Από τον μεγάλο σεισμό στην Ελασσόνα στις 3 Μαρτίου μέχρι και τη στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές έχουν μεσολαβήσει εννιά ημέρες. Αν μη τι άλλο ένα ικανό χρονικό διάστημα για να διαπιστώσει κανείς τις συνέπειες του φαινομένου, κυρίως στις ζωές των ανθρώπων που επλήγησαν και οι οποίοι, όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, είδαν την καθημερινότητά τους να αλλάζει δραματικά μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα.
Η Ελασσόνα και οι γύρω περιοχές χόρεψαν στο ρυθμό των 6,3 ρίχτερ. Μόλις ένα 24ωρο αργότερα, στις 4 Μαρτίου, μεγάλος μετασεισμός καταγράφηκε στα 5,9 ρίχτερ. Ό,τι άφησε όρθιο η πρώτη σεισμική δόνηση (που ευτυχώς έλαβε χώρα σε μεσημεριανή ώρα), το αποτελείωσε η δεύτερη. Και οι ζημιές είναι πάρα πολλές, άσχετα αν το θέμα δεν έχει λάβει από τα κατεστημένα ΜΜΕ την έκταση που του αξίζει.
Στο (μεγάλο) χωριό Δαμάσι, δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Τυρνάβου, οι άνθρωποι βιώνουν μία ανυπολόγιστη καταστροφή. Τα μισά και πλέον από τα σπίτια του χωριού έχουν κριθεί, προσωρινά τουλάχιστον, μη κατοικήσιμα! Περίπου 300 άνθρωποι φιλοξενούνται με έξοδα του Δήμου Τυρνάβου σε ξενοδοχείο των Τρικάλων, ενώ άλλοι μετακόμισαν προσωρινά σε σπίτια συγγενικών τους προσώπων. Όπως καταλαβαίνει κανείς πρόκειται για προσωρινή λύση, η οποία δεν μπορεί να χαρίσει ασφάλεια στους σεισμόπληκτους.
Έχουν, επίσης, στηθεί 20 τροχόσπιτα (συνολικά στο Δήμο Τυρνάβου), ενώ από τους 60 οικίσκους που έχουν παραγγελθεί από το υπουργείο Υποδομών έχουν παραληφθεί οι 6. Είναι δε άγνωστο πότε θα παραληφθούν και οι υπόλοιποι έτσι, ώστε να στεγαστούν όλοι οι σεισμόπληκτοι της περιοχής. Όπως και να έχει πάντως πάνω από 100 άνθρωποι παραμένουν σε σκηνές και κάθε μέρα σταυρώνουν τα δάχτυλά τους για να μην βρέξει και η -έτσι και αλλιώς- δύσκολη καθημερινότητά τους γίνει αφόρητη. Επίσης, περίπου 50 οικογένειες, αν και στα σπίτια τους δεν διαπιστώθηκαν προβλήματα, διαμένουν τρομοκρατημένοι ακόμα στα αυτοκίνητά τους.
Ο μεγάλος σεισμός της 3ης Μαρτίου έπληξε και πολλά από τα σχολεία των γύρω περιοχών. Το δημοτικό σχολείο του Δαμασίου, το οποίο στεγαζόταν σε ένα πολύ παλιό κτήριο (του 1938) ήδη κατεδαφίστηκε. Οι μαθητές του, με παιδιά άλλων δημοτικών σχολείων από τα γύρω χωριά (συνολικά 120) δεν είναι σε θέση την τελευταία εβδομάδα να κάνουν ούτε τηλεκπαίδευση. Μόλις την Τετάρτη παρέλαβαν τα βιβλία τους (τα παλιά έμειναν μέσα στα κτήρια και ειδικά στο Δαμάσι ουδείς παίρνει το ρίσκο να πάει να τα πάρει) ενώ, όπως όλα δείχνουν, τα συνολικά τρία δημοτικά σχολεία των οποίων τα κτήρια υπέστησαν ζημιές, θα μετεγκατασταθούν σε ιδιωτικό σχολείο, που εδρεύει στο στρατόπεδο Σχοινά στον Τύρναβο μετά από σχετική συνεννόηση με το ΓΕΕΘΑ. Ακόμα όμως και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση παρατηρούνται προβλήματα και μία εβδομάδα μετά δεν έχει γίνει ακόμα ξεκάθαρο ποια από τα κτίρια είναι κατάλληλα για συνέχιση των μαθημάτων και ποια όχι.
Είναι χαρακτηριστική η ανακοίνωση της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της Περιφερειακής Ενότητας Λάρισας την Τετάρτη η οποία, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι "δεν θα πραγματοποιηθεί εξ αποστάσεως εκπαίδευση (…) και ότι οι σχολικές μονάδες θα παραμείνουν κλειστές για προληπτικούς λόγους, ώστε να δοθεί χρόνος, μέχρι να σταλούν όλα τα στοιχεία στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, αναφορικά με την καταλληλότητα των κτηρίων των σχολικών μονάδων και όσων χρήζουν επισκευών". Και είναι πραγματικά να απορεί κανείς πόσο χρόνο χρειάζονται οι αρμόδιες υπηρεσίες για να διαπιστώσουν πόσα από τα σχολικά κτίρια παραμένουν κατάλληλα ή όχι.
