμάτι της Δυτικής Ακτής ο κεντρικός ήρωας Ζεφρώ δέχεται με το καλημέρα επίθεση από δύο άγνωστους αγνοώντας το γιατί – που μπορεί να έχει πολλές απαντήσεις, ανάλογα με το πώς θα ερμηνεύσει κανείς τελικά την ιστορία. Πρόκειται για στρατηγική εκ μέρους του Μανσέτ, που υπονομεύει καθετί κλισέ στον χώρο του αστυνομικού. Μέρος αυτής της στρατηγικής της υπονόμευσης αποτελούν και οι σκηνές βίας. Χωρίς να είναι τραβηγμένες, φλερτάρουν με την υπερβολή. Ο Μανσέτ, παρόλη την αναλυτικότητα στις περιγραφές του, δεν θα μπορούσε να είναι νατουραλιστής συγγραφέας.
Τεράστια δύναμη πυρός
Μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάνουμε στο «Νεκροτομείο πλήρες», που είναι το τελευταίο μυθιστόρημα του Μανσέτ το οποίο εκδίδεται στα ελληνικά. Μια επίσκεψη μιας νεαρής στάρλετ στο γραφείο του ιδιωτικού ντετέκτιβ Εζέν Ταρπόν, πρώην μπάτσου που παραιτήθηκε από το σώμα επειδή σκότωσε έναν Άραβα (Καμύ), πυροδοτεί τη δράση. Η στάρλετ πιστεύει ότι η ίδια και η συγκάτοικός της απειλούνται. Τα λεγόμενά της επαληθεύονται. Η συγκάτοικος βρίσκεται δολοφονημένη με μαχαίρι. Η αστυνομία επεμβαίνει και η φίλη κρίνεται πιθανή ύποπτη. Για να αποδείξει την αθωότητά της, προσλαμβάνει τον Ταρπόν, ο οποίος όμως, για να πούμε την αλήθεια, στέκεται στον αντίποδα των ντετέκτιβ του κλασικού νουάρ. Δεν είναι καπάτσος, σκληρός και ξύπνιος. Αντίθετα, είναι μάλλον ατζαμής, αργόστροφος και αντιμετωπίζει πρόβλημα με το αλκοόλ. Για καλή του τύχη, προστρέχει σε βοήθειά του ένας δημοσιογράφος με καλές διασυνδέσεις, ο οποίος το κάνει για δικό του όφελος, επειδή πιστεύει ότι έχει βγάλει ιστορία-λαυράκι. Αν όμως σαρκάζει τον Ταρπόν, τότε ο Μανσέτ γελοιοποιεί παντελώς την Αστυνομία και τους δικούς της ντετέκτιβ. Τους παρουσιάζει τελείως τεμπέληδες, απρόθυμους, ανίκανους να πάρουν μιαν απόφαση ή να εκτελέσουν μια εντολή όπως πρέπει. Θέλουν μάλλον να φορτώσουν την ενοχή στον/στην πρώτο/η εύκαιρο/η και μετά να κουκουλώσουν την ιστορία. Το σύστημα απονομής δικαιοσύνης αποσχολεί τον Μανσέτ πίσω από το χιουμοριστικό περίβλημα, σ’ αυτό το μυθιστόρημα. Το θεωρεί σαθρό, σάπιο. Υπό αυτή την έννοια, και πάντα με δεδομένη την υπονομευτική διάθεση του Μανσέτ, το μυθιστόρημα έχει και πολιτική διάσταση.
Σταδιακά οι δολοφονίες πυκνώνουν, ενώ στην κυρίως υπόθεση εμπλέκονται μια σέκτα Μαρτύρων του Ιεχωβά, μια φράξια Αράβων αγωνιστών (χωρίς να μας δίνονται περισσότερα στοιχεία). Πέφτουν πάντως άφθονοι πυροβολισμοί και αυτοκίνητα κυνηγάνε το ένα το άλλο μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα. Όπως σημειώνει και ο κορυφαίος εν ζωή συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων James Ellroy, «για να χρησιμοποιήσω βαλλιστική ορολογία, ο Μανσέτ διαθέτει τεράστια δύναμη πυρός». Αποδεικνύεται πάντως ότι τα παραπάνω ελάχιστη σχέση έχουν με την ιστορία μας. Στο οικoγενειακό background του θύματος εντοπίζεται περισσότερο ενδιαφέρον και προς τα εκεί, μέσα σε μια στιγμιαία έκλαμψη, προσανατολίζεται και, ύστερα από ένα καπρίτσιο της τύχης, αναζητά τη λύση του μυστηρίου ο ντετέκτιβ Ταρπόν «που ελίσσεται σαν χέλι».
Αξίζει να σημειωθεί ότι το «Νεκροτομείο πλήρες» μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, το 1983, με τον τίτλο «Polar» και με τον Κλοντ Σαμπρόλ σε δεύτερο ρόλο. Ο δε Σαμπρόλ, που όπως είπαμε ήταν καλός φίλος του Ζαν-Κλοντ Μανσέτ, έχει με τη σειρά του μεταφέρει στον κινηματογράφο το «Nada».