Πολλοί σε σκηνές στην Ελασσόνα
Στο Δήμο της Ελασσόνας όπου εντοπίστηκε και το επίκεντρο του μεγάλου σεισμού, τα προβλήματα είναι ανάλογα. Πάνω από 200 άτομα διανυκτερεύουν ακόμα σε σκηνές. Από τους οικίσκους που έχουν παραγγελθεί, έχουν φτάσει στην πόλη μόλις τέσσερις και η τοπική δημοτική αρχή καταβάλλει πολύ μεγάλη προσπάθεια να τους καταστήσει άμεσα κατοικήσιμους. Τα χωριά Μεσοχώρι και Αμούρι είναι αυτά που επλήγησαν περισσότερο από το φαινόμενο και η κρατική φροντίδα εστιάζεται κυρίως στους κατοίκους τους. Πολλοί πολίτες διαμένουν σε ξενοδοχεία (με έξοδα του Δήμου), ενώ περισσότερα από 200 σπίτια έχουν υποστεί φθορές, οι οποίες από τους ειδικούς εμπειρογνώμονες χαρακτηρίζονται ως σοβαρές. Σαράντα από αυτά τα σπίτια δεν μπορούν να κατοικηθούν πλέον.
Μέσα σε όλα τα άλλα πρέπει να αναδειχθούν και ακόμα δύο σημαντικές παράμετροι. Η πρώτη έχει να κάνει με την οικονομική αντοχή των δήμων, η οποία είναι μικρή και δεδομένη. Μέχρι στιγμής, για παράδειγμα, ο Δήμος της Ελασσόνας έχει βγάλει από τα ταμείο του περισσότερα από 400.000 ευρώ μέσα σε μία εβδομάδα, για να καλύψει τις βασικές ανάγκες των σεισμοπαθών. Για έναν μικρό δήμο, όπως αυτός, το ποσό είναι τεράστιο. Το βοήθημα των 600 ευρώ, μία εβδομάδα μετά τον σεισμό, δεν είχε δοθεί σε κανέναν σεισμοπαθή των οποίων τη συντήρηση ανέλαβαν οι δήμοι και η … τεράστια διάθεση των συμπολιτών τους από όλη την Ελλάδα να βοηθήσουν. Υπήρχε δέσμευση ότι το ποσό θα δοθεί στους δικαιούχους χωρίς περιττές γραφειοκρατικές διαδικασίες μέχρι την Παρασκευή 12 Μαρτίου. Καλό θα ήταν η δέσμευση αυτή να γίνει πράξη, χωρίς άλλες καθυστερήσεις.
Εννοείται πάντως ότι το πιο σύνθετο πρόβλημα είναι, όπως σε κάθε σεισμό, το στεγαστικό μακροπρόθεσμα, το πώς δηλαδή οι άνθρωποι θα αντικαταστήσουν τα σπίτια τους. Τα οικήματα που δεν μπορούν πλέον να κατοικηθούν και στους δύο Δήμους είναι συνολικά 1.343, αριθμός αν μη τι άλλο πολύ μεγάλος που φέρνει την πολιτεία προ των ευθυνών της. Ο νόμος προβλέπει επιδότηση ακόμα και 80% της αξίας των σπιτιών, αλλά το κλειδί είναι να “τρέξουν” όσο το δυνατόν πιο γρήγορα οι διαδικασίες και να ξεπεραστούν τα όποια εμπόδια.
Το πόρισμα για τον σεισμό
Το πόρισμα των σεισμολόγων Κ. Παπαζάχου, Γ. Κουκουβέλα, Ευθ. Λέκκα, Κ. Νικολόπουλου και Α. Γκανά, το οποίο αφορά στη σεισμική δραστηριότητα της Π.Ε. Λάρισας, γνωστοποίησε ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας Κώστας Αγοραστός στο πλαίσιο συνέντευξης τύπου που παραχώρησε την Τετάρτη. Μεταξύ άλλων κρίσιμο, όπως ανέφερε το τοπικό site, larissanet.gr, είναι το συμπέρασμα ότι ο μετασεισμός 6 Ρίχτερ, της Πέμπτης 4 Μαρτίου «πιθανόν έγινε σε ένα δευτερεύον ρήγμα… μέσα στον χώρο της κύριας μετασεισμικής ακολουθίας…».
Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη της σεισμικής ακολουθίας «δείχνει να υπάρχει μια σταδιακή, φυσιολογική μείωση στο μέγεθος και στη συχνότητα των μετασεισμών, με πιθανότητα γένεσης δυνατών μετασεισμών. Κατά συνέπεια είναι απαραίτητο οι κάτοικοι να μην χρησιμοποιούν κατοικίες που έχουν κριθεί ακατάλληλες και να ακολουθούν τις οδηγίες των αρμόδιων φορέων».